Η αυτοκτονία της 14χρονης συγκλόνισε. Σε ένα ήσυχο προάστιο, στο Μοσχάτο, ένα κορίτσι, η Αμαλία, αφού χειραγωγήθηκε με τον πιο άθλιο τρόπο από έναν ενήλικα, όταν αποκαλύφθηκε η σχέση τους, ένιωσε απόγνωση. Θεώρησε ότι ήταν υπεύθυνη για τη σύλληψη τού –επί της ουσίας– βιαστή της, αισθάνθηκε πως το μέλλον δεν την αφορούσε πλέον και κάμπτοντας το ισχυρότατο ένστικτο επιβίωσης ρίχτηκε στις γραμμές του τρένου.
Πίσω της άφησε ένα καλογραμμένο σημείωμα, εφόσον αυτό μεταφέρθηκε λέξη προς λέξη στον Τύπο. Γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις, ο αποτροπιασμός εναλλάσσεται με τη νοσηρή περιέργεια και η μετατροπή της τραγωδίας σε σκάνδαλο, ευεπίφορο σε εκμετάλλευση κάθε είδους, απέχει μιαν ανάσα. Μοιάζει να βγήκε από τις σελίδες ροζ μυθιστορήματος και πιστοποιεί την περίτεχνη χειραγώγηση αλλά και τον εξιδανικευμένο τρόπο που ένα κορίτσι στην ηλικία της βιώνει τον «έρωτα». Τον απόλυτο τρόπο που μπορεί να το οδηγήσει σε κάθε είδους τρέλα, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι ακόμα παιδί και όχι ενήλικο άτομο. Κάτι που εύκολα ξεχνάμε τα τελευταία χρόνια γονείς και εκπαιδευτικοί υποταγμένοι στην αποθέωση της νεολαίας, ως κοινωνική ομάδα που δήθεν «τα ξέρει και τα μπορεί όλα».
Η Ελενα Ακρίτα σε μια εκ βαθέων ανάρτηση περιέγραψε την ψυχική διάθεση και διαθεσιμότητα που είχε κι αυτή στην ηλικία της Αμαλίας, όταν ερωτεύθηκε έναν καθηγητή της. Συμβαίνει, αλλά εκείνη στάθηκε τυχερή. Το αντικείμενο του έρωτά της ήταν ένας εξαίρετος άνθρωπος και δάσκαλος που της έδωσε ένα μάθημα ζωής. Η Αμαλία όχι μόνο ήταν άτυχη, αλλά στην ουσία δεν «ερωτεύθηκε» κάποιον «ιδανικό ενήλικα». Πολύ περισσότερο «δεν τα ήθελε», όπως χυδαίοι σεξιστές αναφέρουν στο Διαδίκτυο. Η Αμαλία συνάντησε στην πιο εύθραυστη περίοδο της ζωής της τον θύτη της. Τόσο απλά.
Σύμφωνα πάντα με τις μέχρι σήμερα πληροφορίες, η έγκαιρη καταγγελία ενός πολίτη στο «Χαμόγελο του Παιδιού, που είχε επισημάνει τη σεξουαλική εκμετάλλευσή της, η βίαιη αντίδραση του πατριού της, ακόμα κι η συμπαράσταση κάποιου ευαίσθητου συνομήλικου και φίλου της, που εξομολογήθηκε την πρόθεσή της «να βουτήξει», δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το γεγονός. Η Αμαλία, το κορίτσι που μπορεί να ήταν κόρη ή εγγονή πολλών από εμάς, ρίχτηκε στο κενό.
Εκ των υστέρων, πολλά μπορούν να ειπωθούν. Πολλά που δεν έχουν την παραμικρή αξία για την Αμαλία, παρά μόνο για όσους μένουν πίσω. Για τα παιδιά, κορίτσια και αγόρια, που είναι όχι μόνο πιθανό, αλλά αναμενόμενο, να βρεθούν στη θέση της κάποια στιγμή στην αρχή της εφηβείας τους, τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς τους: Το δεκαήμερο και πλέον που μεσολάβησε από την καταγγελία του πολίτη μέχρι την ενεργοποίηση των αρμοδίων υπηρεσιών, όσες τουλάχιστον διαθέτουμε ως χώρα. Τη γραφειοκρατική και μόνο αντιμετώπιση του θέματος (εκ του αποτελέσματος), αφού ουδείς ειδικός βρέθηκε δίπλα στους οικείους της και πολύ περισσότερο την ίδια. Το γεγονός ότι τόσο το ελληνικό σχολείο, όσο και ο Δήμος δεν διαθέτουν στοιχειώδεις δομές ψυχικής ενδυνάμωσης με τη μορφή προγραμμάτων ψυχικής και συναισθηματικής ανάπτυξης των μαθητών. Την τραγική απουσία παιδαγωγικής κατάρτισης των καθηγητών. Την ανυπαρξία δικτύων Συμβουλευτικής, του μοναδικού εργαλείου που διαθέτουν οι σύγχρονες κοινωνίες για να ενισχύσουμε τις απισχνασμένες πλέον γονεϊκές δεξιότητες και τη διαχείριση του συναισθήματος στις όλο και περισσότερο πολύπλοκες και απαιτητικές κοινωνίες μας, όπου οι ρόλοι έχουν διαταραχθεί ανεπανόρθωτα και οι κλασικές «συνταγές» διαπαιδαγώγησης αποδεικνύονται καθημερινά ανεπαρκείς.
Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε και έχουν ένα κοινό παρονομαστή: την αδιαφορία που επιδεικνύουμε ως χώρα στο να αναπτύξουμε σχετικούς θεσμούς, διαθέτοντας επαρκή κονδύλια και επιδεικνύοντας ως πολίτες και πολιτικοί φροντίδα για παρόμοια θέματα. Δεν υπονοώ ότι αν όλα αυτά είχαν γίνει θα σωζόταν η Αμαλία. Πέρα από τους θεσμούς χρειάζεται κάτι ακόμα σημαντικότερο: να αισθάνονται, όσοι άνθρωποι τους στελεχώνουν, λειτουργοί και όχι δημόσιοι υπάλληλοι. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο να συμβεί στη χώρα μας.
Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε. Αλλά για την ώρα, ας σκεφτούμε τους συμμαθητές και συμμαθήτριες της Αμαλίας καθώς και την κόρη του θύτη. Και ας κάνουμε κάτι άμεσα γι’ αυτά τα παιδιά. Το αξίζουν.
ΥΓ: Το πρωί της μέρας που αυτοκτόνησε η Αμαλία, περπατώντας στο Μοσχάτο, στη γειτονιά μου, συνάντησα τον αδελφό του Κώστα. Είχα γράψει για αυτόν με αφορμή και πάλι κάποια γεγονότα κακοποίησης παιδιών (5 Ιουλίου ‘18, Protagon). Χάρηκα και έσπευσα να ρωτήσω τι κάνει ο Κ. «Τώρααα ο Κώστας…» απάντησε. «Πέθανε στη φυλακή». «Ναρκωτικά;» ψέλλισα. Με κοίταξε απορώντας που δεν καταλάβαινα το αυτονόητο και κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
Αμαλία και Κώστα, η συγγνώμη και οι ενοχές μας δεν θα σας φέρουν ποτέ πίσω.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας