«Η λογοδοσία των δικαστών στη δημοκρατία» (εκδόσεις Ευρασία) του Μιχάλη Ν. Πικραμένου είναι βιβλίο που μοιάζει να έχει γραφεί με γενναιότητα. Ίσως γιατί ο συγγραφέας του δεν είναι μόνον αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλά και πανεπιστημιακός δάσκαλος, στον τομέα Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Κινείται σε έναν χώρο, με άλλα λόγια, που δεν του επιτρέπει παρωπίδες.
Καθώς έχει, δε, την εμπειρία ευρωπαϊκών οργανισμών για τη Δικαιοσύνη, επιχειρεί να εισφέρει νέες θέσεις στην επιστημονική συζήτηση και να διατυπώσει προτάσεις δημόσιας πολιτικής για το δικαστικό σύστημα, να αναδείξει ζητήματα που εδώ βρίσκονται στο περιθώριο, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.
Η γενναιότητα έγκειται και στο ασύνηθες της θεματικής του βιβλίου αυτού. Η ανάγκη λογοδοσίας και των δικαστών, ως δημόσιων λειτουργών, προϋποθέτει το κοίταγμα τους στον καθρέφτη, άνευ φόβου και πάθους. Προϋποθέτει ενδοσκόπηση περί τα δικαστικά και βούληση για ρηξικέλευθες αλλαγές που πιθανότατα θα άφηναν στάσιμους, και ως εκ τούτου δυσαρεστημένους, αρκετούς εκπροσώπους του δικαστικού κλάδου.
Ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ διατυπώνει το βασικό σκεπτικό του στις εισαγωγικές σκέψεις του βιβλίου: το ζήτημα της λογοδοσίας των δικαστών, μαζί με την ανεξαρτησία τους, συνιστούν τους δυο βασικούς πυλώνες της δικαστικής λειτουργίας. Η λογοδοσία των οργάνων της Πολιτείας αναζωογονεί τη Δημοκρατία, καθώς προσφέρει δυνατότητες στον πολίτη για ουσιαστική συμμετοχή στη δημόσια ζωή με την απόκτηση της αναγκαίας πληροφόρησης – προαπαιτούμενο για την όποια άσκηση κριτικής. Και η έννοια του πολίτη στη δημοκρατία δεν είναι στατική, αλλά δυναμική.
«Ο μόνος έλεγχος που μπορεί να ασκηθεί στη Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της, είναι μέσω της ουσιαστικής εφαρμογής των μορφών λογοδοσίας που προβλέπονται από το Σύνταγμα, τις διεθνείς συμβάσεις και την κοινή νομοθεσία και είναι συμβατές με τις εγγυήσεις της δικαστικής ανεξαρτησίας. Αν οι μορφές αυτές δεν ρυθμίζονται όπως πρέπει, ή αγνοούνται, ή εφαρμόζονται τυπικά, τότε δημιουργείται σοβαρό πρόβλημα για την ίδια τη δημοκρατία», τονίζει χαρακτηριστικά ο Μιχάλης Πικραμένος.
Φθάνοντας στο μεδούλι της κριτικής, ο καθηγητής εντοπίζει μια συζήτηση πολύ πλούσια σε ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης αλλά πολύ περιορισμένη σε ό,τι αφορά τη λογοδοσία του δικαστικού συστήματος και των δικαστών. Εντοπίζει επίσης, κι αυτό έχει μεγάλο ενδιαφέρον, έναν λόγο τρόπον τινά λαϊκιστικό στο δικαστικό σώμα που στηρίζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι οι δικαστές δεν ευθύνονται για καμία από τις παθογένειες ή τα προβλήματα της Δικαιοσύνης που ταλανίζουν τον πολίτη ή την κοινωνία.
Ένα δίπολο μανιχαϊστικό δηλαδή με ενάρετους δικαστές από τη μια πλευρά και μια υστερόβουλη κυβερνητική εξουσία από την άλλη. Στην οποία, παρεμπιπτόντως, πρέπει να προβάλλουν διαρκώς αιτήματα, όπως την αύξηση των θέσεων των δικαστών, την αύξηση των αποδοχών, την ουσιαστική εξαφάνιση κάθε μορφής αξιολόγησης του έργου τους επί τη βάσει μιας εξισωτικής λογικής που παραβιάζει κατάφωρα την αρχή της αξιοκρατίας.
Ο συγγραφέας θυμίζει στις σελίδες που ακολουθούν, ένα σημαντικό στοιχείο: η λογοδοσία συναντάται στην πόλη -κράτος της Αθήνας την περίοδο που ίσχυε το πολίτευμα της άμεσης δημοκρατίας κατά τον 5ο αιώνα και τον 4ο π.Χ. αιώνα. Τα πρόσωπα λογοδοτούσαν για τα αποτελέσματα που έφεραν κατά την άσκηση των δημόσιων αξιωμάτων, με την κοινωνία να δίνει μεγαλύτερη σημασία στην αιδώ που ένιωθε ο πολίτης για την αποτυχία του παρά στην τιμωρία του.
