Απόψεις

Γιατί ο Σαμαράς δεν «έγινε» Καραμανλής

Ο πρώην Πρωθυπουργός ποτέ δεν υπήρξε μια εύκολη υπόθεση για τη ΝΔ – και τα τελευταία χρόνια, το στίγμα του υπήρξε σταθερά απέναντι στο φιλελεύθερο-κεντρώο προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ομως, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του στην ηγεσία της παράταξης, η ομιλία του στο «Παλλάς» δεν προσέφερε «τίτλους» στον ΣΥΡΙΖΑ
Αλέκος Παπαναστασίου

Η πολιτική, όπως και η ζωή, είναι γεμάτη αντιφάσεις. Και όταν έρχεται η στιγμή ένας πρώην Πρωθυπουργός, που είχε πάντα «γωνίες» στον λόγο και τη διαδρομή του, να μας καλέσει ο ίδιος, στα 71 χρόνια του, να δούμε συνολικά την πορεία του, το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον. Διότι η εκδήλωση για τη δημιουργία του ιδρύματος του Αντώνη Σαμαρά —πέραν των όσων περίεργων και μη είπε— ήταν από μόνη της μια αφορμή να ανακεφαλαιώσουμε. 

Ποια είναι έως τώρα η κληρονομιά του Σαμαρά; Υπάρχει ένα στοιχείο στη διαδρομή ενός πολιτικού που υπήρξε πρωταγωνιστής σε δύο περιόδους με έντονα πολιτικά πάθη (σχηματικά το 1993 και τα χρόνια των μνημονίων) που να υπερβαίνει την πόλωση ανάμεσα στις διαφορετικές οπτικές γωνίες;

Με την απόσταση του χρόνου, σαφώς και υπάρχει, και δεν εντοπίζεται ούτε στο Μακεδονικό ούτε ευρύτερα στα εθνικά θέματα, ούτε στο Μεταναστευτικό, στα ζητήματα δηλαδή όπου η διαδρομή και οι σημερινές θέσεις του κ. Σαμαρά εξακολουθούν να ηλεκτρίζουν φίλους και αντιπάλους —αν σε όσα είπε στο «Παλλάς» διαβάζεις στα λόγια του λίγο από τραμπική ρητορική, δεν διαβάζεις και εντελώς λάθος.

Πέρα όμως από κάθε αμφισβήτηση, ο ιστορικός του μέλλοντος και ένας νηφάλιος σχολιαστής τού σήμερα θα αναγνωρίσουν ότι η πιο ουσιαστική συνεισφορά του ήταν η δημοσιονομική προσαρμογή της περιόδου 2012-2014, της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, αντικειμενικά της πιο δύσκολης κυβερνητικής θητείας της μεταπολιτευτικής περιόδου. 

Εντάξει, και σε αυτή την ενότητα υπήρξαν αντιφάσεις και λάθη: από το ότι ο κ. Σαμαράς αντιτάχθηκε στο πρώτο μνημόνιο —γεννώντας το αντιμνημονιακό ρεύμα που τόσο ταλαιπώρησε τη χώρα— και ότι βιάστηκε να ρίξει την κυβέρνηση του Λουκά Παπαδήμου, έως το ότι ως Πρωθυπουργός πήγε και έκλεισε την ΕΡΤ, δημιουργώντας ένα αχρείαστο διαπαραταξιακό μέτωπο κατά της κυβέρνησής του. Ομως την περίοδο εκείνη, από τον Ιούνιο του 2012 ως τον Ιανουάριο του 2015, «απαντήθηκε» τελικά κάτι αληθινά σημαντικό. Στο ερώτημα αν ο κ. Σαμαράς, αλλά και ο συγκυβερνών Βαγγέλης Βενιζέλος είχαν ή όχι το «μέταλλο» να πουν την αλήθεια και να λάβουν μέτρα εξαιρετικά αντιδημοφιλή υπό τη διαρκή απειλή της χρεοκοπίας, η απάντηση δόθηκε: το είχαν. 

Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να τους σπιλώσει με κάθε τρόπο, από δημοσιεύματα, έως άφθονες κάλπες στη Βουλή για τη Novartis. Γιατί είχαν ήδη διαμορφώσει —αυτοί, του «παλιού» πολιτικού συστήματος— τις προϋποθέσεις για να περάσει η χώρα στην επόμενη ημέρα. 

Αυτό φυσικά δεν βόλευε τον ΣΥΡΙΖΑ που έκανε δύο απλά πράγματα, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε εγκαινιάσει τη δική του περίοδο πολιτικής κυριαρχίας:

♦ Πρώτον, ξήλωσε ένα μέρος της προσπάθειας ρίχνοντας ξανά τη χώρα στην άβυσσο, ώστε να σκαρφαλώσουμε και πάλι τον Γολγοθά ενός ακόμη μνημονίου.

♦ Δεύτερον, προσπάθησε να παρουσιάσει τον κ. Σαμαρά και τον κ. Βενιζέλο ως απατεώνες και αργυρώνητους. Γιατί πολύ απλά είχαν ήδη κάνει τη δύσκολη δουλειά της αποφυγής της οικονομικής –και πιθανότατα εθνικής– κατάρρευσης. 

Αυτό είναι το βασικό στοιχείο της πολιτικής διαδρομής του κ. Σαμαρά, που ακόμα δεν του αναγνωρίζεται (καθώς «καλύπτεται» από την πόλωση που προκαλούν οι θέσεις του στα εθνικά) και αυτό που τον διαφοροποιεί ουσιωδώς από τον Κώστα Καραμανλή —τον Προκόπη Παυλόπουλο δεν χρειάζεται να τον αναφέρουμε, δεν είναι ώρα για αστεία.

Διότι αν ο κ. Καραμανλής σηματοδότησε —ή έστω θα έπρεπε να σηματοδοτεί— λόγω της εγκληματικής δημοσιονομικής ανευθυνότητας κατά την περίοδο 2004-2009 την πορεία προς τη χρεοκοπία, ο κ. Σαμαράς σηματοδοτεί την αντίστροφη τάση: αφού ξεπέρασε τις παιδικές ασθένειες του αντιμνημονιακού οίστρου, συνειδητοποίησε τι έπρεπε να κάνει για να σωθεί η χώρα και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με το να λέει πολλές φορές «πατρίδα» και να υπόσχεται δωρεάν wi-fi, το έκανε.

Το βράδυ της Τετάρτης, μιλώντας ενώπιον 1.500 ανθρώπων στο «Παλλάς», ο κ. Σαμαράς είχε κατά νου τούς θεμελιώδεις κάβους της διαδρομής του και όχι ακριβώς να πάρει ρεβάνς από την Ιστορία με μια ομιλία ενώπιον και του κ. Καραμανλή, αλλά και του Κυριάκου Μητσοτάκη, την κυβέρνηση του πατέρα του οποίου είχε ρίξει το 1993.

Θύμισε μεταξύ άλλων ότι η Χρυσή Αυγή βρέθηκε στη φυλακή επί των ημερών του μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Και ότι το 2012, το 80% των αναλυτών ανέμεναν τη χρεοκοπία της χώρας: η Ελλάδα πέρασε τον κάβο χάρη σε εκείνη την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου.

Από το Μακεδονικό ως τον Παΐσιο

Οχι ότι ο κ. Σαμαράς είναι μια εύκολη περίπτωση για τη ΝΔ, ιδίως στα χρόνια του Κυριάκου Μητσοτάκη. Τα τελευταία χρόνια το στίγμα από τις παρεμβάσεις του πρώην Πρωθυπουργού υπήρξε σταθερά διακριτό και σταθερά απέναντι στο κεντρώο και (πολιτικά) φιλελεύθερο προφίλ του νυν Πρωθυπουργού. Για παράδειγμα, η άρνησή του να ψηφίσει τις συμβάσεις για τη Βόρεια Μακεδονία και η διαφοροποίησή του στα Ελληνοτουρκικά, με τη συνέντευξή του στην Καθημερινή το 2021: «Οι διερευνητικές ακυρώνουν κάθε συζήτηση για κυρώσεις στην Τουρκία».

