Μπορούσαν να υπάρξουν ακραία επικοινωνιακά-πολιτικά φαινόμενα μέσα στις γιορτές; Απ’ ό,τι φαίνεται, αν ο κίνδυνος είναι σοβαρός, μπορούν όντως να γεννηθούν μέσα από τη ραστώνη. Κάπως έτσι, ολόκληρος ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ παράτησε τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα και έπεσε με δύναμη στα πληκτρολόγια για να αποτρέψει κάτι που στην Κουμουνδούρου περιγράφουν ακόμη και ως «εθνική προδοσία».
Σε τι ακριβώς σινίσταται αυτή η «εθνική προδοσία»; Στο ενδεχόμενο να επιστρέψουν στην Αθήνα τα Γλυπτά του Παρθενώνα μετά από μια συμφωνία με το Βρετανικό Μουσείο.
Πώς μας προέκυψε αυτό; Αρχικά από τις διαρροές που έκανε πιθανότατα ο ίδιος ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Όσμπορν στον βρετανικό Τύπο. Στη συνέχεια το Βρετανικό Μουσείο επιβεβαίωσε αυτό που ξέρουμε: γίνονται συζητήσεις.
Πώς αντέδρασε η Αθήνα; Στην αρχή διέψευσε τις διαρροές του Οσμπορν ότι είμαστε κοντά σε συμφωνία και στη συνέχεια ξεκαθάρισε ότι τα Γλυπτά είναι κλεμμένα και ότι δεν ανήκουν στο Βρετανικό Μουσείο.
Αρκούσαν αυτά για να μείνει ανενεργή η μηχανή της τραμπικής συνωμοσιολογίας από την Κουμουνδούρου; Δεν αρκούσαν. Όχι γιατί παρέπεμπαν όντως σε κάποιον… κίνδυνο για το έθνος των Ελλήνων αλλά γιατί η αγωνία στον ΣΥΡΙΖΑ μήπως και συμβεί κάτι θετικό σε ένα ζήτημα που αγγίζει την καρδιά κάθε Έλληνα ήταν πολύ μεγάλη για να επιτρέψει την συνέχιση του εφησυχασμού. Κι αν μια στο εκατομμύριο γίνει η «στραβή»; Αυτό προφανώς ζύγισαν και έτσι άρχισε το τραμπικό γαϊτανάκι.
Καταρχάς, το ίδιο το κόμμα άρχισε να χρεώνει τις διαρροές των Βρετανών στην ελληνική κυβέρνηση (η οποία τις διέψευδε) αντιστρέφοντας την πραγματικότητα. Στη συνέχεια, έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου ότι το υπουργείο Πολιτισμού —παρότι εκείνο το διέψευσε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο— θα αναγνωρίσει έμμεσα ή άμεσα δικαίωμα ιδιοκτησίας των Γλυπτών στο Βρετανικό Μουσείο. Υποστήριξε, επίσης, ο ΣΥΡΙΖΑ ότι όλο αυτό είναι προεκλογικό κόλπο του Μητσοτάκη παρότι είναι γνωστό εδώ και μήνες ότι η αίθουσα που φιλοξενεί τα Γλυπτά θα κλείσει για ανακαίνιση και ως εκ τούτου ο Οσμπορν έθεσε αυτό το ορόσημο.
Πέρα από την προπαγάνδα ένα είναι βέβαιο. Η μόνη συμφωνία που μπορεί να υπάρξει —και αυτή είναι ως φαίνεται η βάση πάνω στην οποία διερευνά το θέμα η ελληνική πλευρά— είναι η ακόλουθη: Επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα με την Ελλάδα να μην αναγνωρίζει ιδιοκτησία στο Βρετανικό Μουσείο και τους Βρετανούς να μιλούν για επ’ αόριστον δανεισμό και παράλληλα αποστολή σημαντικών αρχαιοτήτων στη Βρετανία, τα οποία θα ανανεώνονται στο πλαίσιο, εκ περιτροπής, περιοδικών εκθέσεων.
Γιατί, λοιπόν, τέτοια αγωνία από τον ΣΥΡΙΖΑ; Πέρα από το προφανές (ότι τυχόν επιστροφή θα ενισχύσει την εικόνα της κυβέρνησης) υπάρχει και το ζήτημα του υποδείγματος. Αν κάποια στιγμή συμβεί μία τόσο σοβαρή εξέλιξη που θα είναι βασισμένη σε μέθοδο, προγραμματισμό, σοβαρότητα και σκληρή δουλειά, θα δημιουργήσει τεράστιο θέμα για το κόμμα. Μερικά χρόνια μετά το 2015, πολλοί θα θυμηθούν ότι δεν πας και πολύ μακριά με την καφενειακή συνωμοσιολογία και βλέποντας παντού εχθρούς στο σύγχρονο κόσμο. Ούτε με τον μικρομεγαλισμό του «μάθε μπαλίτσα από τον άρχοντα» που συμβόλισε και συμβολίζει ο Τσίπρας.
Γι’ αυτό ας θεωρήσουμε βέβαιο ότι ακόμη κι αν βρεθεί μια φόρμουλα με το Βρετανικό Μουσείο για την επανένωση των Γλυπτών —χωρίς υποχρέωση να τα επιστρέψουμε ποτέ σε αυτούς που τα έκλεψαν— η στάση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αλλάξει. Διότι είναι υπαρξιακή η αγωνία να υπερασπιστεί το υπόδειγμά του, τον γραφικό του χαρακτήρα στο σύγχρονο κόσμο.
Επομένως ας μην εκπλαγούμε αν δούμε τα Γλυπτά να φτάνουν στην Αθήνα και κάποιους να μαζεύονται φωνάζοντας «προδοσία». Ακόμη και να καταγγέλλουν την κυβέρνηση ότι ξεπουλήθηκε στην αποικιοκρατία. Το δεύτερο, οι αντιδράσεις δηλαδή, είναι αυτή τη στιγμή πολύ πιο σίγουρες από το πρώτο. Δυστυχώς.