Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η μία μετά την άλλη, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν μια παγιωμένη κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό που δεν αλλάζει, παρά τα πολλά και διαφορετικά έκτακτα γεγονότα που προκύπτουν και προφανώς επηρεάζουν τη στάση των πολιτών απέναντι στα κόμματα.
Ενδεικτικά, μέσα στον Σεπτέμβριο η εικόνα αποτυπώθηκε ως εξής: Στο γκάλοπ της Metron Analysis για το Μega, στην εκτίμηση ψήφου η ΝΔ καταγράφει 34,1%, ο ΣΥΡΙΖΑ 24,9%, το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ 15,7% , το ΚΚΕ 7,5%, η Ελληνική Λύση 4,2% και η Ελληνική Λύση 4,9%. Στο γκάλοπ της Opinion Poll για το mononews.gr στην πρόθεση ψήφου επί των εγκύρων η ΝΔ συγκεντρώνει 33,2%, ο ΣΥΡΙΖΑ 23,8%, το ΚΙΝΑΛ 12,2%, το ΚΚΕ 5,1%, η Ελληνική Λύση 5%, το ΜέΡΑ25 2,3%, οι Ελληνες Εθνικό Κόμμα 2%.
Στη δημοσκόπηση της GPO για τα Παραπολιτικά, η ΝΔ καταγράφει ποσοστό 32,5% έναντι 24,7% του ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στο 11,4%, το ΚΚΕ στο 5,6%, η Ελληνική Λύση στο 4% το ΜέΡΑ25 στο 2,1% οι Ελληνες για την Πατρίδα στο 1,7% και η Εθνική Δημιουργία στο 1,5%. Τέλος, στο γκάλοπ της MRB για το newsbomb.gr, στην εκτίμηση ψήφου η ΝΔ κινείται από 31,6%- 37,4%, ο ΣΥΡΙΖΑ από 24% – 29,4%, το ΠΑΣΟΚ 12,4 – 16,8%, ΚΚΕ 4,6% – 7,6%, Ελληνική Λύση 4% – 6,8%, ΜέΡΑ 25 3,6% – 6,2% και Ελληνες για την Πατρίδα 1,5% – 3,3%.
Αν δει κανείς προσεκτικά τα ποσοστά, θα διαπιστώσει ότι η εικόνα σήμερα, τρία χρόνια και μερικούς μήνες μετά τις τελευταίες εκλογές, παραμένει σε γενικές γραμμές ίδια και απαράλλαχτη με αυτή που καταγράφηκε στις κάλπες των εθνικών εκλογών του Ιουνίου του 2019. Ο συσχετισμός της δύναμης των πολιτικών κομμάτων ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει, οι μεταβολές είναι ασήμαντες και δεν συνιστούν κατά κανένα τρόπο αλλαγή πολιτικού σκηνικού, πόσο μάλλον… ανατροπή!
Κι όμως, μέσα σε αυτά τα τριάμισι χρόνια έχουν συμβεί… σημεία και τέρατα: πρώτα από όλα μια πανδημία που άλλαξε εντυπωσιακά τη ζωή των πολιτών, με περιοριστικά μέτρα, κοινωνική απομόνωση, οικονομικές συνέπειες. Μετά, μια σοβαρή κλιμάκωση της κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που επιτείνει την αβεβαιότητα και απαιτεί αναβάθμιση της αμυντικής θωράκισης της χώρας. Και τώρα, μια σοβαρή ενεργειακή κρίση, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, που ανεβάζει στα ύψη τις τιμές και δείχνει να επιφυλάσσει έναν δύσκολο χειμώνα σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Oλα αυτά θα ήταν απολύτως λογικό και αναμενόμενο να επιφέρουν αλλαγές στον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων. Συμβαίνει, άλλωστε, ήδη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες οι κυβερνήσεις πληρώνουν το πολιτικό κόστος δύσκολων αποφάσεων ή κρίσιμων επιλογών στις οποίες καλούνται να προχωρήσουν για να αντιμετωπίσουν την κρίση.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, στην Ελλάδα κι ενώ όλα γύρω αλλάζουν, το πολιτικό σκηνικό μένει ίδιο; Την εξήγηση θα πρέπει μάλλον να την αναζητήσει κανείς στα ίδια τα κόμματα και στην ικανότητά τους να προσαρμόζονται στην πραγματικότητα.
