Λοιπόν. Σε αυτό το κείμενο ας βάλουμε καταρχάς μια ποσόστωση. Ενα 30% θα αφορά στο (επίμαχο ήδη) νομοσχέδιο περί «Ανάδειξης της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς». Ενα 50% θα αφορά στην ελληνική μουσική δημιουργία κάθε εποχής. Την άυλη πολιτιστική κληρονομιά του νομοσχεδίου δηλαδή. Και ένα 20% την ελληνική ταυτότητα ως τα πέρατα του κόσμου.
Συμφωνούμε σε αυτή την ποσόστωση; Είτε ναι είτε όχι, η συζήτηση έχει ανοίξει. Και στη συζήτηση, η αλήθεια είναι, δεν χωράνε ποσοστώσεις. Ισως μόνον επιχειρήματα και παραδείγματα.
Πιστεύεις, ας πούμε, ότι ενισχύεις την ελληνική μουσική δημιουργία και παράδοση βάζοντας ποσόστωση σε εκείνα που ακούγονται σε ξενοδοχεία, ταβέρνες, μέσα μαζικής μεταφοράς. Και, το καλύτερο, σε ραδιόφωνα. Θα κάνεις, για παράδειγμα, τον Rock FΜ… Ντέρτι; Αλήθεια; Θα του αλλάξεις και το κοινό;
Πιστεύεις ότι έτσι, ας πούμε, συντηρείς την ελληνική δημιουργία με την είσπραξη περισσότερων πνευματικών δικαιωμάτων (λόγω ποσόστωσης στο ελληνικό 70%). Μα, πού ήσουν ως επίσημη πολιτεία όταν, αρχές Ιουνίου του 2019 κατέρρευσε η ΑΕΠΙ, ο φορέας είσπραξης δικαιωμάτων, και οι δημιουργοί μοιράστηκαν σε δύο ή και περισσότερες νέους και παλαιότερους φορείς είσπραξης; Πού ήσουν να ενώσεις σε ΕΝΑΝ οργανισμό με εύρυθμη και σαφή λειτουργία την είσπραξη των δικαιωμάτων;
Θέλεις να στηρίξεις την άυλη κληρονομιά. Το τραγούδι. Τη μουσική. Πάμε για παραδείγματα:
Τι έκανες όταν πρόσφατα συνέπεσαν δύο μαζί επέτειοι, των 10 ετών από τον θάνατο και των 85 από τη γέννηση, για την κατά κοινή ομολογία «Φωνή», Τζένη Βάνου; Τη «Φωνή» που έγραψε μεγάλη ιστορία στο ελληνικό τραγούδι και ανέδειξε και συνθέτες όπως ο συνοδοιπόρος της Μίμης Πλέσσας, που κοντεύει τα 100.
Τι έκανες, εδώ και χρόνια, για το πλούσιο, και ιστορικά, ερμηνευτικό έργο ενός Δημήτρη Μητροπάνου; Ή ενός Λαυρέντη Μαχαιρίτσα; Φρόντισες να στηρίξεις την εκ νέου εκτέλεση, για τις νεότερες γενιές, του πλουσιότατου έργου ενός Μάνου Χατζιδάκι ή ενός Μίκη Θεοδωράκη; Πού να τολμήσει κάποιος, όταν δεν φρόντισες ούτε για τα blue chip της ελληνικής δημιουργίας, να μιλήσει για έναν Γιάννη Σπανό, με τα γαλλικά του χρόνια να φτάνουν στο στόμα της Μπριζίτ Μπαρντό και της ιέρειας των γάλλων υπαρξιστών Ζιλιέτ Γκρεκό; Για έναν Μάνο Λοΐζο ή, τώρα πια, για έναν Δήμο Μούτση; Ή να θυμηθεί έναν Χιώτη και έναν Ζαμπέτα;
Πότε έσπρωξες κάποιον ή κάποιους, με τη στήριξή σου, να ασχοληθεί, φερ’ ειπείν, με την πορεία ενός Γρηγόρη Μπιθικώτση ή με τα γαλλικά χρόνια του Σταμάτη Κόκοτα, που θα σβήσουν στη λήθη;
Το μόνο γαλλικό σε αυτή τη συζήτηση, του νομοσχεδίου, είναι η μίμηση –κατά κοινή ομολογία για τους μουσικούς της υφηλίου– ενός σοβινιστικού (ναι, ακραία σοβινιστικού) γαλλικού νόμου για την ποσόστωση υπέρ της γαλλικής δημιουργίας. Ομως εκεί ο Πολιτισμός εν γένει στηρίζεται αδρά. Αδρότερα, έστω. Στην Ελλάδα, κοιτίδα, υποτίθεται, του Δυτικού πολιτισμού, έχουμε και σε νούμερα και σε αναλογικούς αριθμούς τη χαμηλότερη οικονομική στήριξη του πολιτισμού. Από πολλές, πάρα πολλές, μα πάρα πάρα πολλές άλλες χώρες, που δεν βαυκαλίζονται ότι είναι και… κοιτίδες.
