Ας με λιθοβολήσουν οι φανατικοί του Netflix, με τους μαγικούς κωδικούς που τους ανοίγουν τον δρόμο στο να βλέπουν χωρίς σταματημό την αφρόκρεμα των ξένων σειρών. Αλλωστε, το να μοιραστεί στις μέρες μας κάποιος μαζί σου τον κωδικό του στο Netflix ώστε να έχεις και εσύ πρόσβαση, ισοδυναμεί με μονόπετρο.
Το δικό μου τηλεοπτικό ναρκωτικό, η δική μου ένοχη απόλαυση κάθε φορά που βράδιαζε, ήταν ένα σίριαλ ελληνικό, καθημερινό, πολύ πιο ταπεινό, αλλά διόλου ευκαταφρόνητο. Και το όνομα αυτού, «Τατουάζ».
Ξεκίνησε να προβάλλεται το φθινόπωρο του 2017 και έριξε αυλαία χθες Πέμπτη, 27 Ιουνίου 2019, σημειώνοντας, όπως ήταν αναμενόμενο, πολύ υψηλή τηλεθέαση. Γιατί δεν το έβλεπα μόνο εγώ, το έβλεπε πολύς κόσμος. Κάποιοι φίλοι με κορόιδευαν, ότι γέρασα πριν την ώρα μου και αντί να βγαίνω «για ποτάκι», κάθομαι και βλέπω «Τατουάζ».
Εμένα όμως μου κράτησε πολύ καλή παρέα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να κολλήσεις με κάτι που προβάλλεται καθημερινά στην τηλεόραση. Για μένα, ήταν μία πολύ καλή συντροφιά από τότε που άρχισε, καθώς τότε ήμουν σε μία πολύ στενάχωρη φάση της ζωής μου, χωρίς να έχω ούτε διάθεση, ούτε και χρήματα για βραδινές εξόδους. Αρχισα λοιπόν να το βλέπω επειδή δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. Και κάπου στο δεύτερο με τρίτο επεισόδιο, σκέφτηκα: «Ή εγώ είμαι πολύ χάλια και έχω χάσει το αισθητήριό μου, ή αυτό έχει κάποια καλά στοιχεία».
Είναι ότι είχαμε καιρό να δούμε μαζεμένους γνωστούς και καλούς ηθοποιούς σε μία καθημερινή σειρά, καθώς από αυτό το είδος συνήθως παρελαύνει κάθε πικραμένος ατάλαντος που δεν μπορεί να βρει δουλειά πουθενά αλλού. Μυρτώ Αλικάκη, Εβελίνα Παπούλια, Κοραλία Καράντη, Γιώργος Παρτσαλάκης, Κατερίνα Γερονικολού κι ένας πραγματικά πολύ καλός Απόστολος Γκλέτσος.
Αλλά και οι λιγότερο «γνωστοί» ηθοποιοί, ήταν αξιοπρεπέστατοι και σε κάποιες περιπτώσεις, εξαιρετικοί. Οπως στην περίπτωση του Νίκου Πολυδερόπουλου, που υποδυόταν τον σίριαλ κίλερ Ορφέα, ο οποίος σκότωνε με μανία «άπιστες» γυναίκες. Δεν είναι τυχαίο που εφέτος, με το που αποκαλύφθηκαν τα φρικιαστικά εγκλήματα του πραγματικού σίριαλ κίλερ «Ορέστη» στην Κύπρο, πολλοί Κύπριοι -το σίριαλ είναι πολύ δημοφιλές και εκεί- ζητούσαν να κοπεί η σειρά, επειδή ο αληθινός είχε μιμηθεί τον τηλεοπτικό.
Η αλήθεια είναι ότι η δράση του σίριαλ κίλερ είχε αρχίσει πριν από το «Τατουάζ», ο Νίκος Πολυδερόπουλος όμως που υποδυόταν με μεγάλη επιτυχία τον «Ορφέα», μπορεί να βάλει αυτή την οργισμένη αντίδραση στο βιογραφικό του. Οποιος είχε την ατυχία να δει από κοντά έναν άνθρωπο που του γυρνάει το μάτι και αλλάζει χαρακτήρα και χαρακτηριστικά από τη μια στιγμή στην άλλη, είναι σίγουρο ότι βλέποντας τα ξεσπάσματα του συγκεκριμένου ηθοποιού σκέφτηκε «είναι πολύ καλός ο άτιμος…».
