Αντίθετα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αγγλία, τη Γερμανία και εν μέρει τη Ρωσία, η Ιταλία ελάχιστα προκαλεί το ενδιαφέρον των ελλήνων πολιτικών αναλυτών. Είναι πολύ κοντά για να έχει την αίγλη του μακρινού και του άγνωστου και δεν είναι κάποια υπερδύναμη που από τις διαθέσεις της θα εξαρτηθεί το μέλλον της Ελλάδας –έτσι, δεν υπάρχει «αγορά» για την Ιταλία. Το αμερικανόφιλος ή το ρωσόφιλος είναι άμεσα κατανοητά στα ελληνικά, αλλά το ιταλόφιλος δεν το αναγνωρίζει ούτε ο διορθωτής τού Word.
Το αποτέλεσμα είναι ότι μπορώ να σκεφτώ μισή ντουζίνα άτομα που μπορούν να κάνουν μια παρέα να σκυλοβαρεθεί εξηγώντας πώς θα ψηφίσει η Γιούτα στις επόμενες εκλογές για γερουσιαστές, αλλά ούτε έναν που θα την κάνει έστω και να χασμουρηθεί, εξηγώντας τις διαφορές στις προτιμήσεις του εκλογικού σώματος ανάμεσα στη Λιγκούρια και το Πιεμόντε.
Ζητώντας συγγνώμη από όποιους έκαναν αναλύσεις σε βάθος, τα περισσότερα που διάβασα ήταν τα γνωστά μου από το ποδόσφαιρο «χάρηκαν γιατί πέτυχαν πολύτιμη νίκη, αντίθετα με αυτούς που έχασαν αφού υπέστησαν οδυνηρή ήττα». Κάποιες, λοιπόν, σκέψεις που προκύπτουν από τα προφανή γεγονότα.
Πρώτον, κανένας πολιτικός δεν έχει χάσει με το να ποντάρει σε ένα μυθικό παρελθόν. Και η Μελόνι το έκανε. Οχι με αναφορές στον Μουσολίνι –η μόνη αναφορά που μπόρεσα να βρω ήταν στη γαλλική τηλεόραση όταν ήταν 19 ετών– αλλά στην Ιταλία της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας. Κάθε χώρα έχει τις εθνικές αναφορές που αναγνωρίζουν οι πολίτες της.
Για παράδειγμα, στην Αγγλία το «Κing and country» θα ήταν απόλυτα καταληπτό. Tο «Κing, country, family and the Anglican church» όμως θα ήταν διάλογος των Monty Python’s. Τέλος πάντων, οι τρεις έννοιες «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια» ήταν κατανοητές και ακούστηκαν αρκετά πειστικές για να δώσουν στη Μελόνι την πλειοψηφία.
Οι στιγμιαίες λύσεις είναι η βάση του λαϊκισμού. Με την οικονομία της Ιταλίας σε κρίση, οι υποσχέσεις της Μελόνι ότι θα δώσει παροχές μειώνοντας ταυτόχρονα τους φόρους, είναι κλασικό παράδειγμα της τακτικής «να πούμε κάτι και μετά βλέπουμε τι κάνουμε». Φυσικά το έργο είναι παγκόσμιο hit και παίχτηκε στην Ελλάδα το 2015, με τον «έναν νόμο» και τα μνημόνια.
Το θετικό είναι ότι το έργο αυτό παίζεται μόνο μία φορά. Επίσης ότι η πραγματικότητα είναι μια ασταμάτητη νταλίκα που πατάει κάθε λαϊκισμό. Η Μελόνι δεν θα κριθεί από τις προεκλογικές υποσχέσεις της αλλά από τη διαχείριση της εξουσίας. Επίσης, οι πολίτες δεν είναι τόσο μικρόνοες που να ψηφίζουν όποιον τους τάζει τα περισσότερα. Γίνονται σοφότεροι με το trial and error. Καμία υποσχόμενη ΑΤΑ δεν διαγράφει τις εμπειρίες του 2015-19.
Επίσης, οι πολιτικές αναγωγές είναι ατελής επιστήμη. Η νοοτροπία «τώρα που βρήκαμε παπά, να θάψουμε δέκα» και τα συμπεράσματα «να τι έγινε στην Ιταλία επειδή άφησαν την Αριστερά να ξεσαλώνει στους δρόμους», «επειδή τους ζορίσανε με το woke culture» ή «επειδή δεν κατάλαβαν τον κίνδυνο της Ακρας Δεξιάς που ερχόταν» λέγεται συνήθως για να προωθήσει την ατζέντα αυτού που το είπε, στην Ελλάδα.
Οι Ιταλοί ψήφισαν το κόμμα που ήθελαν για τους λόγους τους, όπως και οι Ελληνες το ίδιο είχαν κάνει το 2015 με τον ΣΥΡΙΖΑ. Καμία Ευρωπαϊκή Ενωση δεν έχει αναλάβει την υποχρέωση να κρατάει τα κράτη-μέλη της σε μία κεντρώα, ποταμίσια, νιρβάνα. Γιατί στο φινάλε, στη δημοκρατία ισχύει περισσότερο ο Παπακωνσταντίνου από τον Μηλιώκα. Το «άσε με να κάνω λάθος» από το «για το καλό μου».