Η ελληνική κυβέρνηση, με τα λάθη και τις αδυναμίες της, έδειξε κάποιες ικανότητες προσαρμογής στην κρίση. Η διαχείριση της πανδημίας πήγε σχετικά καλά, ενώ στη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης, που βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη, αν και είναι νωρίς να κριθεί, δείχνει να εξασφαλίζει επάρκεια ενεργειακών πόρων και στήριξη των αδύναμων. Αρκούν αυτά για να διατηρεί τόσο ευρύ προβάδισμα, το ίδιο που είχε το 2019, όταν ερχόταν με ορμή απέναντι σε έναν κουρασμένο και βαθιά λαβωμένο ΣΥΡΙΖΑ;
Κανονικά, δεν αρκούν! Φαίνεται όμως ότι παραμένουν αρκετά, επειδή οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κυριάκου Μητσοτάκη, σε αντίθεση με τον ίδιο, δείχνουν λιγότερες δυνατότητες προσαρμογής στην πραγματικότητα. Είναι χαρακτηριστικά αυτά που είδαμε και ακούσαμε στη ΔΕΘ. Την ώρα που οι πολίτες περίμεναν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης, με ρεαλισμό, σοβαρή κοστολόγηση και νέα εργαλεία, με πλήρη συνειδητοποίηση της σημερινής κατάστασης αλλά και με τη γνώση που μας δίδαξε η εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος, ακούσαμε… μια από τα ίδια!
Το πρόγραμμα που παρουσίασε ο Αλέξης Τσίπρας ήταν το ίδιο που είχαμε ακούσει μερικούς μήνες πριν, στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, με την προσθήκη της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) που παραπέμπει σε ένα αποτυχημένο μοντέλο της δεκαετίας του ’80, το οποίο ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιμετώπιζε απαξιωτικά την επόμενη δεκαετία.
Ο τρίτος παίκτης που θα μπορούσε θεωρητικά να αλλάξει τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων είναι ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, Νίκος Ανδρουλάκης. Προς στιγμήν, αμέσως μετά την εκλογή του, δημιούργησε αυτή την προσδοκία. Η συνέχεια όμως ανέδειξε το στρατηγικό πρόβλημα ενός χώρου που επιδιώκει «σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση» ανάμεσα στις συμπληγάδες της φιλελεύθερης Κεντροδεξιάς από τη μία και της «προοδευτικής διακυβέρνησης» από την άλλη.
Είναι αντικειμενικά δύσκολο να επιτύχεις πολιτικό ρεύμα, ικανό να αλλάξει τον συσχετισμό των δυνάμεων, κρατώντας ίσες αποστάσεις από τα δύο μεγάλα κόμματα και εξηγώντας απλώς ότι δεν θέλεις για πρωθυπουργούς τους αρχηγούς τους. Μια νέα πολιτική πρόταση, ικανή να προσελκύσει μεγάλο αριθμό πολιτών, δεν χτίζεται πάνω στη νοσταλγία του παλιού ΠΑΣΟΚ ούτε στη δικαιολογημένη οργή για τις παρακολουθήσεις. Είναι πολύ πιο συνθέτη υπόθεση.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Αποτελούν κάποιου είδους «συμβόλαιο» ότι στις κάλπες που θα στηθούν το 2023 –διπλές κάλπες, πρώτα με απλή και μετά με ενισχυμένη αναλογική– θα αποτυπωθεί κατά κάποιον τρόπο η εικόνα των εκλογών του 2019; Μόνο κάποιος αφελής μπορεί να κάνει τέτοια ασφαλή πρόβλεψη. Το ίδιο το εκλογικό σύστημα επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών.
Αυτό σημαίνει ότι στην απλή αναλογική μπορεί να δούμε «εκπλήξεις» που δύσκολα αποτυπώνονται αυτή την περίοδο στα γκάλοπ. Θα είναι ικανές αυτές οι εκπλήξεις, εφόσον υπάρξουν, να αλλάξουν στις επόμενες –τις δεύτερες– εκλογές τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων; Θα φανεί τους επόμενους μήνες, εάν προκύψουν γεγονότα ικανά να αλλάξουν την εικόνα που μένει ίδια επί τριάμισι χρόνια!