Η μακροοικονομική ανάκαμψη της Ελληνικής οικονομίας είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, καθώς κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας το πραγματικό ΑΕΠ και οι επενδύσεις αυξάνονται, ενώ η ανεργία και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώνονται εντός ενός πλαισίου δημοσιονομικής σταθερότητας.
H ανεργία έχει υποχωρήσει στο 9,6% πέφτοντας κάτω από το κατώφλι του 10% ύστερα από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια. Μελετώντας την τελευταία απολογιστική έκθεση του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, εντοπίζουμε πως σήμερα εργάζονται 15,6% (310.000 χιλιάδες) άτομα παραπάνω σε σχέση με το 2019. Ταυτόχρονα, τα στοιχεία καταδεικνύουν ενίσχυση της πλήρους απασχόλησης της τάξης του 25% (344.000 χιλιάδες) σε σύγκριση με το 2019. Όσον αφορά τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία, παρατηρούμε πως ο μέσος μικτός μισθός αυξήθηκε κατά 20%, από τα 1046 στα 1251 ευρώ. Κατά 20% αυξήθηκε και ο κατώτατος μισθός κατά τη διάρκεια της τετραετίας που από τα 650 ευρώ έχει ανέλθει στα 780, ενώ αναμένουμε και νέα αύξηση από τον Απρίλιο του 2024. Ταυτόχρονα, το πλήθος των εργαζόμενων που λαμβάνει μισθό χαμηλότερο των 800 ευρώ μειώθηκε κατά 23%, ενώ το ποσοστό των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα που λαμβάνει μισθό μεταξύ 900 και 2.000 ευρώ, αυξήθηκε από το 35% στο 50%.
Οι παραπάνω θετικές μεταβολές σε απασχόληση και μισθούς βελτιώνουν ξεκάθαρα την κατάσταση του νοικοκυριού χωρίς να παραγνωρίζουμε τις συνέπειες του υψηλού πληθωρισμού και της ακρίβειας που επικρατούν παγκοσμίως αλλά και στην εγχώρια αγορά. Η δυναμική της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται τελικά από τη δημιουργία σταθερών, καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας που δίνουν την ευκαιρία στους νέους να πραγματώσουν τα όνειρά τους εντός της χώρας. Τη βελτίωση αυτής της προοπτικής εξυπηρετεί και η μείωση του μη μισθολογικού κόστους και της λεγόμενης «φορολογικής σφήνας». Η μείωση ασφαλιστικών εισφορών κατά 4% περιόρισε το χάσμα μεταξύ του κόστους που αντιμετωπίζει ο εργοδότης και του καθαρού μισθού που λαμβάνει ο εργαζόμενος κάνοντας φθηνότερες τις προσλήψεις και υψηλότερο το διαθέσιμο εισόδημα. Στον κυβερνητικό προγραμματισμό έχει ήδη προκαθοριστεί η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5% το 2025 και 0,5% 2027.
Ο σημαντικότερος παράγοντας όμως που θα καθορίσει την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και τις συνθήκες στην αγορά εργασίας είναι η δημογραφική γήρανση. Προϋπόθεση της διατηρήσιμης ανάπτυξης είναι η αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού μέσω της επιστροφής μερίδας των νέων που έφυγαν και η ενίσχυση των ποσοστών συμμετοχής των γυναικών, των μεταναστών, των νέων, των ατόμων με αναπηρία καθώς και των συνταξιούχων στην αγορά εργασίας. Ακόμη και αυτό όμως, δεν είναι από μόνο του αρκετό.
Το ήδη μικρό μέγεθος της χώρας και η μείωση του πληθυσμού οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα πως η Ελλάδα δεν μπορεί να πορευτεί με ένα παραγωγικό μοντέλο που βασίζεται στην ανταγωνιστικότητα κόστους. Αντιθέτως, επιτακτική είναι η αύξηση της παραγωγικότητας η οποία οδηγεί σε υψηλότερα εισοδήματα. Για να συμβεί αυτό όμως απαιτούνται επενδύσεις. Σε αυτόν τον τομέα, παρά την σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών, υπολειπόμαστε σταθερά από την κρίση και μετά σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε..
Επίσης, οι επενδύσεις με τη σειρά τους απαιτούν το ανάλογο ανθρώπινο κεφάλαιο που θα τις υποστηρίξει. Για τον λόγο αυτόν πρέπει να αναληφθούν μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες στην παιδεία και στην κατάρτιση στις επιχειρήσεις, ούτως ώστε να μειώσουμε την αναντιστοιχία μεταξύ των υφιστάμενων δεξιοτήτων και αυτών που απαιτούνται για τη δημιουργία ενός παραγωγικού μοντέλου που βασίζεται στις σύγχρονες τεχνολογίες και τη διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Ο καλύτερος τρόπος να αναπτύξει ένας εργαζόμενος τις δεξιότητές του, είναι να βρεθεί σε ένα εργασιακό περιβάλλον που χρειάζεται να τις εφαρμόσει σε καθημερινή βάση. Η καλλιέργεια των ταλέντων και των δεξιοτήτων ενός ατόμου, δεν βελτιώνει μόνο την οικονομική του ευημερία, αλλά ενισχύει και το ρόλο του και το λόγο του στην κοινωνία.
Τα τελευταία χρόνια έχει καλυφθεί χαμένο έδαφος, αλλά δεν βρισκόμαστε ακόμα εκεί που θέλουμε να φτάσουμε. Δεν ξέρω όμως με ποιον άλλο τρόπο θα είχαμε πιθανότητες να φτάσουμε εκεί που θέλουμε, χωρίς να περάσουμε από το σημείο στο οποίο βρισκόμαστε σήμερα, ειδικά αν λάβουμε υπόψιν το που βρισκόμασταν πέντε και δέκα χρόνια πριν.
O Νίκος Μηλαπίδης είναι Νομικός και ΓΓ Κοινωνικών Ασφαλίσεων