Ως μαμά έχω βρεθεί σε αμέτρητες συζητήσεις που αφορούν αρρώστιες των παιδιών. Και έχω συναντήσει αρκετές μαμάδες που περιγράφουν με απορία, απογοήτευση –και με θυμό ακόμα– το γεγονός ότι η επίσκεψη στον παιδίατρο δεν τελείωσε με τη συνταγογράφηση ενός αντιβιοτικού. «Γιατί δεν μου έγραψε κάτι;», «Γιατί να παιδεύεται το παιδί;» αναρωτιούνται.
Σε όλες αυτές τις μαμάδες, αλλά και σε όσους επισκέπτονται τον γιατρό με την απαίτηση να φύγουν πάση θυσία με μια συνταγή για αντιβίωση, ή πάνε στο φαρμακείο για να την πάρουν χωρίς συνταγή, θα έλεγα να διαβάσουν την ιστορία της Αρετής Ηλία, η οποία επιλέχθηκε φέτος από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (European Centre for Disease Prevention and Control, ECDC) ως το κεντρικό πρόσωπο της καμπάνιας για την υπερκατανάλωση αντιβιοτικών. Μια κατάσταση που μας επηρεάζει όλους και μπορεί να την πληρώσουμε ακριβά κάποια στιγμή στη ζωή μας.
Η Αρετή, πάντως, το πλήρωσε. Στα 13 της διαγνώστηκε με οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία. Ενώ πάλευε με την ασθένεια στο Ογκολογικό Τμήμα του Νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία», προσβλήθηκε από το ανθεκτικό βακτήριο Κλεμπσιέλλα (Klebsiella pneumoniae). Οσο παράδοξο και αν ακούγεται, η ίαση της λευχαιμίας έγινε πιο πιθανή από την ίαση της λοίμωξης, η οποία επέμενε, θέτοντας τη ζωή της Αρετής σε κίνδυνο.
Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων έχει χτυπήσει πολλά καμπανάκια για το συγκεκριμένο βακτήριο. Σε πρόσφατη έκθεσή του, κατόπιν μελέτης από κοινού με τον ΕΟΔΥ, επισήμανε την επικίνδυνη διασπορά του βακτηρίου σε 15 ελληνικά νοσοκομεία και την ανάγκη λήψης προληπτικών μέτρων για τον έλεγχο των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων που προκαλεί. Διαπίστωσε ακόμα ότι η Ελλάδα έχει μια θλιβερή πρωτιά σε δύσκολα ιάσιμες και θανατηφόρες λοιμώξεις από υπερμικρόβια.
Ζούμε έναν εφιάλτη στον δρόμο με τις αντιβιώσεις. Την αλόγιστη χρήση τους, η οποία δεν τηρεί τους κανόνες. Και σίγουρα, δεν χαμπαριάζει από τα καμπανάκια SOS που χτυπάνε. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε ότι τα «superbugs», σε ελληνική μετάφραση υπερμικρόβια, μπορούν να προκαλέσουν έως και 10 εκατομμύρια θανάτους έως το 2050. Η εκτίμηση αφορά 53 χώρες.
Δεν φταίει μόνο ο ασθενής που απαιτεί αντιβίωση από τον γιατρό για ψύλλου πήδημα, φταίνε και οι γιατροί που τη γράφουν υποκύπτοντας στον παραλογισμό των ασθενών τους. Από την έκθεση του ΠΟΥ και πάλι, σε 14 ευρωπαϊκές χώρες, προκύπτει ότι η κακή συνταγογράφηση είναι ένας από τους βασικούς λόγους ανησυχίας, καθώς οι συνήθεις λόγοι για τη λήψη αντιβιοτικών είναι απλά συμπτώματα γρίπης, όπως το συνάχι. Ακόμα ένα ανατριχιαστικό συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι σε κάποιες χώρες το ένα τρίτο των πολιτών παίρνουν αντιβιοτικά χωρίς συνταγή.
Είμαστε κακομαθημένοι, τα θέλουμε όλα εύκολα και γρήγορα, θα μπορούσε να είναι μια εξήγηση. Αρρωσταίνουμε; Δεν έχουμε την υπομονή να περιμένουμε όσο χρειάζεται για να γίνουμε καλά. Από την άλλη, όμως, δεν περιμένουν και όλα γύρω μας. Υπάρχει μια συνεχής πίεση να είμαστε υγιείς για να μπορούμε να αντεπεξέλθουμε στους ρυθμούς και στις προκλήσεις της σύγχρονης καθημερινότητας.
Αρρωσταίνουμε και μας πιέζουν να επιστρέψουμε στο πόστο μας στη δουλειά, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Αρρωσταίνει το παιδί μας και δεν ξέρουμε πού να το αφήσουμε. Μόνο ο κορονοϊός κατάφερε να παρέμβει σε αυτή την πίεση για επιστροφή σε πάσης φύσεως πόστα. Εκεί, μας αφήνουν ήσυχους όσες μέρες χρειαστεί, μέχρι να φανούμε αρνητικοί στο τεστ.
Από την άλλη, υπάρχει σίγουρα και έλλειψη γνώσης και ευαισθητοποίησης. Εφόσον το πρόβλημα με τα υπερμικρόβια έχει ενταθεί σε τέτοιο βαθμό, θα έπρεπε να γίνονται συνεχώς καμπάνιες ενημέρωσης των πολιτών. Μια από τις διαπιστώσεις του ΠΟΥ, άλλωστε, είναι ότι η αντίσταση στα αντιβιοτικά οφείλεται και στην αύξηση των ανισοτήτων. Οι άνθρωποι με χαμηλότερο μορφωτικό και βιοτικό επίπεδο είναι πιθανότερο να εφαρμόζουν τις λάθος πρακτικές.
Οταν ο Αλέξανδρος Φλέμινγκ παρέλαβε το Νομπέλ Ιατρικής το 1945, για την ανακάλυψη της πενικιλίνης, που θεωρείται το πρώτο αντιβιοτικό στην Ιστορία της Ιατρικής, ανέφερε κατά την ομιλία του ότι κάποτε όλοι θα μπορούν να την προμηθευτούν, αλλά δεν θα την χρησιμοποιούν σωστά. Η πρόβλεψή του είναι πλέον πραγματικότητα. Και κάποιοι άνθρωποι, όπως η Αρετή Ηλία, που σήμερα είναι καλά και εργάζεται ως φαρμακοποιός, το ξέρουν από πρώτο χέρι.