Ο Γιώργος Λάνθιμος τιμήθηκε με τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ της Βενετίας για τη νέα ταινία του, «Poοr Things». Είναι η κορύφωση μιας πορείας δεκαπέντε χρόνων που σε κάθε της βήμα στεφόταν με λίγη παραπάνω επιβράβευση και αναγνώριση.
Ξεκινώντας από τον «Κυνόδοντα» το 2009, ο οποίος παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ των Καννών εκείνης της χρονιάς, στο τμήμα που συστήνει νέους δημιουργούς, όπως και με τις «Αλπεις» το 2011, που προβλήθηκαν στο Διαγωνιστικό της Βενετίας και τιμήθηκαν με το βραβείο σεναρίου (Γιώργου Λάνθιμου και Ευθύμη Φιλίππου), ο έλληνας σκηνοθέτης συστήθηκε στο παγκόσμιο κοινό και κατάφερε με την είσοδό του να γίνει θέμα συζήτησης για το έργο του.
Ακολούθησε ο «Αστακός» το 2015, η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Λάνθιμου, η οποία βραβεύτηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες και ήταν υποψήφια και για Οσκαρ σεναρίου. Μετά ήρθε ακόμα ένα βραβείο σεναρίου για Λάνθιμο και Φιλίππου για τον «Θάνατο του Ιερού Ελαφιού» και έπειτα έγινε το μεγάλο κλικ με την «Ευνοούμενη», που κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής αλλά και Volpi ερμηνείας για την πρωταγωνίστρια, Ολίβια Κόλμαν. Η ταινία είχε δέκα υποψηφιότητες στα Οσκαρ του 2019 (Κόλμαν σήκωσε θεαματικά το βραβείο α’ γυναικείου ρόλου και εκεί), αλλά και για δώδεκα BAFTA, από τα οποία κέρδισε τα εφτά.
Θα έλεγε κανείς ότι ο Γιώργος Λάνθιμος, υπηρετώντας μεθοδικά το δικό του μοντέλο σινεμά και εξελίσσοντάς το μέσα σ’ αυτά τα δεκαπέντε χρόνια, κατάφερε να μπει στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής. Τώρα, οι σταρ της υποκριτικής τον παραδέχονται σαν σκηνοθέτη, η κινηματογραφική βιομηχανία επενδύει επάνω του χωρίς δισταγμούς και η γενέτειρά του νιώθει ρίγη συγκίνησης που τον βλέπει να πετυχαίνει τη μια νίκη μετά την άλλη, εκτός των συνόρων.
Είναι φυσικό να χαιρόμαστε για όσα έχει καταφέρει ένας έλληνας σκηνοθέτης στο παγκόσμιο στερέωμα. Αλλά μέσα στους ευφημισμούς, βλέπεις και μια υπερβολή συναισθήματος και περηφάνιας που καταλήγει σε ψευδαισθήσεις. «Γιώργος Λάνθιμος, η παρηγοριά μας», διαβάζεις να αναρτά ο ένας, «Ο Λάνθιμος είναι μια χαραμάδα χαράς μέσα στη θλίψη μας», λέει ο άλλος, «Ευτυχώς έχουμε και τον Λάνθιμο, υπάρχει σωτηρία» προσθέτει ο τρίτος και κάπως έτσι συνθέτεται ένα γαϊτανάκι πανηγυρισμών που βλέπουν τον Λάνθιμο σαν ένα εθνικό τοτέμ, το οποίο μας βγάζει από τη μιζέρια.
Συγγνώμη, αλλά πώς ακριβώς ένας Έλληνας που διαπρέπει στο εξωτερικό είναι η δική μας παρηγοριά και σωτηρία; Ένα brain drain είναι επί της ουσίας, ένα μυαλό που χάσαμε και δεν μπορούμε να επωφεληθούμε από τα αποτελέσματα της ικανότητάς του. Ο Λάνθιμος είναι ένας ταλαντούχος σκηνοθέτης που αναζήτησε άλλο έδαφος δημιουργίας γιατί το έδαφος της χώρας του αποδείχτηκε άγονο για το ταλέντο του. Μέσα στη χαρά που λογικά νιώθουμε για όσα καταφέρνει εκτός, θα πρέπει να νιώθουμε και ένα τσίμπημα θλίψης στη σκέψη ότι όλα αυτά μάλλον θα ήταν αδύνατον να τα καταφέρει παραμένοντας εντός. Εδώ ο Γιώργος Λάνθιμος θα ήταν σαν μια Φεράρι που θα μπορούσε να τρέξει μόνο σε κατσικόδρομους.
Θα μου πείτε, είναι άλλα τα μεγέθη. Οι ευκαιρίες που μπορεί να δώσει μια χώρα σαν την Ελλάδα σε έναν δημιουργό που αξίζει, και στις ιδανικότερες συνθήκες ακόμα, δεν θα είναι ποτέ ίδιες με εκείνες που θα του δώσει μια βιομηχανία θεάματος μεγατόνων. Προφανώς. Αλλά ιδανικές συνθήκες δεν υπήρχαν ποτέ στη χώρα για τους δημιουργικούς ανθρώπους. Για την ακρίβεια, η χώρα δεν προσφέρει ούτε τις βασικές συνθήκες για να δουλέψουν αξιοπρεπώς και να ανελιχτούν στον τομέα τους όσοι δεν την εγκαταλείπουν. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τους δημιουργούς της τέχνης, αν και αυτή είναι μια από τις πιο πονεμένες κατηγορίες.
Να χαιρόμαστε, ναι. Αλλά όχι να αιθεροβατούμε. Η μεγάλη εικόνα λέει ότι ο Γιώργος Λάνθιμος έσπασε τον κρίκο που τον συνέδεε με την Ελλάδα για να μπορέσει να κάνει αυτά που θέλει, όπως τα θέλει. Όπως και τόσοι άλλοι τους οποίους μπορεί να ξέρουμε, μπορεί και όχι. Μετά το εθνικό παραλήρημα περηφάνιας και συγκίνησης για τον Χρυσό Λέοντα του «Poor Things», ας προβληματιστούμε και λίγο.