Η ατμόσφαιρα δυσπιστίας για την κυβέρνηση και τη Δικαιοσύνη που έχει απλωθεί στην κοινή γνώμη γύρω από τη διερεύνηση της τραγωδίας των Τεμπών συνδέεται με όψεις της ελληνικής Πολιτείας που έχουν βάθος και ρίζες. Ναι, είναι ισοπεδωτική για κάποιους λειτουργούς αλλά δεν είναι αβάσιμη, ούτε αποτελεί μια κατασκευή της αντιπολίτευσης, παρότι επενδύει μικροκομματικά σε αυτή.
Το γεγονός ότι πλησιάζουν την Μαρία Καρυστιανού —που αν δεν υπήρχε, όντως δεν θα είχαν έρθει σε πρώτο πλάνο τα ζητήματα και οι γκρίζες περιοχές της διερεύνησης της τραγωδίας— άτομα που γυρεύουν πολιτκά οφέλη και έχουν κάνει επάγγελμα την κατασυκοφάντηση της χώρας με τον παχυλό μισθό του ευρωβουλευτή (και δήλωναν πχ. το 2022 ότι «ένα κορίτσι 5 ετών πέθανε στον Εβρο από τσίμπημα σκορπιού και παραμένει άταφο»), είναι ένα άλλο θέμα. Αφορά το επίπεδο της πολιτικής εκπροσώπησης.
Το ζήτημα όμως για το οποίο παλεύει μια μάνα που έχασε το παιδί της αφορά ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, χτυπάει τις πιο ευαίσθητες χορδές της και συνδέεται με ένα κράτος και ένα πολιτικό σύστημα που όλοι γνωρίζουν ότι έχει πολύ σοβαρές αρνητικές πτυχές. Και όταν υπάρχει οργή, μαζί με τα ξερά μπορεί να καούν και τα χλωρά.
Καθώς, λοιπόν, το κλίμα αυτό καταγράφεται ξεκάθαρα στις δημοσκοπήσεις, δυόμισι μήνες προ των ευρωεκλογών του Ιουνίου, στελέχη στο κυβερνητικό στρατόπεδο διαχειρίζονται με δηλώσεις τους το κοινωνικό αίτημα να αποδοθούν ευθύνες. Παρότι η Δικαιοσύνη προχωράει και το καλοκαίρι αναμένουμε τη δική, την πίεση έχει προηγουμένως αυξήσει μια Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, που —τόσο σε επίπεδο προσώπων όσο και σε επίπεδο επιλογών— δεν έπεισε ποτέ την κοινή γνώμη ότι λειτούργησε σωστά, αν δεν έδωσε το μήνυμα ότι κατι πάει να κρύψει.
Ετσι, στο επίκεντρο έχει βρεθεί τις τελευταίες ημέρες ο πρώην υπουργός Μεταφορών, Κώστας Καραμανλής, ο οποίος ανέλαβε την πολιτική ευθύνη και παραιτήθηκε αμέσως μετά την τραγωδία και στη συνέχεια, στις εκλογές του Μαΐου (και του Ιουνίου) διεκδίκησε και πέτυχε την επανεκλογή του ως βουλευτής Σερρών της ΝΔ. Αυτό σημαίνει ότι ο κ. Καραμανλής καλύπτεται από βουλευτική ασυλία και το θέμα τοποθετείται πλέον στον πυρήνα των δηλώσεων πολιτικών προσώπων από την ίδια την κυβέρνηση και τη ΚΟ της ΝΔ.
Το έθεσαν, όπως θα διαβάσετε στο Protagon, με διαφορετικούς τρόπους ο υπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Φλωρίδης («δεν θα έβαζα υποψηφιότητα»), βουλευτές, αλλά και δημοσιολογούντες που απευθύνονται στο ακροατήριο της ΝΔ και ζητούν από τον κ. Καραμανλή να παραιτηθεί της βουλευτικής του ασυλίας και να δηλώσει ότι θέτει τον εαυτό του στη διάθεση των δικαστικών αρχών. Ακόμη και πρόσωπα που γνωρίζουν προσωπικά και εκτιμούν τον κ. Καραμανλή, λένε σε ιδιωτικές συνομιλίες ότι θα ήταν καλύτερο για τη διερεύνηση της υπόθεσης, για τον ίδιο και εν τέλει και για την κυβέρνηση να προχωρήσει ο ίδιος σε μια κίνηση που θα λειτουργούσε ενδεχομένως λυτρωτικά για τον ίδιο και σίγουρα ως βαλβίδα αποσυμπίεσης για την κυβέρνηση που όπως έδειξαν και οι δημοσκοπήσεις πιέζεται.
