Τον τίτλο του άρθρου τον διάλεξα για να τον θυμίσω, αλλά και για να τον θυμηθώ ο ίδιος. Το ερώτημα «γιατί δεν μιλάνε οι διανοούμενοι;» το ακούγαμε συχνά, όσοι χαρακτηριζόμαστε έτσι —το πόσο ο καθένας μας αξίζει τον τιμητικό αυτόν τίτλο είναι ένα άλλο ζήτημα— έως πριν μερικά χρόνια. Αλλά από ένα σημείο και πέρα το ακούγαμε σπανιότερα, και όσο προχωρούσε η οικονομική κρίση πάψαμε εντελώς να το ακούμε.
Ο λόγος που έλειψε το ερώτημα είναι γιατί οι «διανοούμενοι», οι ενίοτε και «πνευματικοί άνθρωποι» χαρακτηριζόμενοι, άρχισαν κάποια στιγμή να μιλάνε δημόσια, αν όχι όλοι, πάντως πολλοί. Κάπου εκεί, κατά την αρχή της οικονομικής κρίσης, αρχές της δεκαετίας του 2010, πολλοί συγγραφείς, δημιουργοί άλλων τεχνών, στοχαστές, επιστήμονες, πανεπιστημιακοί κάθε είδους, που ως τότε ασχολούνταν αποκλειστικά με το έργο τους, άρχισαν να παρεμβαίνουν στον δημόσιο λόγο, μιλώντας για προβλήματα του τόπου που επί κάποιες δεκαετίες τα είχαμε όλοι θάψει—όχι μόνο οι διανοούμενοι—βαθιά στη συνείδησή μας. Τα έβγαλε στη φόρα, πιεστικά και δυσάρεστα, η κρίση.
Γιατί αν και η κρίση εκδηλώθηκε κυρίως στην οικονομία, δεν ήταν μόνο, ή ίσως ούτε καν πρωτίστως, οικονομική. Ηταν κοινωνική, πολιτισμική και πνευματική. Και όσο για την πολιτική της εκδήλωση, που προέκυπτε από όλες τις άλλες της όψεις, δεν ήταν παρά η κρίση κάποιων πολιτικών που είχαν βρει μια κοινωνία που τους άξιζε και μιας κοινωνίας που είχε βρει τους πολιτικούς που της άξιζαν. Η οικονομική κρίση δεν ήταν παρά η αναπόδραστη συνέπεια μιας γενικότερης κατάντιας.
Δεν είναι σκοπός μου εδώ να αναρωτηθώ για τις αιτίες της κρίσης—το ερώτημα έχει χιλιοερωτηθεί και χιλιοαναλυθεί, χωρίς να υπάρχει καμία γενική συμφωνία για την καλύτερη ανάλυση ή τη σωστότερη απάντηση. Βέβαια, η ασυμφωνία είναι φυσική σε μια Δημοκρατία. Δυστυχώς όμως στη δική μας, κάπως ιδιότυπη εκδοχή της, οι διάφορες απαντήσεις που δόθηκαν στο ερώτημα, αντί να αποτελέσουν αφορμή για γόνιμο διάλογο, ώστε να αναζητήσουμε λύσεις και συνθέσεις, έγιναν σιγά-σιγά δόγματα, γύρω από τα οποία οχυρώθηκαν, μαζί με τους υπόλοιπους, και όσοι διανοούμενοι είχαν πρόσφατα αποκτήσει δημόσιο λόγο. Και ενώ η αντιμαχία είναι φυσικό στοιχείο της πολιτικής αντιπαράθεσης, από τους διανοούμενους ειδικά η κοινωνία θα περίμενε κάτι καλύτερο. Οχι βέβαια να συμφωνούν οι μεν με τους δε, οι «πράσινοι» με τους «βένετους», που λέγαν στο Βυζάντιο, οι υπέρμαχοι του ενός ιδεολογικού στρατοπέδου με εκείνους του αντίθετου, αλλά τουλάχιστον να μάχονται μεταξύ τους με επιχειρήματα, με στοιχεία, με χρήση της λογικής και αναφορά σε αρχές. Αντ’ αυτού, οι περισσότεροι, για να μην πω όλοι — δεν εξαιρώ από αυτό τον εαυτό μου— ολοένα και περισσότερο υιοθετήσαμε τις πολιτικές θέσεις που εξέφραζαν οι πολιτικές παρατάξεις του υπαρκτού ελληνισμού, και αρχίσαμε αντί να συζητούμε να αλληλοκατηγορούμαστε, και αντί να δημιουργούμε κλίμα εποικοδομητικού διαλόγου να ρίχνουμε με τον λόγο μας διανοητικό λάδι στη φωτιά, που υποδαύλιζαν οι πολιτικοί.
