Τελευταία κυκλοφορεί ένας προπαγανδιστικός μύθος που θίγει εκατομμύρια συμπατριώτες μας. Ο μύθος λέει ότι όσοι στηρίζουν την Συμφωνία των Πρεσπών είναι άνθρωποι μετριοπαθείς, λογικοί, φιλελεύθεροι, φωτισμένοι, ευρωπαϊστές και προοδευτικοί —καλοί άνθρωποι, με δυο λόγια—ενώ όσοι της αντιτίθενται είναι φανατικοί, παράλογοι, προγονόπληκτοι, ακραίοι, σκοταδιστές, γενικώς οπισθοδρομικοί, συντηρητικοί, ίσως και αρτηριοσκληρωτικοί, υπερεθνικιστές, ακροδεξιοί, φασίστες ενίοτε —με άλλα λόγια κακοί άνθρωποι ή, επιεικέστερα, υπανάπτυκτοι κάφροι.
Ο μύθος αυτός αρχικά καθοδηγείται από τα υπόγεια του Μαξίμου και προωθήθηκε ως στοιχείο της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ για να διασπάσει τη Νέα Δημοκρατία, αναδεικνύοντάς την σε ακροδεξιό κόμμα. Αυτό απέτυχε, αλλά ο μύθος παραμένει σε κυκλοφορία, προσπαθώντας να διασπάσει την Κεντροαριστερά.
Αλλά δυστυχώς, πέραν των κυβερνητικών δημιουργών του, ο μύθος βρίσκει ανταπόκριση και σε ανθρώπους που δεν είναι ούτε οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ανόητοι, ούτε κακοπροαίρετοι άνθρωποι. Πολλοί καλοί μου φίλοι, άνθρωποι που εκτιμώ και σέβομαι για το ήθος και τη νοημοσύνη τους, είναι υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό — άποψή τους. Αλλά στενοχωριέμαι όταν κάποιοι από αυτούς υποστηρίζουν ότι όλοι όσοι αντιτίθενται στη Συμφωνία ανήκουν στις ως άνω, σκοταδιστικές κατηγορίες. Υπ᾽όψη, οι φίλοι μου υποστηρικτές της Συμφωνίας δεν είναι αφελείς, ούτε παρασύρθηκαν από τους προπαγανδιστές του Μαξίμου. Απλώς, κάποια τους αντανακλαστικά κούμπωσαν με στοιχεία της κυβερνητικής ρητορικής που υποστηρίζει τις Πρέσπες.
Εγώ, πάντως, το δηλώνω: είμαι εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ευτυχώς, τους φίλους μου που είναι υπέρ της Συμφωνίας δεν χρειάζεται να τους πείσω ότι δεν είμαι φανατικός, υπερεθνικιστής, ακροδεξιός, παλιόμουτρο ή διανοητικώς ανάπηρος. Το ξέρουν γιατί με ξέρουν καλά, και με τιμούν με την εμπιστοσύνη τους. Τη θέση μου αυτή, κατά της Συμφωνίας, πιστεύω κατά συνέπεια ότι την αποδίδουν σε κάποιο μου κουσούρι, ίσως και στην αντιπάθειά μου στην παρούσα κυβέρνηση —την οποία παρεμπιπτόντως, κάποιοι από αυτούς συμμερίζονται. Μπορεί να θεωρούν ότι στο συγκεκριμένο αυτό θέμα η αντιπάθειά μου με τυφλώνει, και με κάνει αντί να χτυπάω το γαϊδούρι να χτυπάω το σαμάρι, δηλαδή αντί να κατηγορώ τον ΣΥΡΙΖΑ κατηγορώ τη Συμφωνία. (Παρεμπιπτόντως, αν είχα ένα τέτοιο δίλημμα, κυριολεκτικό όχι μεταφορικό, σαφώς θα προτιμούσα να χτυπήσω το σαμάρι: αγαπώ πολύ τα γαϊδουράκια.)
Αλλά οι υπέρ της Συμφωνίας φίλοι μου συνεχίζουν να με αγαπούν, παρά το κουσούρι ή το λάθος μου, βάσει της αρχής «αγάπα τον φίλο σου με τα ελαττώματά του». Τους ευχαριστώ γι᾽αυτό. Αλλά θέλω παρά ταύτα να εξηγήσω δημόσια την άποψή μου για τη Συμφωνία, και για τους φίλους μου υποστηρικτές της, αλλά και για όλους τους άλλους, είτε είναι υπέρ της Συμφωνίας και έχουν ακόμη κάποια διάθεση να συζητήσουν, είτε είναι κατά, αλλά νοιώθουν μειονεκτικά, διστακτικοί ή και αδύναμοι να το εκφράσουν, για να μη θεωρούν φανατικοί, υπερεθνικιστές, κ.λπ.
