Δεν είναι λίγοι εκείνοι που είχαν πιστέψει ότι με τις εκλογές του 2019 τερματιζόταν οριστικά μια περίοδος μεγάλων περιπετειών για τη χώρα. Μια δεκαετία κρίσης, αλλεπάλληλων τεχνικών χρεοκοπιών, πολιτικών τερατογενέσεων και στείρων ανατροπών στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο.
Ο εκλογικός θρίαμβος του Κυριάκου Μητσοτάκη έδωσε την αίσθηση ότι μια σημαντική μερίδα πολιτών, είτε από κόπωση είτε από μεταμέλεια, είτε λόγω ενός επιβεβλημένου ρεαλισμού, συνομολογούσε ότι η «κανονικότητα» είναι πιο ενδιαφέρουσα και πάντως πιο ασφαλής από την περιπέτεια. Εν πολλοίς, η συνθήκη αυτή ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.
Δεν λογάριαζαν όμως οι περισσότεροι με τις πραγματικές παραμέτρους, που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τα πάντα. Επειτα ήρθε η πανδημία, ο χρόνος κύλησε και βρεθήκαμε μπροστά στην υλοποίηση του σχεδίου της μεγάλης δολιοφθοράς. Το φιτίλι ήταν εδώ, αλλά κανείς δεν πίστευε ότι θα άναβε: είναι η απλή αναλογική, που ψήφισε σε τάχα ανύποπτο χρόνο ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ προτού αποχωρήσουν, με τις «ευπρόσδεκτες» ψήφους των καταδίκων σήμερα της Χρυσής Αυγής. Αυτή η λεπτομέρεια ξαναφέρνει σήμερα τη χώρα μπροστά σε δυσάρεστα, αχρείαστα, αλλά πάντως υπαρκτά διλήμματα.
Το μεσοδιάστημα κυριαρχήθηκε από την υγειονομική κρίση και από κάποιες ευεργετικές και απροσδόκητες αλλαγές. Το χρήμα έρρευσε άφθονο, δημοσιονομικοί περιορισμοί εξαφανίστηκαν, η χώρα κέρδισε σε αξιοπιστία. Ομως οι νάρκες στα θεμέλια δεν εξουδετερώθηκαν. Το δημόσιο χρέος υπάρχει, τα διπλά ελλείμματα επανεμφανίστηκαν και από εκεί που κανείς δεν το φανταζόταν, η πολιτική ρευστότητα παίρνει μια νέα μορφή, εν όψει εκλογών που απειλούν να οδηγήσουν σε αδιέξοδα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ένα παράξενο déjà vú προξενεί μια ενοχλητική αίσθηση.
Το 2022 μοιάζει με κάποιον περίεργο τρόπο με το 2008, τότε που όλοι, ανυποψίαστοι για τα όσα θα ακολουθούσαν, απλώς παρατηρούσαν κάποια φαινόμενα.
Οι ομοιότητες δεν θα πρέπει να αγνοηθούν. Ηταν εκείνος ο Δεκέμβριος του 2008, όταν ο Κώστας Σημίτης μετέφερε από το βήμα της Βουλής τα όσα ψιθυρίζονταν στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού. Εκείνος ακριβώς ο προϋπολογισμός που έμελλε να τιναχθεί στον αέρα και μερικούς μήνες αργότερα να φτάσουμε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Ελεγε τότε ο πρώην Πρωθυπουργός: «Η Ελλάδα, πιστεύουν, καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο δανεισμό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας να είναι αρμοδιότητά του και όχι φροντίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αφορμές για μια τέτοια κίνηση μπορούν να βρεθούν, αν συνεχιστεί η σημερινή πορεία».
Η πορεία συνεχίστηκε και έγιναν αυτά που έγιναν. Ολες οι πολιτικές παρατάξεις πέρασαν από τους πάγκους των μνημονίων, το 2018 θεωρητικά τελείωσε η περιπέτεια, και σήμερα έρχεται μία άλλη προειδοποίηση να ξυπνήσει όσους έχουν επαναπαυθεί.
Την απηύθυνε πριν από δέκα ημέρες ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, με το άρθρο του στην «Καθημερινή».
Στην ουσία περιέγραψε πώς δεν θα φτάσουμε ξανά στα όρια της χρεοκοπίας, εν ολίγοις, πώς θα αποφύγουμε την επιστροφή στα μνημόνια.