Δυστυχώς, η στράτευση των διανοουμένων στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα ενός άκρως πολωμένου, τοξικού πολιτικού τοπίου, εκεί κατά τα μέσα της δεκαετίας του 2010, έγινε όχι απλώς ιδεολογική αλλά και κομματική. Πολύ χονδρικά, ιδιαίτερα μετά την εκπνοή του κόμματος του Ποταμιού, οι διανοούμενοι στρατεύθηκαν στα δυο μεγάλα κόμματα της κρίσης, τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζοντας λίγο-πολύ τυφλά τις αντίστοιχες θέσεις τους. Ισως σε κάποιο βαθμό αυτό να ήταν φυσικό, ίσως όχι —και πάλι, δεν είναι σκοπός μου να καταλογίσω ευθύνες. Αυτό που θέλω να επισημάνω εδώ είναι ότι έχει φτάσει η ώρα να καταλάβουμε ότι αυτή η απόλυτη, τυφλή στράτευση, δεν οδήγησε σε καλό και, αν συνεχίσει, θα οδηγήσει σε ακόμα χειρότερα.
Κομματική προτίμηση και στράτευση
Στην πράξη, βέβαια, την πολιτική δεν την ασκούν οι διανοούμενοι αλλά οι κυβερνήσεις, που προέρχονται από κόμματα, που αποτελούνται από πολιτικούς, που λειτουργούν με χίλιες δυο διασυνδέσεις, άλλες με ψηφοφόρους, άλλες με κοινωνικές ομάδες, άλλες με ξένες χώρες ή θεσμούς, άλλες δυστυχώς, για κάποιους, με οικονομικές ελίτ. Αυτή είναι η πραγματικότητα της σύγχρονης Δημοκρατίας—και όχι μόνο στην Ελλάδα. Και όσο για το ότι κανένα κόμμα δεν είναι τέλειο, ότι κανένας πολιτικός δεν είναι άγγελος και υπάρχουν ανάμεσα στους πολιτικούς ελάχιστες διάνοιες, ανήκουν και αυτά στα απαραίτητα χαρακτηριστικά της Δημοκρατίας.
Ετσι, έστω και αν υποτεθεί ότι θα ήταν θεμιτό, δεν είναι ρεαλιστικό να θέλουμε οι διανοούμενοι να αποκηρύξουν κάθε κομματική προτίμηση και να αρχίσουν να στοχάζονται και να γράφουν λες και ζουν σε κάποιο μαγικό κόσμο, όπου την πολιτική τη διαμορφώνουν οι αφηρημένες ιδέες (αυτές μπορούν, αν θέλουν, να τις γράφουν στα βιβλία ή να τις εκφράζουν στα έργα τους—όχι στον δημόσιο λόγο, που απευθύνεται στους πολλούς).
