Ολοι ρωτούν γιατί έπεσε ο Μπόρις Τζόνσον. Ο άνθρωπος που κέρδισε τις εκλογές στην Βρετανία με το μεγαλύτερο ποσοστό που πήραν ποτέ οι Συντηρητικοί (Τόρηδες) από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Ας το πάμε λοιπόν σπονδυλωτά, για να φτάσουμε εύκολα στην αδιαμφισβήτητη απάντηση, που είναι μία και σαφής: γιατί είναι ψεύτης!
Ο Τζόνσον άρχισε την Παρασκευή την πρώτη ημέρα της τελευταίας του πρωθυπουργικής φάσης ονοματίζοντας νέο υπουργικό συμβούλιο, έχοντας ανακοινώσει την Πέμπτη την πρόθεσή του να παραιτηθεί και από Πρωθυπουργός.
Τονίζω το πρόθεση, γατί ο Τζόνσον είναι απρόβλεπτος, και ο λόγος του δεν έχει κανένα ISO αξιοπιστίας. Όχι μόνο τώρα – ανέκαθεν. Περιγράφεται από εχθρούς, αλλά πλέον και από φίλους, ως ένας εντελώς αναξιόπιστος πρωθυπουργός.
Οι ηγετικές του ικανότητες περιορίζονται κυρίως στην πλούσια αλλά και αχαλίνωτη προσωπικότητά του – ό,τι και αν σημαίνει αυτό – παρά σε ρεαλιστικές πολιτικές προσεγγίσεις και πράξεις. Ακόμα και η διαχείριση της πανδημίας, ιδίως το εμβολιαστικό του πρόγραμμα, που το αναφέρει συνεχώς τώρα στα επιτεύγματά του, και είναι, μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι κόλλησε κορονοϊό ο ίδιος, νόσησε βαριά, εισήχθη στην Εντατική του Νοσοκομείου Σεντ Τόμας, φοβήθηκε και κατάλαβε ότι δεν είναι … αστείο.
Ήταν, δηλαδή, μια αναγκαστική κωλοτούμπα υγείας. Γιατί μέχρι τότε ήταν στο ίδιο άρμα με τα άλλα ιερά τέρατα του λαϊκισμού, τον Αμερικανό Ντόναλντ Τραμπ και τον Βραζιλιάνο Χαΐρ Μπολσονάρο, που πίστευαν και διαλαλούσαν ότι η Covid-19 ήταν μόνο μια απλή γρίπη.
… και φουλ λαϊκιστής
Ο Μπόρις Τζόνσον λοιπόν είναι, εκτός από ψεύτης και λαϊκιστής. Αλλά με έναν ιδιότυπο, δικό του βρετανικό τρόπο και στιλ, με τα ωραία και με τα άσχημά του. Είναι ευφυής, με τρόπο όμως, σχεδόν αυτό-υπονομευτικό. Έχει χιούμορ, που όταν πίνει, και πίνει, γίνεται χοντροκομμένο. Είναι πολύ Βρετανός, very British, που σημαίνει πολλά πράγματα, καλά κυρίως, αλλά ας μη τα αναλύσουμε τώρα. Τέλος, παρόλο που ήταν ένα από τα «Πρόσωπα του Brexit», δεν υπήρξε ποτέ άγρια εθνικιστής σαν τον Νάϊτζελ Φαράζ για παράδειγμα, που ευτυχώς πλέον εξαφανίστηκε. Ήταν, και παραμένει, διασκεδαστικά και αφελώς εκκεντρικός.
Λαϊκιστής, όμως, επαναλαμβάνω πως ήταν φουλ, κι ας υπάρχει ταυτόχρονα μια ακαδημαϊκή πλευρά του εαυτού του που αντιφάσκει με αυτό!
Θυμόμαστε το «όλη η Ευρώπη θα πλημμυρίσει από εκατομμύρια Τούρκους όταν μπουν στην ΕΕ, και θα έρθουν ελεύθερα και εδώ για να αλλοιώσουν τη χώρα μας». Όπως και εκείνη την άθλια καμπάνια, που έντυσε όλα τα διώροφα κόκκινα λεωφορεία του Λονδίνου με την επιγραφή-υπόσχεση «Στέλνουμε στην Ευρώπη κάθε χρόνο 350 εκατομμύρια λίρες. Αντ’ αυτού, ας χρηματοδοτήσουμε το δικό μας Εθνικό Σύστημα Υγείας, το NHS. Ψηφίστε “Φεύγουμε”».
