Μια σειρά λογικών ερωτημάτων έχει κολλήσει στο μυαλό μου. Αυτά που κάνει σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ευεργετικά εν πολλοίς για την τσέπη του μέσου πολίτη, γιατί άραγε δεν τα έκανε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ; Την άρση των capital controls ας πούμε, τη μείωση του ΕΝΦΙΑ σε μεγαλύτερο ποσοστό απ’ αυτό που είχε υποσχεθεί ο Τσίπρας ή τις 120 δόσεις με ελάχιστο ποσό μηνιαίως τα 20 ευρώ. Διότι δεν άλλαξαν τόσο πολύ και προς το καλύτερο τα δεδομένα της οικονομίας μέσα σε δυο καλοκαιρινούς μήνες, ας είμαστε σοβαροί.
Θα μου πείτε πως είχαν άλλη φιλοσοφία, διαφορετική απ’ αυτήν του Κυριάκου. Εστω, αλλά πόσο διαφορετική διάολε; Τόσο ώστε να μη βλέπουν τα αυτονόητα; Είχαν επίσης ιδεοληψίες. Και αυτό είναι παραπάνω από βέβαιο, αλλά ποια ιδεολογική τους εμμονή άραγε υπηρετούσε η διατήρηση των capital controls; Συμπαθάτε με, αλλά δεν τη βλέπω. Γιατί από πέρυσι τον Αύγουστο, που οι ίδιοι όρισαν ως ορόσημο της οικονομικής μας ελευθερίας, δεν προχώρησαν σε γενναίες μειώσεις φόρων; Δεν γίνεται να μην το είχαν σκεφτεί, η πίεση που δέχτηκαν τον τελευταίο χρόνο για τη φορομπηχτική τους πολιτική ήταν τεράστια.
Διάβαζαν τις δημοσκοπήσεις. Εβλεπαν ότι η φορολογία και το γενικό σούρσιμο της οικονομίας ήταν η αχίλλειος πτέρνα τους. Σύσσωμη η αντιπολίτευση τους πίεζε τρομερά σε αυτά τα μέτωπα. Εβλεπαν ότι το εκλογικό σώμα είχε αλλάξει τις προτεραιότητές του και ότι το δίπτυχο «φορολογικές ελαφρύνσεις – διευκόλυνση των επενδύσεων» είχε μπει πρώτο στην λίστα των λαϊκών απαιτήσεων. Και αφού, όπως αποδεικνύεται σήμερα, υπήρχε δημοσιονομικός χώρος να κάνουν έστω το πρώτο, γιατί αδράνησαν; Ειδικά αφού ήταν φανερό πως οι δανειστές δεν είχαν (ούτε έχουν) αντίρρηση για οτιδήποτε, αρκεί να είχαν εξασφαλίσει ότι οι δόσεις τους θα πληρωθούν.
Θα μου ξαναπείτε ότι η στόχευση τους ήταν άλλη: Μεγάλα υπερπλεονάσματα που θα γίνονταν επιδόματα για εξαγορά κοινωνικών στρωμάτων. Πόσο μεγάλα όμως; Χθες άκουγα τον κ. Κουτεντάκη από το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής, που έλεγε ότι φέτος τα υπερπλεονάσματα θα ξεπερνούσαν το 5,5%. Που ήθελαν να τα πάνε δηλαδή; Στο 10%; Με ποιον πολιτικό στόχο; Αντί μια δέκατη τρίτη σύνταξη μέσα στον Μάιο, να έδιναν μια ακόμα δέκατη τέταρτη τον Αύγουστο και μια δέκατη πέμπτη του Αγίου Νικολάου; Δεν το πιστεύω, αυτό ξεπερνά κάθε οικονομική και πολιτική λογική. Δεν θα έβγαζε πουθενά.