Δεν είναι ρεαλιστικό να θέλουμε οι διανοούμενοι να αποκηρύξουν κάθε κομματική προτίμηση και να αρχίσουν να στοχάζονται και να γράφουν λες και ζουν σε κάποιο μαγικό κόσμο
Μέσα σε αυτή τη δεδομένη πραγματικότητα, αυτό που μπορούν να κάνουν σήμερα οι διανοούμενοι που εκφράζονται για τα κοινά, στον βαθμό που θέλουν πραγματικά να συμβάλλουν στο καλό του τόπου, είναι να πάψουν να το κάνουν με τον φανατισμό και την απολυτότητα που ταιριάζουν σε κομματικούς οπαδούς και όχι σε ανθρώπους που διατείνονται ότι εκφράζουν ελεύθερα το προϊόν ενός στοχασμού, ορμώμενοι από αρχές. Εφ’ όσον δηλαδή ένας άνθρωπος με δημόσιο λόγο που δηλώνει διανοούμενος υποστηρίζει κάποιο κόμμα περισσότερο από κάποιο άλλο—και τι πιο φυσικό;—αυτό που οφείλει να κάνει όσο μπορεί είναι να μην το εξιδανικεύει, δαιμονοποιώντας τα αντίπαλα. Αλλά επειδή εδώ κάποιος μπορεί να αντιτάξει, εύλογα, ότι η δαιμονοποίηση, ή τουλάχιστον η έντονη στοχοποίηση του αντιπάλου, είναι μέσα στη φύση του πολιτικού παιχνιδιού, για τους διανοούμενους ειδικά εμμένω στο πρώτο: να μην εξιδανικεύουν το κόμμα που υποστηρίζουν και τους πολιτικούς του, να μην εθελοτυφλούν για την πραγματικότητά του και να μην καλύπτουν ή αποσιωπούν ηθελημένα τα λάθη του—κατά την κρίση τους πάντοτε.
Ο τρίτος δρόμος
Ετούτη η ειλικρίνεια είναι σημαντική πράξη ευθύνης, γιατί ο λόγος των διανοούμενων έχει βαρύνουσα σημασία. Το πόσο πολύ, φάνηκε ξεκάθαρα στα χρόνια της κρίσης. Χωρίς να διακατέχομαι από μεγαλομανιακή ιδεοληψία για τη σημασία της συμβολής του ευρύτερου χώρου ιδεών στον οποίο ανήκω (ας τον πούμε τον χώρο του φιλελεύθερου Kέντρου) πιστεύω ότι από το 2008 και μετά, κάποιες δεκάδες άνθρωποι που αρχίσαμε να εκφραζόμαστε δημόσια για τα κοινά—πέρα από τους κατ’ επάγγελμα αρθρογράφους— επηρεάσαμε με αυτή μας την δραστηριότητα σε μεγάλο βαθμό τις μετέπειτα εξελίξεις. Πιο συγκεκριμένα, επηρεάσαμε σημαντικά στο να αναδειχθεί η κεντρώα ιδεολογία ως εναλλακτική στον σκυλοκαβγά Δεξιάς και Αριστεράς στον οποίο μας ωθούσε η κρίση, και στην αναζήτηση ενός άλλου δρόμου, πέρα από τα αδιέξοδα των ένθεν κακείθεν λαϊκισμών. Κάποιοι από εμάς προσπαθήσαμε αρχικά να στηρίξουμε μικρά κόμματα του κεντρώου χώρου, όπως τη Δράση και το Ποτάμι. Και όταν αυτά αποδείχθηκαν ανίκανα να επιβιώσουν μέσα στις περιστάσεις —συχνά από δικά τους λάθη— ο λόγος μας, των κεντρώων διανοουμένων, επηρέασε καθοριστικά στο να βρουν όχι μόνο οι φιλελεύθεροι, αλλά και κάποιοι κεντροαριστεροί ψηφοφόροι, την εκπροσώπησή τους στη Νέα Δημοκρατία. Αλλά, όχι μόνο: βοήθησε και τους ανθρώπους μέσα σε αυτό το κόμμα που είχαν πιο φιλελεύθερες ιδέες να τις εκφράσουν ελεύθερα και να τους δώσουν πολιτικό σχήμα.