Ξεκινώ λέγοντας ότι έχω δηλώσει από την αρχή της συζήτησης για το θέμα, προ έτους περίπου (εδώ), ότι πιστεύω σε δυο πράγματα που ίσως φαίνονται σε κάποιους αντιφατικά. Συγκεκριμένα:
α) Πιστεύω ήδη από τη δεκαετία του 1990 ότι η αποδοχή της μεικτής ονομασίας για την ΠΓΔΜ, erga omnes, θα είναι επιτυχία για την Ελλάδα. Και το πιστεύω ακόμη περισσότερο όσο περνά ο χρόνος, καθώς ζω μεγάλο μέρος του χρόνου και ταξιδεύω στο εξωτερικό. Ο λόγος είναι απλούστατος και πηγάζει από την πραγματικότητα: αυτή τη στιγμή, όλες οι μεγάλες δυνάμεις, ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, οι περισσότερες κυβερνήσεις του πλανήτη, και η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών όλων των χωρών, αποκαλούν τη γείτονα απλώς «Μακεδονία». Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς εύκολα, βλέποντας τι γίνεται εκτός Ελλάδος, αλλά και παρακολουθώντας τη διεθνή επικαιρότητα, από την πολιτική αρθρογραφία, τις ειδήσεις στην τηλεόραση ή το διαδίκτυο, μέχρι την τελευταία στήλη κουτσομπολιού και την καθημερινή συνομιλία απλών ανθρώπων. Σήμερα η ονομασία «Μακεδονία» για τη γείτονα είναι διεθνώς στάτους κβο—αυτό είτε μας αρέσει είτε όχι. Η υποχώρηση λοιπόν από αυτή την κατάσταση, έστω και αν μείνει μόνο στα επίσημα έγγραφα της συγκεκριμένης χώρας, των διεθνών οργανισμών και των ξένων κυβερνήσεων, θα είναι μεγάλη επιτυχία. (Γιατί επί της ουσίας, πιστεύω ότι τουλάχιστον για πολλά χρόνια, στην καθημερινή πρακτική οι περισσότεροι ξένοι θα συνεχίσουν να αναφέρονται στη γείτονα ως «Μακεδονία», όποια συμφωνία και να κάνουμε —οι συνήθειες πεθαίνουν πολύ δύσκολα). Το να πετύχουμε τη μετονομασία της χώρας στα επίσημα όργανα δεν είναι διόλου αμελητέο. Είναι ένα βήμα προς τα μπρος: από το σκέτο «Mακεδονία» στο «Μακεδονία-και-κάτι-άλλο» λογίζεται σαφέστατα ως επιτυχία.
β) Πιστεύω όμως ταυτόχρονα ότι, από την στιγμή που το ζήτημα ήρθε ξανά στην επικαιρότητα πρόσφατα, ύστερα από ξένη πίεση, που εκμεταλλεύτηκε τη διαλλακτικότητα του πρωθυπουργού Ζάεφ, ο χειρισμός του θέματος από την κυβέρνηση Τσίπρα ήταν εξ αρχής άθλιος, και παρέμεινε, γινόμενος αθλιότερος όσο περνάει ο καιρός. Κι αυτό γιατί αντί ο Πρωθυπουργός —που με το πρώτο ενικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί τελευταία στην ομιλία του δείχνει πως θέλει πλέον να χρεώνεται όλες τις πράξεις της κυβέρνησής του στο ακέραιο— να αναγνωρίσει στο θέμα της ονομασίας τη μεγάλη ευκαιρία να κινηθεί στην εθνικά σωστή κατεύθυνση, βάσει της παραπάνω επισήμανσης (α), το εργαλειοποίησε κομματικά εξ αρχής.
Αυτό το έκανε για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, κομματικής εκμετάλλευσης, παλαιοπολιτικούς όσο δεν παίρνει άλλο: πρωτίστως για να καταφέρει να πλήξει τη Νέα Δημοκρατία, ιδανικά προσάπτοντάς της την ταμπέλα της «ακροδεξιάς» που βολεύει τη νέα ρητορική του και, δευτερευόντως, εκ του περισσού, να βλάψει άλλα μικρότερα κόμματα. Αυτό ήταν ολέθριο λάθος του, πιστεύω. Γιατί με τον τρόπο που επέλεξε να πολιτευτεί στο θέμα, αντί να επιδιώξει, και πιθανότατα να καταφέρει, μια κοινή εθνική γραμμή, που θα οδηγούσε σε μια συμφωνία απολύτως αξιοπρεπή για την Ελλάδα, δημιούργησε περισσότερους και φανατικότερους εσωτερικούς εχθρούς.
