Αντιμέτωπη με ένα φαινόμενο που απασχόλησε (πρώτα από όλους) την αμερικανική κοινωνία τα χρόνια διακυβέρνησης του Μπάιντεν, και στο τέλος έκρινε το αποτέλεσμα υπέρ του Τράμπ, βρίσκεται και η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Το φαινόμενο αποκαλείται στη γλώσσα των ειδικών «οικονομική κατάθλιψη» η οποία διακατέχει όλο και ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, όταν την ίδια ώρα η οικονομία, όπως προκύπτει από όλους τους δείκτες, βελτιώνεται και μάλιστα αισθητά.
Με άλλα λόγια το ΑΕΠ, δηλαδή η πίτα των εισοδημάτων, αυξάνεται, οι μισθοί ξεπάγωσαν από το 2019 και μετά και αυξήθηκαν τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στο δημόσιο τομέα, τα φορολογικά βάρη για τις επιχειρήσεις και τους ιδιοκτήτες ακινήτων μειώθηκαν.
Και όμως, η πλειονότητα των Ελλήνων αισθάνεται ότι η οικονομική τους θέση επιδεινώθηκε, ότι έγιναν φτωχότεροι. Ισως η απάντηση βρίσκεται στην επίμονη ακρίβεια και τον πληθωρισμό, ο οποίος ναι μεν κάμπτεται σε όλη την Ευρώπη, αλλά με βραδύτερο ρυθμό στην Ελλάδα, μάλλον όμως η ρίζα του φαινομένου εντοπίζεται στα δεινά των μνημονίων.
Την περασμένη δεκαετία κόπηκαν ο 13ος και ο 14ος μισθός για 700.000 δημοσίους υπαλλήλους και 2,4 εκατομμύρια συνταξιούχους οι οποίοι αισθάνονται ακόμη και σήμερα ότι «οι περιορισμοί μνημονιακού χαρακτήρα δεν έχουν λήξει» για αυτούς.
Και είναι γεγονός ότι η μισθωτή εργασία, ακριβώς λόγω του εκρηκτικού πληθωρισμού της τελευταίας τριετίας, μείωσε την αγοραστική δύναμη των μισθωτών και των συνταξιούχων, καθώς οι αυξήσεις που δόθηκαν δεν κάλυψαν το σύνολο των απωλειών.
Την ανάλυση αυτή των δεδομένων της οικονομίας που δείχνουν ότι ο προϋπολογισμός του κράτους υπεραποδίδει (μέχρι τέλος Οκτωβρίου είχε πρωτογενές πλεόνασμα 13 δισ. ευρώ όπως ανακοίνωσε τη Δευτέρα το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας) και των προϋπολογισμών των νοικοκυριών που παραμείνουν «ελλειμματικοί» για τις οικογένειες στις οποίες δεν εργάζονται και οι δύο σύζυγοι, ή μένουν στο ενοίκιο καθώς εκεί εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα, αντιλήφθηκε ο πρωθυπουργός ο οποίος στο υπουργικό Συμβούλιο της Δευτέρας είπε ότι «η τόνωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών είναι μονόδρομος για την κυβέρνηση».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατέστησε σαφές ότι προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται συνδυασμός πολιτικών παρεμβάσεων σε τρεις κατευθύνσεις:
- Την τιθάσευση του πληθωρισμού και την πάταξη της αισχροκέρδειας
- Τη μείωση των φορολογικών συντελεστών για μισθωτούς, συνταξιούχους και την επονομαζόμενη «μεσαία τάξη»
- Τις αυξήσεις των μισθών και των αποδοχών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, εξαντλώντας τα περιθώρια που δίνει ο προϋπολογισμός και η βελτίωση της παραγωγικότητας.
Πότε όμως σήμανε ο συναγερμός προκειμένου να δοθεί έμφαση σε αυτές τις πολιτικές:
Την περασμένη εβδομάδα η Eurostat δημοσίευσε τους δείκτες του subjective poverty (της «υποκειμενικής φτώχειας») για τις χώρες της ΕΕ για το έτος 2023. Πρόκειται για δείκτες αυτοκατάταξης, δηλαδή μας υποδεικνύουν ποιο ποσοστό του πληθυσμού της κάθε χώρας θεωρεί τον εαυτό του φτωχό.
Η Ελλάδα είναι μακράν η πρώτη χώρα σε αυτή την κατάταξη με ποσοστό 67% (βλ. Διάγραμμα 1, πηγή Eurostat):
Πέρα όμως από τις αντιλήψεις (self-perception, την αντίληψη των πολιτών) σε ό,τι αφορά τον δείκτη subjective poverty rate, υπάρχει και η αντικειμενική μέτρηση της φτώχειας, όπως την παρουσιάζει η Eurostat με τον δείκτη persons at risk of poverty (πρόσωπα που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας).