Με τον δημόσιο λόγο μας παίξαμε καθοριστικό ρόλο στο να δημιουργηθεί το κλίμα που επέτρεψε, όχι μόνο την επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη ως αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, αλλά κατόπιν και την εκλογή του ως Πρωθυπουργού, στις κάλπες, με τη μαζική ψήφο πολλών πολιτών που, όπως το εξέφραζαν οι ίδιοι, δεν είχαν ως τότε «ποτέ ψηφίσει Δεξιά». Αυτοί οι πολίτες, μαζί με τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του κόμματος, ανέδειξαν το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Αυτή τη στήριξη όμως δεν την πρόσφεραν επειδή τους έταξε κανείς κάποια ανταλλάγματα, αλλά επειδή την πίστεψαν. Και το ότι την πίστεψαν ήταν σε μεγάλο βαθμό έργο των κεντρώων διανοουμένων.
Η κερκίδα και η σιωπή
Ως εδώ καλά πήγε το πράγμα. Αλλά πιστεύω ότι τα τελευταία δύο χρόνια αρκετοί από τους διανοούμενους που πρωτοστάτησαν σε αυτή τη θετική προσπάθεια έχουν χάσει την αιχμή και το θάρρος του λόγου τους. Αλλοι διολίσθησαν στη νοοτροπία του οπαδισμού, ενώ άλλοι ξαναγύρισαν στη σιωπή, ίσως επειδή κουράστηκαν, ίσως επειδή βαρέθηκαν, ίσως επειδή θεώρησαν ότι το μεγάλο κακό αποφεύχθηκε και τώρα μπορούσαν ακινδύνως να ιδιωτεύσουν, αλλά ίσως και, κάποιοι —και τούτο είναι το πραγματικά επικίνδυνο—, βλέποντας μεν αντικειμενικά τη νέα κατάσταση, αλλά μη θέλοντας να κάνουν κακό στην παράταξη που στήριξαν.
Οι σκέψεις αυτές τριγυρίζουν στον νου μου εδώ και πάνω από έναν χρόνο. Η απόφαση όμως να τις γράψω εδώ, παγιώθηκε ύστερα από την πρόσφατη επίθεση που δεχθήκαμε, εγώ πρώτος (χρονικά πρώτος εννοώ, επειδή χρονικά πρώτος εγώ έγραψα) αλλά μαζί και αρκετοί άλλοι, φίλες και φίλοι, επειδή εκφράσαμε δημόσια την άποψή μας, στηρίζοντας τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη από την εκστρατεία συκοφάντησής που είχε ξεσπάσει εναντίον του μέσα στο κυβερνητικό στρατόπεδο —σαν να μην έφταναν δηλαδή οι άλλες, οι ήδη υπάρχουσες, από την ιστορική αντίπαλό του, την μπαχαλόφρονα Αριστερά, ή τους παλαιοκομματικούς δεξιούς, που δεν δέχθηκαν ποτέ ότι αυτός, ο πιο εμβληματικά κεντροαριστερός υπουργός της κυβέρνησης, τα πήγαινε τόσο καλά στη δουλειά του.
Η στοχοποίηση ενός ξένου
Στον χώρο της παράταξης που κυβερνά η επίθεση εναντίον του Χρυσοχοΐδη δεν εξέφρασε μόνο την κακώς αποκαλούμενη «λαϊκή Δεξιά» (ουσιαστικά ο όρος χρησιμοποιείται από μια μικρή κλίκα συμφεροντολόγων πολιτικών, που σφετερίζεται τον χαρακτηρισμό της λαϊκότητας) αλλά και από ανθρώπους μέσα ή κοντά στην κυβέρνηση που εμφανίζονται ως μεταρρυθμιστές. Η επίθεση όμως στον Χρυσοχοΐδη δεν είχε καμία σχέση με μεταρρύθμιση — εκτός από τη μοιραία εκείνη που οδηγεί τα πράγματα από το κακό στο χειρότερο.