Αρα που καταλήγουμε; Γιατί άφησαν την ΝΔ προεκλογικά να κάνει παιχνίδι ανενόχλητη, ενώ μετεκλογικά της παρέδωσαν και τον δημοσιονομικό χώρο για να υλοποιήσει τις υποσχέσεις της; Τι στο καλό, τυφλοί ήταν; Ιδανικοί αυτόχειρες μήπως; Κανονικά, οι καίριες αυτές απαντήσεις θα έπρεπε να αποτελούν τον κορμό της εσωκομματικής συζήτησης του ΣΥΡΙΖΑ για τα αίτια της ήττας. Ας μην περιμένουμε όμως πολλά από κει, δεν τους βλέπω διατεθειμένους να την κάνουν στα σοβαρά αυτή την συζήτηση. Ήδη έχουν βαφτίσει ως «καταστροφική εσωστρέφεια» κάθε αναφορά στα κυβερνητικά πεπραγμένα τους, εκτός κι αν είναι απολύτως δοξαστική.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη τρεις είναι οι πιθανές απαντήσεις, δίχως να αποκλείεται κάποιος συνδυασμός τους. Πρώτον, ως κυβέρνηση έγιναν πολύ γρήγορα καθεστωτικοί και αρτηριοσκληρωτικοί, ανήμποροι να προσαρμόζονται στα καινούρια δεδομένα που προκύπτουν και να αλλάζουν με ταχύτητα τις ρότες που είχαν παγιώσει από παλιότερα. Δεν μπορούσαν να στρίψουν εύκολα το καράβι ακόμα κι αν έβλεπαν ότι ο βράχος έρχεται κατά πάνω τους. Το παθαίνουν αυτό οι κυβερνήσεις, αλλά συνήθως στην δεύτερη ή στην τρίτη τετραετία.
Δεύτερον, είναι πολύ πιθανό ο Ευκλείδης Τσακαλώτος να μην ήταν και τόσο οικονομικό τσακάλι όσο ήθελε να εμφανίζεται. Με δεδομένη την ασχετοσύνη του Τσίπρα περί των οικονομικών, η οικονομική συνταγή της κυβέρνησης ήταν έμπνευση και ολοκληρωτική ευθύνη του Τσακαλώτου. Πιθανότατα ο Ευκλείδης δεν πήρε χαμπάρι τι είχε συμβεί στην ελληνική κοινωνία μετά το δεύτερο μισό της κυβερνητικής θητείας, δεν είχε αντιληφθεί ούτε το κοινωνικό μπούκωμα από την υπερφορολόγηση, ούτε την απέχθεια των παραγωγικών στρωμάτων για την επιδοματική στρατηγική του. Θεώρησε ότι ήταν στραβός ο γιαλός, όχι ότι αυτός αρμένιζε στραβά.
Τρίτον, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας δεν έκατσε ποτέ σοβαρά να δει τα δεδομένα της μάχης στην οποία έμπαινε. Αυτοεγκλωβισμένος στην αίγλη του άχαστου, πίστεψε ότι με λίγα λεφτουδάκια, με κινήσεις στο επίπεδο της επικοινωνίας και με την προσωπική του εκρηκτικότητα, θα ξανακέρδιζε άλλη μια φορά. Στην πραγματικότητα, βαθιά μέσα του δεν πίστευε ότι υπάρχει πιθανότητα να χάσει, οπότε δεν έβλεπε και καμιά ανάγκη να αλλάξει την πολιτική του. Ένα 500άρικο πριν από τις εκλογές, η επιστράτευση του μπαμπούλα της ακροδεξιάς, ο τεχνητός διεμβολισμός του ΠΑΣΟΚ με υπουργοποιήσεις παλιών στελεχών και το δικό του πολιτικό άστρο θα τον ξανάκαναν πρωθυπουργό. Αυτή η σιγουριά άλλωστε, δεν εξηγεί μόνο την αδράνεια του στα οικονομικά, αλλά και το μέγα λάθος του να μην κάνει τις εθνικές εκλογές μαζί με τις υπόλοιπες.