Η μέθοδος της στρουθοκαμήλου δίπλα σε μια χύτρα που πάει να σκάσει σπανίως αποδίδει αποτελέσματα. Και όταν κάποιοι θάβουν το κεφάλι στην άμμο περιμένοντας ίσως κάποιο θαύμα, οι υπόλοιποι είναι υποχρεωμένοι να ασχοληθούν με τη χύτρα.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στην κυβέρνηση και αποτελεί μια από τις παραμέτρους της κυοφορούμενης απόφασης του Πρωθυπουργού να κινηθεί πριν από τις αποφάσεις των Ευρωπαίων που συνεδριάζουν στο τέλος του μήνα, με μια ευρεία παρέμβαση για τους λογαριασμούς του ρεύματος. Μια παρέμβαση, σύμφωνα με πληροφορίες, η οποία θα προστεθεί σε όσα – εξτρά κοστοβόρα για το ταμείο του κράτους- ήδη εφαρμόζονται αλλά δεν επαρκούν για να ανακουφίσουν τους πολίτες από τα απανωτά ηλεκτροσόκ.
Οι αναλύσεις επί αναλύσεων, η υποτίμηση του προβλήματος και η θεολογική σχεδόν πίστη ότι αγορά θα δώσει τη λύση, την ώρα που οι πολίτες ζούσαν τα ηλεκτροσόκ από τους λογαριασμούς, κρίθηκαν ως… επιεικώς ανεπαρκή για το μέγεθος και τη φύση του προβλήματος με το ρεύμα. Γιατί όπως συνέβη και με την πανδημία, και αυτή η κρίση δεν είναι business as usual, και δεν αντιμετωπίζεται με συμβατικά όπλα.
Η βασική παράμετρος για την διαφαινόμενη ανάληψη του ρίσκου από τον Πρωθυπουργό είναι η υπερβολική καθυστέρηση για την απόφαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο την ώρα που οι πολίτες έχουν αγγίξει τα όριά τους.
Πρόκειται όμως για λελογισμένο ρίσκο. Για τρεις λόγους:
Πρώτον, γιατί η πιστοποιημένη και με τη σφραγίδα της Eurostat υπέρβαση του στόχου του 2021, δίνει χώρο 2,6 δισ. ευρώ που έχει μεν ενσωματωθεί στον συμπληρωματικό Προϋπολογισμό (για ήδη δρομολογημένα μέτρα ανακούφισης) αλλά από αυτά τα 2,6 δισ. απομένει ένα σημαντικό ποσό, περίπου 1,4 δισ. που μπορεί να αξιοποιηθεί για επιπλέον μέτρα.
Δεύτερον, γιατί η όποια κίνηση θα γίνει με ενήμερους τους Ευρωπαίους και σε ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης, ένα χαλί που στρώθηκε τις τελευταίες ημέρες, από το τρίπτυχο: ανακοινώσεις της Eurostat για υπέρβαση του στόχου το 2021 – αναβάθμιση της χώρας από της Standard & Poor’s – πετυχημένη (για τα δεδομένα της συγκυρίας) έξοδος στις αγορές με 7ετές ομόλογο.
Τρίτον, και ίσως κυριότερο, η εκτίμηση ότι μετά τη νίκη του Μακρόν και τις εκβιαστικές κινήσεις της Ρωσίας για το αέριο (μετά και από το κόψιμο της παροχής σε Πολωνία και Βουλγαρία) οι Ευρωπαίοι φαίνεται ότι επιτέλους θα κινητοποιηθούν και θα εφαρμόσουν κάποιο μοντέλο ανακούφισης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων όπως ζητούν με ενιαία φωνή εδώ και καιρό οι χώρες του Νότου. Αν αυτό συμβεί, το εθνικό κόστος θα καλυφθεί από την ευρωπαϊκή πρωτοβουλία και κυρίως θα φύγει από τη μέση ο βασικός πονοκέφαλος: ο κίνδυνος η στήριξη κατά των αυξήσεων να πρέπει να συνεχιστεί με μεγάλα ποσά που ξεπερνούν τις αντοχές κάθε προϋπολογισμού επί πολλούς μήνες. Γιατί είναι σαφές πως αν τελείωνε ακόμη και αύριο ο πόλεμος στην Ουκρανία, κάτι που δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα, οι πληθωριστικές συνέπειες της αναταραχής θα συνεχίζονταν για αρκετό καιρό ακόμα.
Η ιδιοτέλεια του «δεν πληρώνω»
Μια ακόμη παράμετρος είναι ο κίνδυνος να θεριέψει μια ιδιοτελής αλλά δοκιμασμένη εκδοχή του λαϊκισμού: το «δεν πληρώνω». Το προηγούμενο κύμα «δεν πληρώνω» μπορεί να βοήθησε την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία αλλά είχε πολύ περισσότερους χαμένους από ό,τι κερδισμένους. Γιατί μπορεί η Εκάλη να ψήφισε τον Τσίπρα για να καταργήσει τον ΕΝΦΙΑ, αλλά όσοι δεν πλήρωσαν τους λογαριασμούς ΔΕΗ ή τον φόρο για τα ακίνητα περιμένοντας τις δικαστικές αποφάσεις έμειναν χωρίς ρεύμα και με χρέη στην εφορία.
Συμπέρασμα; Τις σκόπιμες παλαβομάρες τύπου «δεν πληρώνω», όσο κι αν εξαργυρώνονται στην κάλπη από εκείνους που τις οργανώνουν, τις πληρώνουν στο τέλος οι πιο αδύναμοι. Και, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω για να κινηθεί πριν είναι αργά ένας Πρωθυπουργός όταν βλέπει ότι το πράγμα πάει να ξεφύγει.