Οσοι γράψαμε προειδοποιώντας για την επερχόμενη χρησιμοποίησή του Χρυσοχοΐδη ως αποδιοπομπαίου τράγου («Ιφιγένεια» τον αποκαλούσαν κάποιοι κυβερνητικοί ιδιωτικά, χωρίς ίχνος συνείδησης του τι σημαίνει ο συμβολισμός), μαθαίναμε, βλέπαμε, ακούγαμε, ότι γινόταν συντονισμένη προσπάθεια να φορτωθεί στον Χρυσοχοΐδη η ευθύνη για τις πυρκαγιές, η ίδια αυτή ευθύνη που με Προεδρικό Διάταγμα είχε ανατεθεί πριν πάνω από έναν χρόνο στον Νίκο Χαρδαλιά, με συνεχή επιβεβαίωση και ενίσχυση αυτής της ανάθεσης στην πράξη. Ξέραμε, δηλαδή, ότι συγκεκριμένα άτομα μέσα στη Νέα Δημοκρατία που εχθρεύονταν τον Χρυσοχοΐδη, για δικούς τους λόγους ο καθένας, βρήκαν την ευκαιρία των πυρκαγιών ώστε, αρχικά, να τον ωθήσουν στην παραίτηση και, όταν αυτό δεν έπιασε, να του φορτώσουν δημόσια ευθύνες που δεν του αναλογούσαν. Και ξέραμε βέβαια ότι η αιτία της επαπειλούμενης αποπομπής του δεν θα ήταν οι φωτιές—μονάχα το πρόσχημα θα ήταν.
Γινόταν συντονισμένη προσπάθεια να φορτωθεί στον Χρυσοχοΐδη η ευθύνη για τις πυρκαγιές, η ίδια αυτή ευθύνη που με Προεδρικό Διάταγμα είχε ανατεθεί πριν πάνω από έναν χρόνο στον Νίκο Χαρδαλιά
Δεν θέλω να παρεξηγηθώ με τα παραπάνω ως προς ένα σημείο: έχω μεγάλη εκτίμηση στον Νίκο Χαρδαλιά και το έργο του στην πανδημία, αλλά και γενικότερα στην πολιτική προστασία, και θεωρώ ότι έκανε τα ανθρωπίνως δυνατά, με τα μέσα που είχε—ίσως να μπορούσε να έχει προετοιμάσει περισσότερα, ίσως όμως δεν ήταν του χεριού του—την περίοδο των πυρκαγιών. Αλλά ο Χαρδαλιάς στον πρόσφατο ανασχηματισμό μετακινήθηκε απλώς από ένα υπουργείο σε άλλο, από μία ισχυρή θέση σε μία άλλη, εξ ίσου ισχυρή. Αντίθετα, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης εκδιώχθηκε από την κυβέρνηση με έναν τρόπο που τον χαρακτηρίζω, πολύ επιεικώς, ανάξιο —αναξιότητα που μόνο χάρη στη δική του αξιοπρέπεια πέρασε σε κάποιους απαρατήρητη. Ο τρόπος της αποπομπής ήταν ανάξιος και της μεγάλης προσφοράς του, αλλά και του πνεύματος, ακριβώς, της αξιοκρατίας από το οποίο δηλώνει ότι διαπνέεται η κυβέρνηση —αυτή η κυβέρνηση που εγώ τουλάχιστον, ως διανοούμενος, στήριξα, με τις ελάχιστες δυνάμεις μου.
Εμείς λοιπόν που, διαβάζοντας τα σημεία των καιρών, προσπαθήσαμε με δημόσιο λόγο και επιχειρήματα να αποτρέψουμε τη μετατροπή του Χρυσοχοΐδη σε «Ιφιγένεια»—όσοι κυβερνητικοί χρησιμοποιούσαν τον όρο για να καλλωπίσουν την πράξη καλό είναι να θυμούνται ότι, λόγω της θυσίας της Ιφιγένειας, σφάχτηκε αργότερα ο πατέρας της, ο Αγαμέμνων, από την Κλυταιμνήστρα—, όχι μόνο ως άδικη αλλά κυρίως ως επιβλαβή, και για τη χώρα αλλά και για την κυβέρνηση, δεχθήκαμε από την αρχή επίθεση από μερίδα του φιλοκυβερνητικού χώρου, και όχι μόνο δημόσια.