Ακόμη και η αποστροφή του στο τελευταίο συνέδριο της ΝΔ ότι «μας εγκαρδιώνει, ότι εκατομμύρια Ελληνες παρακολουθούν τη ζωή του Αγίου Παϊσίου στην τηλεόραση» συνιστά διαφοροποίηση από το κλίμα και το πολιτικό ύφος Μητσοτάκη. Ιδίως αν τη συνδυάσει κανείς με τα καρφιά για τους «Ποταμίσιους» που φωτογραφίζουν συνεργάτες του πρώην Πρωθυπουργού στο σημερινό Μέγαρο Μαξίμου. 

Αντιπροσωπεύει όμως αυτή η ιδεολογική, πολιτική ακόμη και αισθητική οπτική γωνία του κ. Σαμαρά ένα κομμάτι της Νέας Δημοκρατίας. Και μάλιστα ένα κομμάτι —κάποιοι θα το έλεγαν «υπερβολικά δεξιό»— που η ΝΔ δεν έχει την πολυτέλεια να το χάσει.

Τα όσα είπε όμως στο «Παλλάς» είχαν ένα ουσιώδες μήνυμα: ενότητα. Αυτή ήταν η ουσία και όχι οι όποιες αιχμές για το ζήτημα των υποκλοπών και οι επισημάνσεις για τα εθνικά θέματα, το Μεταναστευτικό και την οικονομία.

Το ενωτικό στοιχείο προέκυψε άλλωστε από το στήσιμο της εκδήλωσης και την ταξιθεσία στην πρώτη σειρά των καθισμάτων του «Παλλάς», όπου ο κ. Μητσοτάκης και κ. Σαμάρας κάθισαν δίπλα ο ένας στο άλλο και πολύ κοντά τους, ο κ. Καραμανλής. Παρόντες στα μπροστινά καθίσματα ο Λουκάς Παπαδήμος, ο Βαγγέλης Βενιζέλος και ο Παναγιώτης Πικραμμένος —το «μέτωπο της λογικής», θα έλεγε κάποιος. Οι περισσότεροι έπαιξαν ρόλο (μικρότερο ή μεγαλύτερο) και κατέβαλαν τίμημα (μικρότερο ή μεγαλύτερο όπως ο κ. Παπαδήμος) για την αποτροπή της χρεοκοπίας την ώρα που ξεσάλωνε ο λαϊκισμός.

Η διαφορά λοιπόν του κ. Σαμαρά με τον κ. Καραμανλή τα τελευταία χρόνια είναι ότι το στίγμα των παρεμβάσεών του δεν είναι έτοιμο να παρκαριστεί στον τίτλο της «Αυγής». Ούτε να γίνει tweet από λούμπεν στοιχεία της ΝΔ που έκαναν τα τελευταία χρόνια «έναρξη επαγγέλματος» ως πολιτικοί εκφραστές μιας ιδιότυπης συριζαϊκής-καραμανλικής παράταξης. Οσους δηλαδή ευδοκιμούν στα social media και στην πλατεία Κολωνακίου με «αντάρτικα» τραγούδια για τις «χρυσές εποχές» Τσίπρα-Καμμένου-Παυλόπουλου.

Κάπως έτσι, και η βραδιά της Τετάρτης δεν πρόσφερε «τίτλους» στον ΣΥΡΙΖΑ ούτε στους «επιτηδευματίες» του Κολωνακίου.

Τα πώς και τα γιατί έχουν να κάνουν προφανώς με την επιλογή του κ. Σαμαρά να παίξει αυτόν τον ρόλο.

Το πολιτικό ρεπορτάζ θα μπορούσε να προσθέσει και τις γέφυρες που έριξε η πλευρά του Πρωθυπουργού, συνυπολογίζοντας τους κόμπους που λέγεται ότι δημιούργησε στις σχέσεις Μητσοτάκη-Σαμαρά κυρίως η επιλογή του Επιτρόπου της Ελλάδας στην ΕΕ και δευτερευόντως αυτή του προσώπου για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, για μια άλλη φορά…