Δυστυχώς, επιβεβαίωσε ό,τι χειρότερο ξέραμε γι᾽αυτόν: αντιμετώπισε το θέμα της επίλυσης ενός ευαίσθητου διακρατικού ζητήματος με όλη την ανευθυνότητα, ιδιοτέλεια και ανεπάρκεια που πηγάζει από τις περιορισμένες δυνατότητες που χαρακτηρίζουν και τον ίδιο, και το στελεχικό δυναμικό του κόμματός του. Αντί δηλαδή να επιστρατευθεί για τη βέλτιστη συμφωνία ο ελληνικός πολιτικός και διπλωματικός κόσμος, με την πρωτοκαθεδρία μεν της κυβέρνησης, αλλά συντεταγμένος και ομονοών, την διαπραγμάτευση την έκαναν ο Τσίπρας, ο Κοτζιάς, ο Κατρούγκαλος, και οι χαμηλοτάτου επιπέδου διπλωματικοί τους σύμβουλοι, έχοντας για να τους σιγοντάρουν στα θεωρητικά, και να τους λιβανίζουν γενικότερα, οι ελάχιστου πνευματικού αναστήματος διανοούμενοι του κόμματός τους, καθώς και διάφοροι ιδεοληπτικοί αριστεροί κομματάνθρωποι. To αποτέλεσμα ήταν ανάλογο των πρωτομαστόρων του.
Για τη σημερινή μορφή της Συμφωνίας φταίει απολύτως η κυβέρνηση ή, αφού του αρέσει τόσο το πρώτο ενικό, ο Πρωθυπουργός.
Η Συμφωνία όχι μόνο δεν είναι η καλύτερη δυνατή, αλλά μάλλον είναι η χειρότερη δυνατή, στα πλαίσια που έθεσαν οι ξένοι σύμμαχοι. Κι αυτό γιατί αντί να ξεκινήσουμε, ως οφείλαμε, από την αντικειμενική αλήθεια της παραδοχής (α) περί του ότι σήμερα το «Μακεδονία» αποτελεί στάτους κβο —και δεν υπάρχει σοβαρός πολιτικός που να μην ξέρει ότι αυτή είναι αντικειμενική— και να φροντίσουμε με κάποιο απλό αντάλλαγμα να το ανατρέψουμε, περάσαμε στα πολιτικά παιχνίδια που μας δέσμευσαν στη σημερινή συμφωνία, σχεδιασμένη στα Σκόπια, με τις πλάτες κάποιων διεθνών υποστηρικτών τους.
Η συμφωνία είναι άθλια όχι γιατί αναγνωρίζει το «Βόρεια Μακεδονία» ως erga omnes ονομασία της ΠΓΔΜ, αλλά γιατί από εκεί και πέρα είναι απολύτως μαξιμαλιστική
Το αποτέλεσμα αυτό έγινε εφικτό χάρη σε έναν Τσίπρα που από τη μια έβλεπε ακροδεξιούς ανεμόμυλους στη Νέα Δημοκρατία (η αντιληπτική του ικανότητα δεν ήταν καλύτερη από του Δον Κιχώτη), και από την άλλη έκανε, όπως όλα τα τελευταία χρόνια, σε κάθε θέμα της εθνικής πολιτικής, καθετί το δυνατό για να μην στενοχωρήσει τις δυνάμεις στις οποίες προσβλέπει, καλώς ή κακώς, για τη μακροβιότητά του, Αμερική, Γερμανία, Γαλλία, ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ενωση. Και ενώ προσωπικά δεν έχω τίποτε εναντίον της Αμερικής, της Γερμανίας, της Γαλλίας, του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης —τουναντίον— δεν θεωρώ ότι η κάθε επιθυμία τους πρέπει να είναι προσταγή μας, ούτε ότι και πρέπει να χάνουμε την ορθοκρισία μας και την εθνική μας αξιοπρέπεια, από την πρεμούρα μην τυχόν και τους δυσαρεστήσουμε. Ούτε βέβαια και να βαράμε προσοχές, σε κάθε επιταγή τους.