«Απαράδεκτη πίεση»
Το πρώτο επιχείρημα όσων μας επιτέθηκαν είναι ότι, όπως το εξέφρασαν κάποιοι, «ασκούμε απαράδεκτη πίεση στον Πρωθυπουργό». Το επιχείρημα αυτό, εκτός από βαθιά υποκριτικό —οι ίδιοι αυτοί που το χρησιμοποιούσαν δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα αν παροτρύναμε τον Πρωθυπουργό, αντί να κρατήσει, να διώξει τον Χρυσοχοΐδη— ήταν και ανόητο. Πώς δηλαδή ασκούσαμε «απαράδεκτη πίεση» στον Πρωθυπουργό; Είχαμε μήπως βάλει τίποτε μπράβους της νύχτας να τον κακοποιήσουν; Του στέλναμε πακέτα με βόμβες, όπως έστειλε παλιότερα ένας κακούργος στον Χρυσοχοΐδη για να τον σκοτώσει, σκοτώνοντας στη θέση του τον δύσμοιρο υπασπιστή του; Μήπως κάναμε στον Πρωθυπουργό σκοτεινούς εκβιασμούς, ότι αν διώξει τον υπουργό του εμείς θα προβούμε σε κάποια έκνομη ενέργεια εναντίον του; Ή μήπως τάχα επιχειρήσαμε να τον χρηματίσουμε; Οχι βέβαια. Απλώς, τη γνώμη μας γράφαμε. Είναι, λοιπόν, «απαράδεκτη πίεση στον Πρωθυπουργό», σε μια Δημοκρατία, να γράφεις τη γνώμη σου, ιδιαίτερα αν θέλεις να λογίζεσαι διανοούμενος και όχι κομματικό τσιράκι; Οποια και όποιος πιστεύει κάτι τέτοιο ή δεν έχει καταλάβει απολύτως τίποτε για τη Δημοκρατία, ή δεν μας λέει στα αλήθεια τι παιχνίδι παίζει—ή, βέβαια, ας μην αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο να είναι απλώς βλαξ.
Αλλά ακούσαμε, όσοι γράψαμε προκαταβολικά για το λάθος της αποπομπής Χρυσοχοΐδη, και το υποτιθέμενο σοβαρό επιχείρημα, ότι «με τέτοια που γράφετε και χτυπάτε την κυβέρνηση, θα έρθει ο Τσίπρας». Ομως και τούτο το επιχείρημα είναι σαθρό —πέραν του ότι είναι λανθασμένο, αφού «δεν χτυπούσαμε την κυβέρνηση». Φίλια κριτική κάναμε, και μάλιστα προειδοποιητική, με την ελπίδα να βοηθήσουμε να αποφευχθεί ένα κακό αποτέλεσμα.
Το «δώρο» που λέγεται Τσίπρας
Μα με το να γράψουμε εμείς μια αλήθεια, να προειδοποιήσουμε την κυβέρνηση να μη διαπράξει ένα λάθος, θα έρθει ο Τσίπρας; Οποιοι τα πιστεύουν αυτά εθελοτυφλούν στο γεγονός ότι ο Τσίπρας, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι δώρο σε μια κυβέρνηση, τόσο λίγος και φτενός που είναι, αποψιλωμένος τώρα από την τοξική αίγλη του λαϊκισμού της εποχής της κρίσης. Τι είναι ο Τσίπρας σήμερα; Ενας ταλαίπωρος, που πάσχει να βρει να πει κάτι ουσιαστικό, ενώ αρθρώνει μόνο κοινοτοπίες και ανοησίες. Κι έτσι, αν ο Τσίπρας καταφέρει να νικήσει τη σημερινή κυβέρνηση, με άλλα λόγια αν χάσει η Νέα Δημοκρατία τις επόμενες εκλογές, αυτό θα οφείλεται μόνο σε δικές της ενέργειες, σε «αυτογκόλ» κατά την ποδοσφαιρική ορολογία. Να, ας πούμε, σαν το τριπλό, το «χατ τρικ», που κατόρθωσε τελευταία εναντίον του εαυτού της.