Στηρίζεις πράγματι σειρά εκδηλώσεων, ομιλιών, εκδόσεων στις επετείους. Ετος Μαρίας Κάλλας. Ετος Δημήτρη Μητρόπουλου. Ετος Νίκου Σκαλκώτα. Αντε να στηρίξεις και κανέναν Ξενάκη και Χρήστου, για το ξεκάρφωμα. «Εσώκλειστες» και εσωτερικής καύσης. Αν… αναφλέγεται και κάτι, δηλαδή.
Πού είναι όμως η στήριξη προς τα έξω, στα πέρατα του κόσμου, της ελληνικής σου άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς; Εδώ και αρκετά χρόνια πότε και ποιον έστρεψες ή στήριξες να στήσει ένα μεγάλο αφιέρωμα για τον Μίκη, διεθνές; Για τον –διεκδικούμενο ως μεγάλο Ελληνα– Βαγγέλη Παπαθανασίου; Για τον Τσιτσάνη; Ή για τον μεγάλο μαέστρο και ασκητή του διεθνούς μουσικού χώρου Δημήτρη Μητρόπουλο; Οταν, μάλιστα, έχει βγει ως τα Οσκαρ και η ταινία του Μπράντλι Κούπερ «Μαέστρο», για τον «μαθητή» του Μητρόπουλου Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο οποίος και τον πρόδωσε και τον κατέστρεψε, για να του πάρει τη θέση στη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, όπως έχουν συμφωνήσει αμέτρητες νέες έρευνες και εκδόσεις;
Και ποιος ασχολήθηκε με τις νέες μελέτες που αποδεικνύουν τη σχέση, φερ’ ειπείν, του Δημήτρη Μητρόπουλου με τρεις αγίους της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, με πρώτο τον Αγιο Νεκτάριο; Οχι; Το κοινό πρέπει να «καταναλώνει» μόνο κάκιστες τηλεοπτικές παραγωγές για τον Παΐσιο;
Για τη Μαρία Κάλλας, εκτός από τις εσωτερικής κατανάλωσης εκδηλώσεις και όσες στο εξωτερικό έκαναν είτε ιδιωτική πρωτοβουλία είτε θεσμοί χωρών που επίσης την διεκδικούν (αμερικανικοί, ιταλικοί…), πώς στήριξες, αλήθεια, την προβολή προς τα πέρατα της Γης τη (βιαστική και, αρχικά με κάποια λάθη, που διορθώθηκαν) δημιουργία Μουσείου Κάλλας στην Αθήνα; Ακόμη κι αν το λειτουργεί ο Δήμος Αθηναίων;
Τι έκανες ή κάνεις για το πολύτιμο για τον διεθνή μουσικό κόσμο αρχείο του συνθέτη Νίκου Σκαλκώτα, που μπορεί να δώσει διαμαντάκια εκδοτικά ή να προσελκύσει σε ειδικές συναυλίες το εξίσου «ειδικό» κοινό, όπως έγινε πρόσφατα στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου;
Πόσο ενδιαφέρθηκες για να επανεκτελεστεί ή να ακουστεί, εν γένει, το έργο ενός Θάνου Μικρούτσικου ή ενός, π.χ., Νίκου Μαμαγκάκη; Ακόμη και στην πολύ πρόσφατη επέτειο των 30 ετών από το φευγιό της (διεθνούς μας) Μελίνας Μερκούρη, που έγραψε ιστορία ανεξίτηλη στη μνήμη πολλών γενεών, δεν είδαμε ούτε ακούσαμε, εντός ή εκτός συνόρων, κάτι να… συμβαίνει.