Θέλοντας ο Τσίπρας από τη μια να ευχαριστήσει πάση θυσία τους ξένους καθοδηγητές-υποστηρικτές του και από την άλλη να διαλύσει, καθώς πιστεύει, την αντιπολίτευση, κατέληξε σε μια άθλια συμφωνία. Και η συμφωνία είναι άθλια όχι γιατί αναγνωρίζει το «Βόρεια Μακεδονία» ως erga omnes ονομασία της ΠΓΔΜ, αλλά γιατί από εκεί και πέρα είναι απολύτως μαξιμαλιστική, προς όφελος της άλλης πλευράς, δίνοντας γην και ύδωρ, ενώ θα μπορούσε να προσφέρει απλώς ένα κομμάτι ψωμί. Και με αυτό το κομμάτι ψωμί, μικρό, αλλά ουσιαστικό και θρεπτικό, θα είχε καταφέρει το μέγιστο εθνικό καλό.
Εξαιρώ στη συνέχεια από τη συζήτησή μου την άθλια μεθόδευση, την εργαλειοποίηση, και την αναγωγή της Συμφωνίας από την κυβέρνηση, σε όργανο κομματικής μικροπολιτικής, και μιλώ μόνο για την ουσία.
Δύο ήταν οι αδιαμφισβήτητες εθνικές επιταγές που οδηγούσαν στην ανάγκη για μια κάποια συμφωνία που να καθιερώνει την μεικτή ονομασία της ΠΓΔΜ:
Η πρώτη ήταν αυτή που αναφέρθηκε παραπάνω (α), δηλαδή η ανατροπή του στάτους κβο, που τείνει να παγιωθεί, του να λέγεται η γείτων χώρα απλώς «Μακεδονία». Το να επιτευχθεί αυτό και μόνο θα ήταν επιτυχία, όχι τεράστια, όχι «κοσμοϊστορικής σημασίας» όπως αναφέρθηκε από υμνητές της κυβέρνησης —και αυτό γιατί δεν είναι τεράστιο ή κοσμοϊστορικής σημασίας το ζήτημα— αλλά χρήσιμη, προσφέροντας ένα μικρό κέρδος για μας, σε ένα θέμα που έχει χρονίσει.
Η δεύτερη εθνική ανάγκη μας, και πολύ σοβαρότερη, ήταν η είσοδος της γείτονος χώρας στο ΝΑΤΟ. Και ήταν και δική μας εθνική ανάγκη, εκτός από των γειτόνων, γιατί έτσι τορπιλίζονται τα επεκτατικά σχέδια της νέας ρωσικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Για τον λόγο αυτό, είχαμε και έχουμε κάθε λόγο να συνεργήσουμε στο να μπει η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, κι αυτό για λόγους δικούς μας, εθνικούς, ανεξάρτητους από κάθε δική της ωφέλεια. Αν δε το απαραίτητο τίμημα για αυτή την είσοδο ήταν η από μέρους μας αποδοχή μιας erga omnes μεικτής ονομασίας —έτσι είχε τεθεί, με αρκετή επίταση, από το ΝΑΤΟ— πιστεύω ότι η υποχώρηση άξιζε απολύτως τον κόπο.
Και εκεί ακριβώς τέλειωναν τα εθνικά μας οφέλη από τη συμφωνία, οφέλη που ευνοούν και τη γείτονα χώρα, επιτρέποντάς της να πραγματοποιήσει και τη δική της επιθυμία, να μπει στην Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Ολα τα άλλα όμως, από εκεί και πέρα, δηλαδή η είσοδος της ΠΓΔΜ στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι εμπορικές συναλλαγές της με γείτονες ή μη χώρες, η αντιμετώπιση των εσωτερικών της θεμάτων, οι διεθνείς της σχέσεις, οι ιδιομορφίες της ως εθνικής, πολιτισμικής, ιστορικής και γλωσσικής οντότητας, αφορούν την ίδια και μόνο. Η άποψη ότι για κάποιο λόγο έπρεπε να εμπλακούμε και εμείς στη λύση των θεμάτων αυτών ήταν εντελώς παράλογη, καθότι εντελώς περιττή. Καμία ξένη χώρα, και πάντως εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεν ορίζει για την Ελλάδα το πώς αυτοπροσδιορίζεται, και η Ελλάδα δεν ορίζει το πώς αυτοπροσδιορίζεται η όποια ξένη χώρα, πάντως εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Γιατί λοιπόν θα έπρεπε σώνει και καλά να το κάνουμε για την ΠΓΔΜ; Μοιάζει να μην το καταλαβαίνουμε αυτό το απλό πράγμα: είναι τελείως άλλο να κάνει κάτι μια άλλη χώρα με τη θέλησή της και μόνο, και τελείως άλλο να το κάνει με την έγκριση και την υπογραφή μας. Στην πρώτη περίπτωση, είναι υπεύθυνη για την πράξη της. Στη δεύτερη, είμαστε συνεργοί της.