Συνδέεται αυτό με την ουσία του αιτήματος των πολιτών να υπάρξει διερεύνηση και να αποδοθούν ευθύνες; Προφανώς συνδέεται: ακουμπά στο κοινό αίσθημα διότι ήταν ο αρμόδιος υπουργός. Πρέπει να συνδέεται με την ουσία της ύπαρξης ή μη ποινικών ευθυνών για την τραγωδία από οποιοδήποτε πρόσωπο; Προφανώς και όχι: αυτό θα το κρίνει η Δικαιοσύνη. Επομένως αυτό που ζητούν οι «φωνές» από πλευράς ΝΔ δεν είναι να παραδώσει τον εαυτό του ο κ. Καραμανλής σε ένα λαϊκό δικαστήριο, αλλά να δηλώσει ότι είναι διαθέσιμος χωρίς την ασυλία στους δικαστικούς που ερευνούν. Και κάποιοι προσθέτουν πως αν τελικά αθωωθεί, αυτό θα αποτελέσει και για τον ίδιο, σε ανθρώπινο επίπεδο, μια «λύτρωση».
Εν τω μεταξύ, ο Χρήστος Σπίρτζης, προκάτοχος του κ. Καραμανλή στο υπουργείο Μεταφορών και διαχειριστής και ο ίδιος της αμαρτωλής σύμβασης 717 για την τηλε-διοίκηση στο σιδηροδρομικό δίκτυο, προχώρησε σε μια ακόμη συριζαϊκού τύπου «καλλιτεχνία». Ζήτησε με επιστολή του προς τον πρόεδρο της Βουλής να ερευνηθεί ο ίδιος για τη σύμβαση 717, αλλά παράλληλα δήλωσε στον Real FM ότι δεν συνδέεται με το δυστύχημα των Τεμπών η μη εκτέλεση της σύμβασης 717! «Δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη μη εκτέλεση της σύμβασης 717 και στην τραγωδία των Τεμπών», υποστήριξε —έκρινε δηλαδή, πριν τη Δικαιοσύνη, ότι αυτό για το οποίο κάποιοι κατηγορούν τον ίδιο και κυρίως τον κ. Καραμανλή δεν ευσταθεί.
Ο,τι και να κάνουν ωστόσο τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σε Αθήνα και Βρυξέλλες, όσο φθηνό κι αν είναι το θέατρο ευαισθησίας, το ζήτημα δεν είναι η αντιπολίτευση. Το ζήτημα είναι το χρέος της κυβέρνησης και της δικαιοσύνης να διερευνηθεί η τραγωδία. Για τα παιδιά που χάθηκαν και τους δικούς τους ανθρώπους. Αυτό συμβολιζει η Μαρία Καρυστιανού: Την ελληνική κοινωνία, τους γονείς των παιδιών που σκοτώθηκαν —και όλων των παιδιών— και όχι μερικούς καλοπληρωμένους, δήθεν ευαίσθητους, που αγωνιούν για να συνεχίσουν να παίρνουν τα είκοσι χιλιάρικα του ευρωβουλευτή. Αυτό το κοινό περί δικαίου αίσθημα (και όχι τα συριζαϊκά παιχνίδια) λοιπόν είναι που ωθεί αυτή τη στιγμή πρόσωπα και από την ΝΔ να ζητούν από τον κ. Καραμανλή να παραιτηθεί της βουλευτικής του ασυλίας.
ΥΓ. Με αφορμή τις δημοσκοπήσεις μπορεί να γίνει και μια παρατήρηση επί των αριθμών. Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι οι ψηφοφόροι που έδωσαν 40% στη ΝΔ μερικούς μήνες μετά τα Τέμπη είχαν ξεχάσει την τραγωδία επειδή επέλεξαν τη «σταθερότητα» –αν το πίστεψαν κάποιοι στην κυβέρνηση, κακώς το πίστεψαν. Οι ίδιοι ψηφοφόροι, επειδή στις ευρωεκλογές δεν απειλείται η σταθερότητα και η κοινωνία δεν έχει ξεχάσει προφανώς την τραγωδία, μπορεί να εκφράσουν στην κάλπη την ενόχληση τους για τη διαχείριση, έναν χρόνο και κάποιους μήνες μετά.