Η δήλωση του Πρωθυπουργού για το θέμα των παρακολουθήσεων θέτει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα επιχειρηθεί η κάθαρση στην ΕΥΠ και η διαλεύκανση μέσω Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής. Μένει όμως αναπάντητο το βασικό ερώτημα το οποίο απασχολεί την κοινή γνώμη και είναι τελικά αυτό που θα κρίνει τις εντυπώσεις σε σχέση με αυτή την υπόθεση.
Το ερώτημα είναι συγκεκριμένο και δεν πρόκειται να ξεχαστεί: Για ποιο λόγο ζητήθηκε και αποφασίστηκε η παρακολούθηση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη;
Από τη δήλωση του Πρωθυπουργού πληροφορηθήκαμε επισήμως δυο πράγματα: Πρώτον, η επισύνδεση ήταν νόμιμη – έγινε με εισαγγελική εντολή. Δεύτερον, αν γνώριζε την εντολή ο Πρωθυπουργός, δεν θα την επέτρεπε. Δεν διευκρινίστηκε εάν θα την απέτρεπε επειδή ο λόγος δεν ήταν επαρκής ή σημαντικός, ώστε να δοθεί η εντολή, ή απλώς και μόνο επειδή ο παρακολουθούμενος ήταν ευρωβουλευτής και υποψήφιος πολιτικός αρχηγός. Είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση, η απορία παραμένει: ποιος ήταν ο λόγος της παρακολούθησης;
Ας έλθουμε όμως τώρα στον ίδιο τον παρακολουθούμενο. Ο Νίκος Ανδρουλάκης δικαιούται προφανώς να μάθει από την ΕΥΠ τον λόγο για τον οποίο ζητήθηκε και αποφασίστηκε η παρακολούθησή του. Οφείλει, λοιπόν, να δώσει την άδεια για τη δημοσιοποίησή του. Οι πολίτες έχουν δικαίωμα να ενημερωθούν. Αυτό σημαίνει διαφάνεια. Εάν μάλιστα ο λόγος της παρακολούθησης δεν είναι επαρκώς νομικά τεκμηριωμένος, θα πρέπει να ζητήσει τη διερεύνηση των ευθυνών της αρμόδιας εισαγγελέως από τη Δικαιοσύνη.
Οποιοι πραγματικά ενδιαφέρονται να πέσει άπλετο φως στην υπόθεση των παρακολουθήσεων, πρέπει να το αποδείξουν στην πράξη.