Αποδείχτηκε ψέμα και αυτό. Όπως ψέμα ήταν και το ότι δεν γνώριζε τίποτα για τα «μεθυσμένα πάρτι» στην Ντάουνινγκ Στριτ 10, μέσα στο σκληρό λόκνταουν. Ψέμα και το ότι, όταν διόριζε πριν λίγες ημέρες ως αναπληρωτή κοινοβουλευτικό του εκπρόσωπο, τον βουλευτή Κρις Πίντσερ δεν ήξερε ότι, όπως προδίδει και το επώνυμό του, είχε το χούι να τσιμπάει τους πισινούς νεαρών ανδρών σε διάφορα πάρτι. (Πίντσερ-Pincher, σημαίνει αυτός που τσιμπάει ή κλέβει. Δηλαδή, ο «όρος» αναφέρεται και σε χρήματα και σε πισινούς!)
Τις τελευταίες τρεις ημέρες μιλάω ώρες ατέλειωτες ( Μου αρέσει πολύ αυτό το very British πολιτικο-θρίλερ ρεπορτάζ!), με φίλους συναδέλφους μου στο Λονδίνο, ρουφάω όλο το «υλικό» που εισπράττω, και συνδυάζοντας το και με τη δική μου γνώση, συνθέτω το προφίλ ενός ανθρώπου που δεν ήταν καθόλου μεθοδικός στη δουλειά του, που βαριόταν συχνά και πολύ, που έχει κακό χαρακτήρα και δεν έχει integrity, δηλαδή ακεραιότητα.
Σε ανατρέπουν οι δικοί σου
Ο πολιτικός που λέει ψέματα, όποια ιδεολογία και αν έχει, ή λέει ότι έχει, είναι αναξιόπιστος και κάποια στιγμή πέφτει. Πολλές φορές μάλιστα από τους δικούς του ανθρώπους – εκ των έσω. Αυτό ακριβώς έπαθε ο Μπόρις Τζόνσον. Ένας άνθρωπος αχαλίνωτος, απεριόριστος, με φοβερές γνώσεις, κυρίως ιστορικές, με πολύ υψηλό IQ, υπεροπτικός, ωραιοπαθής, ανεξέλεγκτος και αυτοκαταστροφικός.
Το ιστορικό βάθος του κοινοβουλευτισμού στη Βρετανία, επιτρέπει και επιβάλλει την εκ των έσω ανατροπή ηγετικών προσώπων, ιδίως όταν τεθούν θέματα ηθικής τάξεως ή και πολιτικής παρεκτροπής από θέσεις και δράσεις που έχουν πλειοψηφικά συμφωνηθεί. Η κομματική πειθαρχία, που στην Ελλάδα είναι σχεδόν «νόμος» και η παραβίασή της τιμωρείται με εξοστρακισμό και στιγματισμό, φτάνει μέχρι εκεί που δεν θα αποκαλυφθεί κανένα ψέμα, καμία κωλοτούμπα, καμία παραπλάνηση.
Δεν νομίζω ότι έχουμε ακούσει ως τώρα, ή θα ακούσουμε ποτέ στο δικό μας Κοινοβούλιο, ένα κορυφαίο στέλεχος της κυβέρνησης να λέει ανοικτά στον Πρωθυπουργό του καθαρές κουβέντες σαν και αυτές που είπε προχθές στο Ουέστμινστερ ο υπουργός Υγείας Σατζίντ Τζάβιντ στον Μπόρις Τζόνσον.