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της σειράς του Ανδρέα Γεωργίου, ήταν η ενασχόλησή της με πολύ φλέγοντα ζητήματα του αστυνομικού ρεπορτάζ. Μέσα από την αστυνόμο «Τατιάνα Δαμιανού» (Χρύσα Παππά) – καμία σχέση με τις γραφικότητες των «μπάτσων» του Φώσκολου -, πέρασαν αυτά τα δύο χρόνια ιστορίες πραγματικά βγαλμένες από τη ζωή. Τράφικινγκ γυναικών, dark web, κύκλωμα παιδικής πορνογραφίας, κύκλωμα της «Μπλε Φάλαινας», εκβιασμοί κοριτσιών για ροζ βίντεο που συχνά τα οδηγούσαν στην αυτοκτονία, εθισμός στην κοκαϊνη, εμπόριο όπλων, κτλ, κτλ.
Και όλα αυτά περασμένα με έναν τρόπο πολύ αληθοφανή, που μαρτυρούσε ότι η ομάδα σεναριογράφων ξεκοκκαλίζει το αστυνομικό ρεπορτάζ όχι κάποιας άλλης, αλλά της δικής μας χώρας.
Εντάξει, σίγουρα υπήρχαν και πολλά κλισέ, και κάποιες γραφικότητες που σε πετούσαν εκτός. Οπως για παράδειγμα, επειδή το σίριαλ γυριζόταν σε μεγάλο βαθμό στην Κύπρο, οι 9 στους 10 κομπάρσοι ήταν Κύπριοι που δεν μπορούσαν να μαλακώσουν την έντονη κυπριακή προφορά τους. Ηταν πολύ αστείο για παράδειγμα να ακούς το παιδάκι του Γκλέτσου και της Παπούλια να τους απαντάει σε βαριά κυπριακά, λες και το είχαν υιοθετήσει. Το ίδιο συνέβαινε και με όλους τους κακοποιούς, σερβιτόρους και γείτονες των πρωταγωνιστών.
Ο «Ντάνος» του «Survivor» που προστέθηκε στο καστ, υποδυόταν τον εαυτό του, ή τον εαυτό που θέλει να περάσει προς τα έξω: το καλό παιδί και άξιο παλικάρι, που γυμνάζεται, κάνει ιππασία, πιάνει την πέτρα και στην στίβει και έχει καλό σκοπό για τη γυναίκα που αγαπάει. Στα πρώτα επεισόδια μάσαγε τόσο πολύ τις λέξεις, που δεν καταλάβαινα τι έλεγε. Σταδιακά, η άρθρωση κάπως βελτιώθηκε και δεν χρειαζόταν υπότιτλους ή μεταγλώττιση, ενώ ομολογώ, πως είχε κάποιες πολύ φυσικές αντιδράσεις, που συχνά εκλείπουν από επαγγελματίες ηθοποιούς που χάνονται στο υπερπαίξιμο και στον στόμφο.
Τέλος λοιπόν το «Τατουάζ». Σε ένα prime time παραδομένο σε ριάλιτι και βαρετές ταινίες, έδωσε κάτι διαφορετικό στον φθαρμένο τηλεοπτικό χάρτη. Στο φινάλε, ο καθένας πήρε αυτό ακριβώς που του άξιζε. Οι «καλοί» παντρεύτηκαν, οι «κακοί» πέθαναν και κάποια θύματα περιστάσεων πήγαν φυλακή. Στην τελευταία σκηνή, οι πρωταγωνιστές ευτυχισμένοι και απαλλαγμένοι από τα 7 κακά της μοίρας τους που τους βρήκαν τα δύο τελευταία χρόνια, αγκαλιάστηκαν και επιδόθηκαν σε ένα greek syrtaki.
Ναι. Αυτό θύμιζε χιλιομασημένη παλιά ελληνική ταινία. Αλλά θα μου λείψει αυτό το καρό τραπεζομάντηλο που έστρωνε ο Παύλος (Γιώργος Παρτσαλάκης) και η Μάρθα Μελά (Ελίνα Ακριτίδη) στην ταβέρνα τους στην Αίγινα. Κάποιες σειρές, ακόμη κι αν δεν βραβευθούν ποτέ με Emmy, σου κρατούν καλή συντροφιά. Μάλλον ήρθε η ώρα να βγω «για ποτάκι».