Τονίζοντας τις διαστάσεις που έχει η δίκη, με τις πρακτικές συνέπειες στη ζωή και τις δραστηριότητες πολλών ανθρώπων, αλλά και τη διαμόρφωση αξιών και αρχών που καθορίζουν την πορεία μιας ολόκληρης κοινωνίας, ο καθηγητής πιάνει το νήμα της αξιολόγησης των δικαστών. Διαδικασίας που-όπως λέει- διενεργείται από τους ίδιους τους δικαστές για δικαστές, κάθε άλλο παρά πολύπλευρης και αξιόπιστης, και εν τέλει απογοητευτικής, στερεοτυπικής, που βάζει ικανούς και μη δικαστές, αφοσιωμένους στο έργο τους και μη λειτουργούς, στο ίδιο τσουβάλι. Στο πλαίσιο αυτό, δεν φοβάται να μιλήσει ούτε για «φτωχό σε ποιότητα και καθυστερημένο χρόνο έργο από όχι ευκαταφρόνητο αριθμό δικαστών», ούτε για το ζήτημα – ταμπού της πλήρους απουσίας αξιολόγησης ως προς τους ανώτατους δικαστές.
Θα ήταν λάθος να καταλήξει κανείς ότι το βιβλίο είναι αφοριστικό, αντιθέτως βρίθει προτάσεων για τη βελτίωση του δικαστικού συστήματος, και δη των μηχανισμών λογοδοσίας του. Προσκαλεί δε την πολιτική εξουσία να επιδείξει τόλμη μεταρρυθμιστική, με συνταγματικές και νομοθετικές αλλαγές μείζονος σημασίας. Μόνον μία από τις προτάσεις του είναι η θεσμοθέτηση Συμβουλίου Δικαιοσύνης, ενός οργάνου μεικτής σύνθεσης στο οποίο μετέχουν δικαστές και μη δικαστές, με κεντρική σημασία για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
«Η πρόβλεψη του Συμβουλίου Δικαιοσύνης, ενιαίου για όλους τους δικαιοδοτικούς κλάδους, σε προσεχή συνταγματική αναθεώρηση κρίνεται αναγκαία», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Πικραμένος, κάνοντας λόγο για συλλογικό όργανο με λελογισμένο αριθμό μελών, και δικαστές, και προσωπικότητες εγνωσμένου επιστημονικού κύρους, όχι μόνο από το πεδίο της νομικής επιστήμης, αλλά και ευρύτερα από τις κοινωνικές και θετικές επιστήμες.
Κατά τον καθηγητή, η αξιολόγηση, ως μορφή λογοδοσίας των δικαστών και των δικαστηρίων, θα μπορούσε να ανατεθεί στο συμβούλιο δικαιοσύνης, τουλάχιστον κατά το μέρος που αφορά τους ανώτατους δικαστές. Το ίδιο όργανο θα μπορούσε να αναλάβει και την αξιολόγηση των δικαστηρίων, ως οργανισμών, ιδίως των ανωτάτων δικαστηρίων.
Αναφορικά, δε, με το ευαίσθητο ζήτημα της δυνατότητας του εκάστοτε υπουργού Δικαιοσύνης να ασκεί πειθαρχική δίωξη κατά δικαστικών λειτουργών, ο κ. Πικραμένος δείχνει το μονοπάτι της διεθνούς και ευρωπαϊκής εμπειρίας : «επιβάλλεται στον πειθαρχικό έλεγχο να συμμετέχει όργανο εκτός της δικαιοσύνης, προκειμένου να παρέχονται πρόσθετες εγγυήσεις, για την αντικειμενική και αποτελεσματική λειτουργία αυτού του σημαντικού θεσμού δικαστικής λογοδοσίας».
Θα μπορούσε να προβλεφθεί από το Σύνταγμα ένα ανεξάρτητο όργανο αποτελούμενο κατά πλειοψηφία από προσωπικότητες υποδεικνυόμενες από τα κόμματα και τη Βουλή, υπογραμμίζει ο ίδιος. Με τη συμμετοχή και δικαστικών λειτουργών, και με αρμοδιότητες που θα περιλαμβάνουν ακόμη και έλεγχο των καταγγελιών περί χρηματισμού δικαστών. Με πλούσια βιβλιογραφία, ελληνική και ξένη, μέσα σε περίπου 350 σελίδες, ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ κάνει την δική του «σπονδή» στη δημοκρατία. Η έκδοση επιδιώκει να γίνει ανάχωμα σε ευκολίες, δημαγωγίες, αλλά και δικαστικές αυθαιρεσίες, να φέρει τους δικαστές προ των ευθυνών τους, να ξεσκουριάσει τις δικλείδες ασφαλείας του συστήματος που υπηρετούν.
Δίνει το στίγμα του από τις πρώτες κιόλας σελίδες του, μέσα από τα λόγια του Δημήτρη Τσάτσου: «(…) Η ανεξαρτησία των δικαστών προϋποθέτει κι ένα δικαστικό προσωπικό που έχει τη βούληση και την αντοχή να είναι ανεξάρτητο».