Ακουσα το παραδοσιακό μικρασιάτικο «Κούπες», σε διασκευή της Μαρίνας Σάττι, ένα βράδυ της καραντίνας που είχα τα νεύρα μου. Πάντα η μουσική είναι το ηρεμιστικό μου, ένα είδος διαλογισμού με τον οποίο το μυαλό σταματά να σκέφτεται, καθώς αφοσιώνεται στον ήχο και στον στίχο. Εκείνη τη νύχτα άκουσα πάνω από δέκα φορές το τραγούδι και κάπως έτσι την αγάπησα, γιατί κατάφερε να λειτουργήσει κατευναστικά επάνω στο φουρτουνιασμένο θυμικό μου.
Την ήξερα φυσικά από τη «Μάντισσα», με την οποία έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό το 2017, προσαρμόζοντας έναν πολυφωνικό ηπειρώτικο ήχο σε μια σύγχρονη ηχητική εκδοχή, η οποία γινόταν ακόμα πιο ενδιαφέρουσα με το μονοπλάνο βιντεοκλίπ. Η ρυθμική μελαγχολία της μελωδίας του παραδοσιακού ντυνόταν οπτικά με μια σύγχρονη εικόνα και η αντίθεση σε ξάφνιαζε ευχάριστα.
Μια παρέα νέων κοριτσιών περιφέρεται χορεύοντας μέσα στο πολύπαθο αστικό τοπίο του αθηναϊκού κέντρου και η Σάττι τραγουδά τους υπερβατικούς στίχους «Θα πετώ για να σε βρω…» (μουσική και στίχοι ανήκουν στην ίδια και στον Μιχάλη Κουινέλη). Μάλλον έχετε δει το βίντεο, άλλωστε μετράει 55 εκατομμύρια προβολές έως τώρα και έφερε αυτό το κορίτσι στο κέντρο της προσοχής μας, ως ένα ιδιαίτερο μουσικό φαινόμενο που σμίγει την ποπ με το παραδοσιακό.
Η κριτική που έχει δεχτεί η μουσική της δεν είναι, βέβαια, πάντα θετική. Οσοι στέκονται πιο αυστηρά απέναντί της, θεωρούν ότι είναι ένα ταλαντούχο πλάσμα με σκαμπανεβάσματα, του οποίου η απήχηση οφείλεται περισσότερο στη δύναμη του διαδικτύου. Αρκετοί βρίσκουν στα τραγούδια της μια εμπνευσμένη σύνθεση χρόνων και πολιτισμών, άλλοι θεωρούν ότι ως καλλιτέχνης πατάει πάνω σε κλισέ, ενώ και η ταυτότητα την οποία χτίζει δεν είναι ξεκάθαρη.
Οπως και να το δει κανείς, όμως, η Μαρίνα Σάττι κάνει γκελ. Και δεν το κάνει επειδή απλώς είναι μια όμορφη, νέα κοπέλα ή επειδή χορεύει καλά ή ακολουθεί τις μόδες. Εχει ξεκάθαρα μια καλλιτεχνική δυναμική, στη μουσική και στην εικόνα της, η οποία δημιουργεί μια δράση-αντίδραση στο κοινό. Μπορεί να τη λατρέψεις, μπορεί να τη μισήσεις, μπορεί να αναρωτιέσαι αν σου αρέσει τελικά ή όχι, πάντως δεν θα σε αφήσει αδιάφορο. Και ναι, κάνει ένα ελκυστικό πάντρεμα παρόντος και παρελθόντος, ποιοτικού και εμπορικού, τι καλύτερο από αυτό;
Η επιλογή της για τη φετινή Eurovision είναι μάλλον μια από τις καλύτερες που έκανε η ΕΡΤ τα τελευταία χρόνια. Σίγουρα πιο σοφή επιλογή από την περσινή του άπειρου Βίκτωρα Βερνίκου, ο οποίος φαινόταν εξαρχής αδύναμος για να σταθεί επάνω στη σκηνή. Η Μαρίνα Σάττι, αντιθέτως, είναι στέρεα, έμπειρη και εμπνευσμένη, με μια πορεία πίσω της κατά την οποία έχει αποδείξει ότι μπορεί να κάνει το κοινό να την ακούσει και να την προσέξει.
Είναι, επίσης, μια εύστοχη πρόταση εκ μέρους της χώρας, μιας και ο ήχος που τη χαρακτηρίζει εμπεριέχει στοιχεία της παράδοσής μας, ντυμένα με τη στολή της γενιάς της. Είναι ένα εξελιγμένο βαλκανικό έθνικ, ένας ήχος που θα μπορούσε να ντύσει την ταινία μιας εικοσάχρονης εκδοχής του Κουστουρίτσα, το οποίο μπορούν, όχι απλώς να καταλάβουν οι νέοι, αλλά και να ταυτιστούν μαζί του, να το τραγουδήσουν και να το χορέψουν.
Απ’ όσα γνωρίζουμε, η διαδικασία της επιλογής τραγουδιού έχει ξεκινήσει και το στοίχημα εδώ είναι να βρεθεί ένας ήχος σαν κι αυτούς που έκαναν τη Μαρίνα Σάττι viral, συνδυάζοντας τόσο πετυχημένα ετερόκλητα στοιχεία. Κάτι που προήλθε από τα δικά της πολυπολιτισμικά βιώματα, μιας και ο πατέρας της είναι Σουδανός και η μητέρα της Ελληνίδα.
Οπως έχει πει σε συνεντεύξεις, από πολύ μικρή άρχισε να περπατά σε μουσικά μονοπάτια. Στα εφτά της ξεκίνησε σπουδές στο κλασικό πιάνο, συμμετείχε σε χορωδίες και στην εφηβεία της έκανε κλασικό τραγούδι. Σπουδάζοντας αργότερα στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ξεκίνησε παράλληλα να σπουδάζει υποκριτική και τζαζ μουσική ενώ αργότερα πήρε υποτροφία στο Μουσικό Κολλέγιο του Μπέρκλεϊ, για σπουδές ενορχήστρωσης και παραγωγής. Το 2016 έβγαλε το single «Θα σπάσω κούπες», μια πρωτότυπη διασκευή του παραδοσιακού σμυρναίικου τραγουδιού.
Εναν χρόνο αργότερα, η «Μάντισσα» την έφερε στην κορυφή των charts και της εξασφάλισε διεθνή συνεργασία με τη δισκογραφική εταιρεία Universal Music στο Βερολίνο. Έχει ιδρύσει το πολυφωνικό σχήμα «fonés» και τη γυναικεία χορωδία «chóres», ενώ έχει και πολλές θεατρικές συνεργασίες, ως ηθοποιός και μουσικοσυνθέτης.