Ενας αγαπημένος φίλος μου, διακεκριμένος συνταγματολόγος, αγνός δημοκράτης, έλεγε ότι «όσο πιο σύντομο είναι το σύνταγμα μιας χώρας, τόσο πιο καλό είναι». Το αντίστοιχο πιστεύω ισχύει και για τις διεθνείς συμφωνίες, ιδιαίτερα όταν η μία πλευρά (η ελληνική, εν προκειμένω) είχε στο συγκεκριμένο θέμα δύο και μόνο δύο στόχους: την erga omnes μεικτή ονομασία (αντί του απλού «Μακεδονία») και την είσοδο της γείτονος στο ΝΑΤΟ.
Τίποτε άλλο δεν χρειαζόταν ως εθνική μας συμφωνία για το Σκοπιανό, από τον να συναινέσουμε σε μια erga omnes μεικτή ονομασία, ώστε να μπει η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Κάθε πρόσθετη αράδα που μπήκε στη συμφωνία, ήταν εθνικά επιζήμια
Γιατί μπήκαν όλα τα άλλα λοιπόν που —ας μη γελιόμαστε— αυτά είναι που κυρίως δημιουργούν και όλες τις εσωτερικές πολιτικές έριδες στο ζήτημα; Γιατί έχουμε μια συμφωνία από τέσσερις πυκνογραμμένες σελίδες εφημερίδας, που κάθε ένας της όρος, σχεδόν, ευνοεί και προωθεί συμφέροντα της ΠΓΔΜ, και όχι δικά μας; Είναι πολύ απλό: γιατί η συμφωνία έγινε από ατζαμήδες, μαθητευόμενους μάγους, ανθρώπους που δεν νοιάστηκαν, που δεν ξέρουν και δεν μπορούν να υπηρετήσουν το μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον, αλλά ξέρουν πολύ καλά να ικανοποιούν το ταχύτερο δυνατό τις απαιτήσεις των ξένων καθοδηγητών-υποστηρικτών τους, οδηγημένοι από το φόβο μη χάσουν την εξουσία, αλλά και από την επαρχιώτικη ξιπασιά τους, ότι τάχα «γράφουν ιστορία», ταυτόχρονα κατατροπώνοντας, όπως φρονούν αφελώς, τους πολιτικούς τους αντιπάλους, βαφτίζοντας τους αντιτιθέμενους στη βλαβερή στη συνθετότητα και στη έκτασή της συμφωνία «ακροδεξιούς», και αδιαφορώντας επιδεικτικά για τα δυόμιση εκατομμύρια συμπολιτών μας, κατοίκων της πολύπαθης ελληνικής Μακεδονίας που τους θίγει βαθιά, και εύλογα, το να αναγνωρίζεται η μακεδονική ιδιότητα και γλώσσα ως ιδιοκτησία άλλων, όχι δική τους. Και μάλιστα με δική μας υπογραφή—αυτή είναι που τους θίγει.
Είναι τόσο απλό, στα αλήθεια: τίποτε άλλο δεν χρειαζόταν ως εθνική μας συμφωνία για το Σκοπιανό, από τον να συναινέσουμε σε μια erga omnes μεικτή ονομασία, ώστε να μπει η ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Κάθε πρόσθετη αράδα που μπήκε στη συμφωνία, ήταν εθνικά επιζήμια.
Αλλά τι να καταλάβει ο Τσίπρας από τέτοια πράγματα, μέσα στην αλαζονεία και την ανεπάρκειά του; Πώς να εννοήσει το απλό, όταν ήθελε τα ταρατατζούμ και τις φιέστες, για να παραστήσει τον μεγάλο διεθνή ηγέτη;
Ομολογώ ότι δεν περίμενα καλύτερα από αυτόν και την παρέα του. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχω λόγο να δείξω κατανόηση στην ανευθυνότητα με την οποία οδήγησαν τη χώρα σε μια συμφωνία εθνικά επιβλαβή. Οι αρχοντοχωριάτες της καλής συμπεριφοράς είναι αντικείμενο γέλωτος στα σαλόνια της αριστοκρατίας, ωραίο θέμα για να γράφει κωμωδίες ο Μολιέρος. Αλλά στα μέγαρα της εξουσίας, οι αρχοντοχωριάτες της πολιτικής δεν είναι αστείοι. Αντίθετα, μπορούν να είναι και καταστροφικοί.