Η πολλαπλά άδικη αποπομπή του Χρυσοχοΐδη και η ανάθεση θέσης ευθύνης στον εγνωσμένα ακροδεξιών θέσεων Θάνο Πλεύρη έπληξε το ιδεολογικό στίγμα της κυβέρνησης μεταξύ των κεντροαριστερών και των κεντρώων που την ψήφισαν, με τη δεύτερη ειδικά να εξαγριώνει πολλούς νέους —άντε να εξηγήσεις στους νέους ότι μπορείς να αρνείσαι το Ολοκαύτωμα τη μια μέρα, και μετά να λες ένα «συγγνώμη» και να καθαρίζεις, παίρνοντας σημαντικό υπουργείο στην κυβέρνηση ενός πρωθυπουργού που πάντα ήταν ξεκάθαρος στην καταδίκη των αρνητών. Και όσο για το φιάσκο Αποστολάκη, από την ίδια τη σκέψη του να ανατεθεί μια θέση τεράστιας ευθύνης σε έναν δημόσια αποδεδειγμένα ανόητο άνθρωπο, μέχρι τον ακατανόητα επιπόλαιο χειρισμό του θέματος, τραυματίστηκε σοβαρά η εικόνα που είχε ως τώρα επάξια κερδίσει η κυβέρνηση, ως ικανή στον χειρισμό κρίσεων.
Το ξαναλέω: αν χάσει την εξουσία η Νέα Δημοκρατία στις επόμενες εκλογές, ή έστω αν βγει από αυτές σοβαρά τραυματισμένη, θα είναι γιατί, πέραν της φυσικής φθοράς που επιφέρει η εξουσία σε όσους την ασκούν, θα έχει ακολουθήσει εσφαλμένες πολιτικές, θα έχει κάνει πολλά και μεγάλα λάθη, θα έχει αναθέσει στα λάθος πρόσωπα ευθύνες που είναι πέραν των ικανοτήτων τους—γενικότερα, γιατί δεν θα πολιτεύεται με τον σωστό τρόπο, σε ετούτο ή στο άλλο. Οπότε, είναι υποχρέωση ενός ανθρώπου που θέλει να στηρίξει—και όχι να χτυπήσει—την κυβέρνηση, εφ’ όσον διαθέτει δημόσιο λόγο, να προσπαθεί να επισημαίνει όλα όσα κρίνει ότι είναι στραβά, ει δυνατόν αποτρέποντας τα μελλοντικά και στιγματίζοντας τα όσα έχουν συμβεί, μπας και αποφευχθούν έτσι άλλα, χειρότερα.
Από εκεί και πέρα, όσοι θεωρούν ότι πρέπει να υποστηρίζουν κάθε επιλογή της κυβέρνησης, όσο κι αν είναι λανθασμένη κατά την κρίση τους, ή έστω να σιωπούν όταν διαφωνούν, να μην κατακρίνουν ποτέ κανέναν υπουργό της, να χειροκροτούν την κάθε της πράξη ή να βάζουν πλάτη για να στηρίξουν το κάθε στραβοπάτημα, κι όλα αυτά «για να μην έρθει ο Τσίπρας», τότε δεν είναι σκεπτόμενοι άνθρωποι αλλά ποδοσφαιρικού τύπου οπαδοί, και μάλιστα ενίοτε—ανάλογα με τη μορφή του λόγου που εκφράζουν—της χουλιγκανικής εκδοχής.
Η αλαζονεία και οι κόλακες
Τα καλά νέα είναι ότι έχουμε καιρό μέχρι τις εκλογές. Και αν η Νέα Δημοκρατία χάσει τη στήριξη του απαραίτητου αριθμού των ψηφοφόρων για να νικήσει ξανά, αυτό δεν θα συμβεί σε μια μέρα, αλλά από τη συσσώρευση των λαθών, των κακών επιλογών, των ακατάλληλων προσώπων και των λανθασμένων πράξεων, που απαιτούν τον χρόνο τους για να γίνουν.