«Ξέρετε ότι υπήρξα πάντα ομαδικός παίκτης στη κυβέρνησής μας (…) Τώρα πια, σχοινοβατώντας μεταξύ αφοσίωσης και ακεραιότητας, η δουλειά μου έχει γίνει σχεδόν αδύνατη τους τελευταίους μήνες. Δεν θα ρισκάρω ποτέ να χάσω την ακεραιότητά μου (…). Πιστεύω ότι μία κυβέρνηση, μία ομάδα, είναι τόσο καλή, όσο καλός είναι και ο αρχηγός της και αντιστρόφως. Άρα, η αφοσίωση πρέπει να είναι αμφίδρομη. Τα γεγονότα των τελευταίων μηνών δυσκολεύουν όλο και πιο πολύ κάποιον που θέλει να παραμείνει στην ομάδα (…). Όταν βγήκαν οι πρώτες ιστορίες για τα πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ πέρυσι, είχα πειστεί με την διαβεβαίωση που μου έδωσαν οι αξιότιμοι φίλοι μου στα πιο υψηλά επίπεδα ότι “ δεν έγινε κανένα πάρτι στην πρωθυπουργική κατοικία και ότι δεν παραβιάστηκε κανένα μέτρο (covid). Έτσι έδωσα το «πλεονέκτημα της αλήθειας». Σας πίστεψα. Και έτσι, έκανα όλους εκείνους τους ενημερωτικούς κύκλους που ξέρετε, και διαβεβαίωνα ότι σύμφωνα με τις πιο υψηλές πηγές, δεν συνέβη τίποτα το μεμπτό. (…) Μετά όμως, ήρθαν κι άλλες ιστορίες….»
Η περίφημη έκθεση της Σου Γκρέι, ανώτατης δημόσιας λειτουργού που διερεύνησε όλα τα στοιχεία για «συναθροίσεις στην Νο.10», και αποφάνθηκε ότι υπήρξαν “πολλαπλές συνάξεις, στην κατοικία του Πρωθυπουργού, μέσα στην πανδημία, και κατέληξε μιλώντας για «σοβαρές, λανθασμένες κρίσεις σε ηγετικό επίπεδο».
Και πάλι ο Τζάβιντ «χάρισε» στον πρωθυπουργό του το … δικαίωμα να κάνει λάθος. Όμως πια, «έχω πειστεί ότι το πρόβλημα αρχίζει στην κορυφή, και δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει αν δεν αλλάξει η κορυφή!»
Game over!…
«Έχει τελειώσει! Δεν υπάρχει πια τρόπος να επιβιώσει μετά απ’ όσα έκανε και έγιναν», είπε ο Λόρδος Χέιζελταϊν, η παλιά, μεγαλοπρεπής φυσιογνωμία του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος, μιλώντας για το τελευταίο και, όπως αποδείχτηκε, ύστατο αυτογκόλ που έβαλε ο Μπόρις Τζόνσον. Είναι «μανούλα» σε τέτοιες καταστάσεις «ηθικών κρίσεων» στο κόμμα ο Μάικλ Χέιζελταϊν. Ας μη ξεχνάμε, λέει ο Γκουίν Ντάιερ, ανεξάρτητος δημοσιογράφος στο Λονδίνο, ότι αυτός στην ουσία έριξε το άλλο «ηρωικό πρόσωπο» του Συντηρητικού Κόμματος, την Μάργκαρετ Θάτσερ.
Την διαδέχτηκε ο Τζον Μέιτζορ, αφού αυτή αποσύρθηκε λίγο πριν από τον β’ γύρο της εκλογής, όπου είχε κερδίσει τον Χέιζελτάϊν. Η Θάτσερ έκρινε, και πείστηκε, ότι ακόμα κι αν κέρδιζε το κόμμα, το κλίμα είχε γυρίσει εναντίον της, και έφυγε «κυρία».
Τώρα ο Μέιτζορ είναι, μαζί με τον Χέιζελτάϊν, εκείνοι που απαιτούν από τον Τζόνσον να φύγει αμέσως, και να αναλάβει υπηρεσιακός Πρωθυπουργός κάποιος που θα επιλεγεί από την Κοινοβουλευτική Ομάδα, και όχι από τα μέλη του κόμματος, όπως πρέπει, διότι «κάθε μέρα που μένει ο Τζόνσον – λέει – είναι κίνδυνος!
Σε αυτήν την περίπτωση όμως, μιλάμε για μικρό πραξικόπημα, που νομίζω ότι η κοινοβουλευτική ιστορία της Βρετανίας δεν θα αφήσει να συμβεί. Εκτός κι αν καταθέσουν πρόταση μομφής οι Εργατικοί, όπως ήδη υπαινίχθηκε ο αρχηγός του σερ Κάιρ Στάμερ, αφού οι Συντηρητικοί «έκαψαν» πλέον αυτό το δικαίωμα την περασμένη εβδομάδα, δίνοντας ψήφο εμπιστοσύνης στον Μπόρις.
Ετσι, εκτός αν προκύψει και άλλο σασπένς, ραντεβού τον Σεπτέμβριο!