Καλόπιστα, πρέπει να μη σου τα χρεώνουμε όλα, ω ελληνική πολιτεία μας. Μιλώντας τις προάλλες με έναν έγκριτο μουσικολόγο, με πορεία και στο εξωτερικό, μου έλεγε ότι δεν μπορούμε να τα περιμένουμε όλα από σένα, αλλά από την ιδιωτική πρωτοβουλία, που μπορεί να επιλέξει και να αναδείξει. Και, βέβαια, να χρηματοδοτήσει. Δίκιο είχε.
Ομως ποιος πρέπει να κινήσει και να παρακινήσει αυτή την πρωτοβουλία για έργο επί της άυλης πολιτιστικής μας κληρονομιάς; Και ποιος έχει ευθύνη να «πλάσει» το γούστο ή να το στρέψει προς κάποια κατεύθυνση και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και του κοινού;
Τους τελευταίους μήνες, δύο –τουλάχιστον– υπουργεία Πολιτισμού, της Γαλλίας και της Ιταλίας, στήριξαν με χρηματοδότηση δύο τηλεοπτικές σειρές για δύο (αμφιλεγόμενους, έστω) θρύλους των χωρών τους.
Το γαλλικό, τη βιογραφική σειρά για την Μπριζίτ Μπαρντό, «Bardot», και τους έρωτές της που άλλαξαν την ιστορία και τις ισορροπίες στο παγκόσμιο σινεμά. Το ιταλικό, την επίσης βιογραφική σειρά «Supersex» του Netflix, για τη ζωή του παγκόσμιου θρύλου του πορνό: του Ρόκο Σιφρέντι των 1.500 ταινιών.
Θα μού πεις, είναι οι ερωτικοί, ακόμη και πορνογραφικοί θρύλοι άυλη πολιτιστική κληρονομιά; Ναι, είναι, θα απαντήσω. Οσο είναι τα χασικλίδικα ρεμπέτικα. Οσο είναι τα αθυρόστομα τραγούδια της Αποκριάς, που φώτισε η αείμνηστη Δόμνα Σαμίου.
Και δεν χρειάζεται να πάμε στον… Γκουσγκούνη (που καμία, μα καμία σχέση με τον θρύλο ενός Ρόκο Σιφρέντι), αλλά ας πούμε η Ειρήνη Παπά ή η Μελίνα, που λέγαμε παραπάνω, και στο τραγούδι είναι αντίστοιχες μιας Μπε Μπε. Πόσο μάλλον που η τελευταία τραγούδησε και Γιάννη Σπανό!
Και πόσα άλλα μπορεί να βρει κάποιος… Δεν είπαμε από τον αδιανόητα πενιχρό προϋπολογισμό για τον Πολιτισμό να τα χρηματοδοτήσεις ή να τα στήσεις ή να τα παράγεις. Να τα στηρίξεις, όμως. Να στρέψεις και την ιδιωτική πρωτοβουλία προς κάποια κατεύθυνση. Να βελτιώσεις το γούστο στα πράγματα.
Το 1992, το υπουργείο Οικονομικών της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, δικαιώνοντας ίσως και τη σφραγίδα της λαϊκής Δεξιάς, είχε κυκλοφορήσει ένα σποτάκι για να ζητάμε αποδείξεις, κόντρα στη φοροδιαφυγή: «Αγαπάς την Ελλάδα; Απόδειξη!». Ας δούμε, λοιπόν, αγαπάς πράγματι την άυλη πολιτιστική κληρονομιά; Απόδειξη! Δίχως ποσοστώσεις.