Ο διοικητής επισήμανε τους κινδύνους επανάληψης μιας κρίσης χρέους, σε ορίζοντα δεκαετίας και αφότου λήξουν οι προνομιακοί όροι εξυπηρέτησής του. «Οι παράγοντες που σήμερα καθιστούν το ελληνικό χρέος ανθεκτικό σε αρνητικές διαταραχές θα αποδυναμωθούν σταδιακά σε δέκα χρόνια, παρά την αναμενόμενη σημαντική αποκλιμάκωσή του ως ποσοστού του ΑΕΠ, καθώς όλο και μεγαλύτερο μέρος του χρέους θα υπόκειται σε κίνδυνο αγοράς», έγραψε.
Και προσέθεσε ότι «υπό το βάρος του επιπλέον δανεισμού την περίοδο της πανδημίας, έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια χαλάρωσης των συμφωνημένων στόχων για μόνιμα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ. Πρωτογενή πλεονάσματα αυτού του ύψους είναι επίσης αναγκαία προκειμένου να αποπληρώνονται οι τόκοι του δημόσιου χρέους».
Καταλήγοντας, τόνισε ο Γιάννης Στουρνάρας: «Πρέπει να φέρουμε το μέλλον στο παρόν, ώστε να ληφθούν εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα πολιτικής».
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση διαμηνύει περίπου τα ίδια, αλλά δεν μπορεί και να μη μοιράσει μερικά επιδόματα ακόμη, καθώς μία απρόβλεπτη ενεργειακή κρίση απειλεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Και στο βάθος, κάπου ήδη εμφανίζονται οι εκλογές…
Υπάρχουν όμως και κάποιες άλλες ομοιότητες.
Λίγους μήνες νωρίτερα, τον Απρίλιο εκείνου του μακρινού 2008, ο Κώστας Καραμανλής ετοιμαζόταν να εμφανιστεί θριαμβευτικά στο συνέδριο της ΝΔ. Είχε προηγηθεί το Βουκουρέστι, το καταχρηστικά λεγόμενο «βέτο» κατά της ένταξης της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και η κυβέρνηση εμφανιζόταν κυρίαρχη και αμέριμνη.
Σε εκείνο το συνέδριο, εμφανίστηκε ο Πέτρος Τατούλης, ένα από τα στελέχη της ΝΔ με προέλευση από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και, «από το πουθενά, λέει τα αλησμόνητα:
«Ο λαός δεν χρειάζεται Καίσαρες και Χατμάνους… Αφέθηκε άπλετος χώρος για να δημιουργηθούν παραμυθίες μεταρρυθμίσεων… Οι ηθικιστικές ρητορείες μπορεί να ηχούν όμορφα, έχουν όμως ελάχιστη ουσία και μηδαμινή αποτελεσματικότητα».
Συμπτωματικά, αμέσως μετά το κλίμα αλλάζει, η κυβερνητική κυριαρχία κλονίζεται από τη σκανδαλολογία της εποχής, σε ανύποπτο χρόνο διαγράφεται ένας βουλευτής Δράμας (Σταύρος Δαϊλάκης) και τον Νοέμβριο του ’08 διαγράφεται και ο Τατούλης.
Θυμίζουν κάτι όλα αυτά; Με κάποιον τρόπο, ναι. Τις τελευταίες εβδομάδες, λίγο πριν από το συνέδριο του Μαΐου, ο Μητσοτάκης έχει αναγκαστεί να διαγράψει τον Δούκα, να αποπέμψει τον Λιβανό και να διώξει τον Κύρτσο. Η κυβέρνησή του παραμένει κυρίαρχη στις δημοσκοπήσεις, όμως το τζάμπα χρήμα έχει τελειώσει, οι αγορές πιέζουν και πάλι και η επενδυτική βαθμίδα είναι απολύτως συναρτώμενη από τις εκλογές και το αποτέλεσμα τους.
Ενα αποτέλεσμα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα θυμίζει και αυτό τις εκλογές του 2007. Εκείνες τις εκλογές που με δημοσιονομικό πρόσχημα προκήρυσσε ο Καραμανλής, για να τις κερδίσει με μία εύθραυστη πλειοψηφία 152 βουλευτών – και μάλιστα με πολύ ενισχυμένη αναλογική.
Η βουτιά στο παρελθόν απλώς θυμίζει ότι στην πολιτική δεν υπάρχει ποτέ γραμμική εξέλιξη.
Είναι μια χρήσιμη υπενθύμιση, αλλά όπως λέει και ο Στουρνάρας, το θέμα είναι αυτή τη φορά να φέρουμε το μέλλον στο παρόν.