Για το 2023, παρατηρούμε τα εξής:
♦ Κατά μέσο όρο, συνολικά, τόσο στην ΕΕ όσο και στην ευρωζώνη, το subjective poverty είναι οριακά υψηλότερο από τον επίσημο δείκτη φτώχειας. Δηλαδή, ενώ σύμφωνα με την Eurostat το πραγματικό ποσοστό φτώχειας στην ΕΕ είναι 22,5%, οι ευρωπαίοι πολίτες δηλώνουν φτωχοί κατά 24,8%. Πρόκειται για ένα bias (μια υποκειμενική οπτική) 2,3 ποσοστιαίων μονάδων, ή περίπου 10% του πραγματικού μεγέθους. Ανάλογο μικρό bias υπάρχει και στην Ευρωζώνη.
Στα καθ’ ημάς, ενώ στον πραγματικό δείκτη φτώχειας είμαστε οι όγδοοι φτωχότεροι στην ΕΕ με ποσοστό 18,9%, είμαστε μακράν οι πρώτοι στον υποκειμενικό δείκτη αυτοκατάταξης ως φτωχοί, με ποσοστό 67,1%! Δηλαδή, ενώ στην ΕΕ το bias αυτοκατάταξης είναι 10%, στην Ελλάδα είναι 355%.
Για να γίνει αυτό πιο κατανοητό: στην ΕΕ, για κάθε 100 ανθρώπους που δηλώνουν φτωχοί, οι 90 είναι πραγματικά φτωχοί. Στην Ελλάδα, για κάθε 100 ανθρώπους που δηλώνουν φτωχοί, πραγματικά φτωχοί (με βάση τη στατιστική και όχι όσα αισθάνονται και δηλώνουν οι πολίτες) είναι οι 28. Η δεύτερη χώρα μετά την Ελλάδα με τέτοια απόκλιση στον αυτοπροσδιορισμό της οικονομικής κατάστασης, είναι η Σλοβακία, όπου για κάθε 100 ανθρώπους που δηλώνουν φτωχοί, πραγματικά φτωχοί είναι οι 49.
Ο πίνακας της Eurostat παρουσιάζει τις αποκλίσεις ανάμεσα στην αίσθηση της φτώχειας (subjective proverty) και στον επίσημο δείκτη για τον κίνδυνο φτώχειας:
Ορισμένα άλλα, πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία: υπάρχουν και χώρες που είναι πιο φτωχές από ό,τι νομίζουν, και ακόμα πιο ενδιαφέρον, είναι όλες βόρειες: πρωταθλητές στωικότητας (δηλαδή χώρα όπου αυτοί που δηλώνουν φτωχοί είναι λιγότεροι από τους πραγματικά φτωχούς) είναι το Λουξεμβούργο, και ακολουθούν οι Εσθονία, Σουηδία, Λιθουανία, Ολλανδία, Φινλανδία, Γερμανία και Αυστρία.
Πρωταθλητές αυτογνωσίας αναδεικνύονται οι Δανοί, όπου η διαφορά μεταξύ των δύο μεγεθών είναι σχεδόν μηδέν, ενώ πολύ κοντά στο μηδέν βρίσκονται οι Ιταλοί και οι Μαλτέζοι.
Και τέλος, γενικά μιλώντας, οι χώρες όπου δηλώνουν πιο φτωχοί από ό,τι πραγματικά είναι περιλαμβάνουν τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, αρκετές πρώην ανατολικές χώρες (εκτός Βαλτικής) και τη Γαλλία.
Η Ελλάδα είναι μια κατηγορία από μόνη της
Σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν είναι μια εξαθλιωμένη χώρα όπου 70% του πληθυσμού ζει σε συνθήκες φτώχειας. Και όμως, οι Ελληνες αυτό πιστεύουν. Αυτό με τη σειρά του δηλώνει δύο πράγματα, τα οποία πιθανότατα συμβαίνουν ταυτόχρονα:
Η αρνητική εμπειρία της μεγάλης κρίσης της περασμένης δεκαετίας έχει πολύ ισχυρή μνήμη, έχει σημαδέψει την εθνική κοινωνική ψυχολογία. Αυτό δεν αποκλείεται καθόλου να συμβαίνει στην πράξη, και παρατηρείται και σε όλες τις χώρες που την περασμένη δεκαετία πέρασαν από μνημόνια (βλ. Κύπρος, Ιρλανδία και Πορτογαλία).
Στην Ελλάδα βεβαίως, η εμπειρία εκείνη ήταν πολύ πιο επώδυνη, μακρά σε διάρκεια, οπότε πιθανότατα άφησε πολύ μεγαλύτερο κατάλοιπο ατομικής κατάθλιψης.
«Κλειδί» οι μεταρρυθμίσεις
Από εκεί και πέρα, προκειμένου να αλλάξει η εικόνα, αλλά, κυρίως, η πραγματικότητα, πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, γιατί πράγματι υπάρχουν πάρα πολλά προβλήματα που κρατάνε τη χώρα πίσω. Η δε αντίληψη ότι οι πολίτες κακώς δεν βλέπουν την ανάπτυξη που καταγράφεται στους δείκτες είναι –όπως είδαμε και στις ΗΠΑ– μια συνταγή πολιτικής καταστροφής.