Πολύ καλός ηθοποιός δεν ήθελε να αποδεχθεί –ο ίδιος– ότι είναι. Ηταν, βλέπετε, αυτή η έμφυτη σεμνότητά του. Ομως, δεν θα μπορούσε να αρνηθεί, ο Γιάννης Φέρτης, πως –για μένα τουλάχιστον– ήταν μέτρο. Η Φωνή του. Η άρθρωση, η εκφορά, το βάθος, όλα εκείνα τα ηχοχρώματα που ήταν σαν να έβγαιναν από τα έγκατα του κορμιού του και ακούγονταν, καθαρά, όλα. Ενα ένα και όλα μαζί. Οπως ακούγονταν πεντακάθαρα και ολόκληρες οι λέξεις.
Ηταν αρχές του ’70, θαρρώ, που με είχαν πάει οι γονείς μου στην «Ηδονή της τιμιότητας» του Λουίτζι Πιραντέλο (όπως με πήγαιναν συχνά θέατρο από τότε, και λάτρευα να γλιστράω τα νύχια μου στα κόκκινα βελούδα των καθισμάτων και να προσηλώνομαι στα από σκηνής).
Τότε τον πρωτάκουσα, θυμάμαι. Δίπλα στην Ξένια Καλογεροπούλου και τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Τι φωνή! Καθηλωτική. Καθοριστική. Τόσο που μου έγινε, έκτοτε, μέτρο. Ολες τις φωνές των ηθοποιών με τη δική του τις συνέκρινα πλέον. Αναπόφευκτα.
Το 1980, όταν είχα κατεβεί ύστερα από καιρό από τη Θεσσαλονίκη, πήγα με φίλους στην αναβίωση του «Γλυκού πουλιού της νιότης» του Τενεσί Ουίλιαμς. Με τη Μελίνα Μερκούρη. Κι εκεί το επιβεβαίωσα. Ο Γιάννης Φέρτης και η φωνή του (αλλά όχι μόνον) ήταν Το Μέτρο. Για μένα, έστω.
Ναι, ήταν και η Φωνή του Μάνου Κατράκη ή του Θάνου Κωτσόπουλου. Αλλά ήταν πιο τραχιές για τα αυτιά μου. Του Φέρτη ήταν πιο οικεία. Δεν ήταν τόσο απόμακρη. Ανοιγε κόσμους και ήχους που δεν είχα φανταστεί ούτε στο τραγούδι.
Με τα χρόνια (στη δουλειά) επιβεβαίωσα και τη σεμνότητα και το μεγαλύτερο προσόν: την ευγένεια. Κάτι τόσο σπάνιο, όσο περνούσαν τα χρόνια.
Οι αποχαιρετισμοί και οι διθύραμβοι που γράφτηκαν και γράφονται, εδώ, για τον Γιάννη Φέρτη σε αυτά συγκλίνουν. Ομως, για μένα τούτη η απώλεια, σε μια εποχή που πάσχει βαριά και από σεμνότητα και από ευγένεια, αλλά και από τέτοιο (καθοριστικό) βάθος, όσο η φωνή του Γιάννη Φέρτη, θα είναι η απώλεια του μέτρου μου. Απώλεια οδυνηρή…