Εχουμε καιρό και για ένα λόγο επιπλέον. Οτι πριν χάσουν την εξουσία, οι ηγέτες και οι κυβερνήσεις χάνουν τα μυαλά τους —και σε κάθε στάδιο της απώλειας η πορεία είναι θεωρητικά αναστρέψιμη, αν υπάρξει παρέμβαση. Ο λόγος που χάνουν τα μυαλά τους οι ηγέτες είναι πάντα ο ίδιος: η αλαζονεία, που οδηγεί στην ύβρι, που την έλεγαν οι αρχαίοι, ή, στα νεοελληνικά, στο καβάλημα του καλαμιού. Αυτή είναι που αποκόβει τους ηγέτες σταδιακά από την πραγματικότητα, οδηγώντας τους έτσι σε ακόμα χειρότερα λάθη.
Την αλαζονεία την καλλιεργούν στους ηγέτες, εκτός από τυχόν στοιχεία χαρακτηριολογικά, οι πιέσεις της εξουσίας, και κυρίως η μόνιμα αμυντική στάση που πρέπει να κρατούν απέναντι στις συνεχείς επιθέσεις των αντιπάλων. Οι επιθέσεις αυτές όμως είναι αναπόφευκτες για όποιους ηγούνται. Το στοίχημα λοιπόν δεν είναι να σταματήσουν—σε μια Δημοκρατία αυτό δεν γίνεται—αλλά να μην αντιδρά σε αυτές η ηγεσία με τον λανθασμένο τρόπο, δηλαδή με το να κλείνεται στο καβούκι της ακούγοντας, αντί για την κοινωνία, μόνο την ηχώ των δικών της συνθημάτων και ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στους κόλακες και τους συκοφάντες, που ξέρουν καλά να χαϊδεύουν τον ναρκισσισμό των ηγετών για ίδιον όφελος, μέχρι την τελική τους πτώση.
Κριτική δεν σημαίνει «επίθεση»
Σήμερα λοιπόν το παλιό ερώτημα ξαναγίνεται επίκαιρο: γιατί δεν μιλάνε οι διανοούμενοι; Και, πιο συγκεκριμένα, γιατί δεν μιλάνε οι διανοούμενοι που βλέπουν θετικά την κυβερνώσα παράταξη και αρνητικά την επάνοδο στην εξουσία αυτού που εκπροσωπούσε ο ΣΥΡΙΖΑ; Είναι εκατό τοις εκατό λάθος ότι η κάθε κριτική στην κυβέρνηση είναι επίθεση που «ρίχνει νερό στον μύλο της αντίδρασης», που έλεγαν και παλιά οι κομμουνιστές. Αντίθετα, η φίλια κριτική, οι σωστές προειδοποιήσεις για τα ξεστρατήματα, στο παρελθόν, στο παρόν ή στο μέλλον, και η γενναία επισήμανση των λαθών, αντί να δίνει όπλα στον αντίπαλο, βοηθά και στηρίζει την κυβέρνηση να διατηρεί την επαφή της με την πραγματικότητα. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει να επιβιώσει.
Η ρήση του μεγάλου ιστορικού Τζον Ακτον διατηρεί πάντα την επικαιρότητά της: η εξουσία διαφθείρει, και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα. Οι μόνοι ικανοί να σώσουν την εξουσία από τις συνέπειες αυτής της διαφθοράς δεν είναι οι δημοσκόποι —οι αρνητικές δημοσκοπήσεις καμιά φορά οδηγούν σε χειρότερα λάθη, αν διαβαστούν στραβά— αλλά οι άνθρωποι που έχουν μυαλό στο κεφάλι τους και θάρρος στην καρδιά τους.
Οι διανοούμενοι πρέπει να αρχίσουν ξανά να μιλάνε.
* Ο Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας