Από την ώρα που έμαθα ότι θα γκρεμίσουν το κλειστό της Νέας Σμύρνης —για να ανεγείρουν ένα διπλάσιο, κι άλλο τσιμέντο δηλαδή, σοκοφρέτα σε διαβητικό στην πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Αθήνας, αν όχι της Μεσογείου— ήμουν σε μια διαρκή αναβολή. Να περάσω να ρίξω μια τελευταία ματιά, να ανασηκώσω τους ώμους αναλογιζόμενος τα χρόνια που περνούν και τις εποχές που αλλάζουν, να γράψω κάτι —τόσοι και τόσοι έγραψαν που απλώς έκαναν τη δουλειά τους εκεί, εγώ που ήξερα κάθε γωνιά του να μη γράψω;
Δεν πέρασα.
Είναι σκληρό όλο αυτό. Σαν θάνατος. Πρώτα το έκλεισαν, ανακοίνωσαν το τέλος και έγραψαν κάποιους καλούς επικήδειους, τους περισσότερους με επίκεντρο τον φρικτό τραυματισμό του υπέροχου Μπόμπαν Γιάνκοβιτς, έναν Απρίλη σαν κι αυτόν πριν από 26 χρόνια. Μετά άρχισαν να το γδύνουν. Αφαίρεσαν τα πλαστικά καθίσματα, πήραν τα κάγκελα, τις λυόμενες εξέδρες και τους προβολείς, το άφησαν όπως το γέννησε η μάνα του, ο ανώνυμος εργολάβος της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Και έπειτα το παρέδωσαν στον βαρκάρη, στο κίτρινο κατέρπιλαρ με το σφυρί κατεδάφισης. Μια κακή κηδεία, χωρίς εκρηκτικά, μόνο με τον επίμονο χτύπο του σφυριού. Αντίο.
Σε αυτό το κλειστό γυμναστήριο, που ήταν ένα από αυτά που έφτιαχναν φασόν σε όλη τη χώρα στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, μπήκα για πρώτη φορά όταν ήμουν πρώτη γυμνασίου, παιδάκι. Το σχολείο μας ήταν —και είναι— δίπλα. Μας είχαν πάει όλους να δούμε την ομάδα του λυκείου μας, που ήταν πολύ καλή. Στο βόλεϊ. Η ΛΑΝΣ είχε το καλό μπάσκετ, εμείς το βόλεϊ. Φλώροι, αλλά τι να κάνεις.
Δεν υπήρχαν πρόσθετες κερκίδες και ξύλινο παρκέ, ήταν όπως το παρέδωσε ο κατασκευαστής: με μια τσιμεντένια εξέδρα χωρητικότητας 500 θεατών και βιομηχανικό πλαστικό για δάπεδο που θα φθειρόταν από τα converse all star των αθλητών ύστερα από λίγους μήνες.
Ηταν όμως κάτι παραπάνω από ένα γήπεδο. Ηταν ο δικός μας δημόσιος χώρος. Για τους μεγάλους ήταν κάτι σαν την αρχαία αγορά, τα Σάββατα στα ματς, τις καθημερινές τα απογεύματα στις προπονήσεις. Για τους μικρότερους ήταν μια εξέδρα ενηλικίωσης, όπως τα τραπεζοκαθίσματα για τις θρυλικές «τσιμπούκες» στο μπεργκεράδικο «Twins» της πλατείας και το σινεμά στο «Σπόρτινγκ» και στην «Ελση».
Ηταν και ο ναός που μας μύησε στο μπάσκετ, εκείνους τους αόρατους μήνες πριν από την κοσμογονία του Ευρωμπάσκετ. Ακόμα θυμάμαι εκείνο το απόγευμα, άνοιξη του ’87, να περιμένουμε απ’ έξω μπας και μας βάλουν, με «φοράκια», στον ημιτελικό με τον ΠΑΟΚ. Δεν μπήκαμε ποτέ, ο κόσμος είχε γεμίσει ασφυκτικά το κλειστό (και τις πρόσθετες εξέδρες) ώρες πριν. Aυτοί οι εκλεκτοί της νεοσμυρνιώτικης ιστορίας είδαν στο τέλος τον Φάνη να διασχίζει το μισό γήπεδο και να καρφώνει στα μούτρα του Φασούλα για να οδηγήσει την ομάδα στον τελικό —ναι, είμαι Πανιώνιος, τι άλλο θα ήμουν δηλαδή;
Οταν πια κατάφερα να μπω στο κλειστό για ματς του Πανιωνίου, την πρώτη κυριολεκτικά φορά, σε ένα ματς με την ΑΕΚ, βρέθηκα στο τέλος να με ποδοπατούν πεσμένο στις εξέδρες. Θυμάμαι που γύρισα στον πατέρα μου δίπλα και είπαμε και οι δύο: «καλά είσαι;». Καλά ήμασταν. Μετρήσαμε λίγα σκαλιά, πικ νικ για τα όσα συνέβησαν τα χρόνια έπειτα.
Ενα από τα πράγματα που με κάνουν να απορώ σήμερα είναι πώς τη γλίτωσα. Πώς πέρασα τόσα απογεύματα και τόσες βραδιές σε τέσσερις τοίχους μαζί με στριμωγμένους όρθιους 2.500 ανθρώπους —εγκληματικά υπεράριθμους και σίγουρα όχι τους πιο ψύχραιμους— και δεν έπαθα τίποτα. Σε αυτό το γήπεδο μού πέταγαν τζάμια, κέρματα, αναπτήρες και σιφόνια και γέλαγα, έφαγα κλομπ, κουτρουβάλησα τις εξέδρες και μέτρησα βρισιές και γύριζα σπίτι σώος και νικητής.
Ηταν τύχη. Αλλά και μια ιεροτελεστία.
Τις ώρες πριν αρχίσουν οι αγώνες έβλεπες τις εξώπορτες των σπιτιών να ανοίγουν σαν σε ένα αόρατο ραντεβού της πόλης, όπως τη Μεγάλη Παρασκευή στον Επιτάφιο, και όλοι να βαδίζουν προς το κλειστό της Εθνικής Στέγης (και όχι της Αρτάκης, η πόρτα είναι αλλού φίλτατοι) έτοιμοι για μια ακόμα μάχη, με την ελπίδα ότι θα είναι αυτή που ο Δαυίδ νικάει τον Γολιάθ.
Ναι, βοήθησε ότι υπήρχε ο αξεπέραστος Χριστοδούλου —και μαζί του ο φανταστικός Γάσπαρης και νωρίτερα ο εγκεφαλικός Μίσας, ο αειθαλής Μπένατσεκ και ο άγουρος Πι Τζέι, ο εργατικός Αγγέλου και ο θεαματικός Τέρνερ και βεβαίως ο αξέχαστος Μπόμπαν— και έτσι αυτή η συνοικιακή ιεροτελεστία σε οδηγούσε σε έναν μονολιθικό τσιμεντένιο ναό όπου ένιωθες ανώτερος.
Σε αυτό το άχαρο γήπεδο είδα τον Πανιώνιο να κατατροπώνει την τρομερή ΤΣΣΚΑ Μόσχας και τη θρυλική Μακάμπι Τελ Αβίβ, τον Γιάννη Ιωαννίδη να γελοιοποιείται μη και χάσει το αήττητο του Αρη, τον Τέρνερ να ταπώνει τον Γκάλη, τον Φάνη να διαλύει μόνος του όποιον ήθελε —όχι ότι ήθελε και τόσο συχνά— τον Ιβκοβιτς να παίρνει σχολιαρόπαιδα και να τα κάνει ομάδα για πρωτάθλημα. Σε αυτό το γήπεδο διαλύαμε τη Ζαντάρ μέχρι να μπει ένας 17χρονος ονόματι Μποντίρογκα και βάλει 10 πόντους σερί —αλλά εμείς σηκώναμε πανό για τις μαθητικές καταλήψεις του 1990-91 και μας είχε την επομένη η «Ελευθεροτυπία». Σε αυτό το γήπεδο είδα και τον Γιάνκοβιτς να χτυπάει το κεφάλι του στη δεξιά μπασκέτα και να μένει παράλυτος.
Σε αυτό το άχαρο γήπεδο μεγάλωσε μια ολόκληρη γενιά, με τα καλά της και τα κακά της.
Αυτό το γήπεδο το ρίχνουν, το έριξαν. Θα σηκώσουν, λέει, ένα καλύτερο. Αλλά δεν θα είναι το ίδιο. Ούτε εμείς.