Ας ξεκινήσουμε με μια απλή, σχεδόν κοινότοπη, παραδοχή. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν αγαπά τον πόλεμο. Σε κανέναν δεν αρέσει να μετρά νεκρά παιδιά. Ή να βλέπει μωρά μέσα στα αίματα στα τρεμάμενα χέρια των γονιών τους. Σε μια υποθετική παγκόσμια δημοσκόπηση πόσοι θα απαντούσαν αρνητικά στο ερώτημα «θα θέλατε να κηρυχθεί μια “ανθρωπιστική εκεχειρία” στη Γάζα»; Ήταν, όμως, αυτό το νόημα του ψηφίσματος που κατατέθηκε πριν από λίγες ημέρες στη Γενική Συνέλευση από αραβικά, αφρικανικά και ασιατικά κράτη; Και ακόμα παρακάτω: Γιατί η στάση της Ελλάδας να απέχει από την εν λόγω ψηφοφορία προκάλεσε την κλασική εμφύλια αντιπαράθεση, με το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία να χωρίζονται ξανά στα δύο;
Τρία ήταν τα βασικά σημεία του ψηφίσματος: Πρώτον, η ανθρωπιστική εκεχειρία. Δεύτερον, η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας. Τρίτον η προστασία των αμάχων. Υπερψηφίστηκε από 121, καταψηφίστηκε μόλις από 14 (μεταξύ των οποίων Ισραήλ και ΗΠΑ), ενώ την αποχή επέλεξαν 44. Εξ αυτών Ελλάδα, Κύπρος και συνολικά 15 κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Όνειδος», «αναλγησία», «αδιανόητη επιλογή», είναι τα πιο συναισθηματικά σχόλια από όσα ειπώθηκαν κατά της κυβέρνησης. «Μονομερής εξωτερική πολιτική» και «δεδομένος σύμμαχος», αυτά με περισσότερο διπλωματικό περιεχόμενο.
Ποιο ήταν όμως το βασικό επιχείρημα της Αθήνας; Ότι το ψήφισμα ήταν μονόπλευρο, διότι δεν καταδικαζόταν ρητά η Χαμάς ως τρομοκρατική οργάνωση. Με πιο απλά λόγια δεν υπήρχε η παραμικρή αναφορά στη γενεσιουργό αιτία του τρέχοντος πολέμου. Προσοχή, όχι στην αιτία του Μεσανατολικού, αλλά σε μια από τις πλέον κτηνώδεις τρομοκρατικές ενέργειες που έχουν καταγραφεί παγκοσμίως. Και η οποία προκάλεσε ένα πολύ βαθύ τραύμα σε μια κοινωνία με ήδη εξαιρετικά ευαίσθητα αντανακλαστικά. Από εκεί και πέρα, λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να υποστηρίξουν τη μαζικότητα των ισραηλινών επιθέσεων ή να αποδεχθούν ένα σχέδιο πλήρους ισοπέδωσης και εκκένωσης της Γάζας. Αυτό, όμως, δεν αλλάζει το ποια είναι και τι θέλει η Χαμάς.
Η πραγματικότητα είναι ότι μια πιο συμπεριληπτική διατύπωση στο ψήφισμα (14 σημεία έχει άλλωστε- δεν είναι και λίγα) θα οδηγούσε σε πολύ ευρύτερη πλειοψηφία. Το ενδιαφέρον είναι ότι τέτοια προσπάθεια υπήρξε- ήταν η τροπολογία που κατατέθηκε από τον Καναδά και στην οποία καταδικαζόταν η τρομοκρατική δράση της Χαμάς. Συγκέντρωσε, όμως, μόλις 88 «ναι», άρα δεν πλησίασε καν τα απαιτούμενα 2/3 για να υιοθετηθεί. Ποιοι, όμως, θα ψήφιζαν την καταδίκη της Χαμάς; Η Τουρκία, ο πρόεδρος της οποίας την αποκαλεί «απελευθερωτική οργάνωση»; Το Κατάρ, το οποίο της δίνει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο; Ο Λίβανος, στο έδαφος του οποίου ανδρώθηκε και δραστηριοποιείται η Χεσμπολάχ, έτερη οργάνωση που θέλει να αφανίσει το Ισραήλ από το χάρτη; Ή μήπως η Ρωσία, που κάνει δεκτή την ηγεσία της στη Μόσχα; Θα μπορούσε να το κάνει η Βόρεια Κορέα;
Είναι ολοφάνερο, ότι πέρα από τα όποια φιλανθρωπικά αισθήματα των κρατών που προώθησαν το ψήφισμα, υπάρχει η σαφέστατη πολιτική και κυρίως διπλωματική θέση τους στο παγκόσμιο στερέωμα. Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ ήταν ανέκαθεν ένα πεδίο ανάπτυξης διπλωματικών σχέσεων και κυρίως συμμαχιών. Κι έτσι παραμένει, πολλώ δε μάλλον εν μέσω ενός πολέμου, ο οποίος παρά τα τοπικά χαρακτηριστικά του, θα μπορούσε να μετατραπεί σε ανεξέλεγκτη σύρραξη παγκοσμίου επιπέδου. Όπως ακριβώς οι διατυπώσεις, έτσι και η ψήφος στα Ηνωμένα Έθνη: αναδεικνύουν ευρύτερες στρατηγικές και δεν εδράζονται απλώς και μόνο στις αγαθές προθέσεις των κρατών.
Το ζήτημα, όμως, είναι γιατί προέκυψε τόσο μεγάλη αντίδραση στο εσωτερικό. Η αλήθεια είναι ότι η ανάπτυξη της ελληνικής θέσης, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο, έγινε κάπως αμήχανα. Αλλά αυτό δεν είναι το μείζον. Το μείζον είναι ότι αξιοπρόσεκτα μεγάλο μέρος των Ελλήνων όχι απλώς δεν αποδέχεται την επιλογή της αποχής, αλλά την κατακεραυνώνει. Ακριβώς σαν να μην έχει την παραμικρή σημασία η αλληλουχία των γεγονότων και η ευθύνη της Χαμάς σε όσα δραματικά βλέπουμε στις οθόνες μας τις τελευταίες ημέρες. Ευθύνη, διαχρονικά, έχει μόνο το Ισραήλ. Αδικημένοι και αδύναμοι είναι μόνο οι Παλαιστίνιοι. Σαν να μην υπάρχει η Ιστορία, σαν να μην υπάρχει το Ιράν- γενικώς η προσέγγιση είναι απλουστευτικά μονομερής.
Ταξιδεύοντας παλαιότερα στο Τελ Αβίβ, τουλάχιστον τρεις- τέσσερις Ισραηλινοί, έλεγαν μεταξύ σοβαρού κι αστείου: «Έλληνες είστε; Ξέρουμε ότι δεν μας αγαπάτε πολύ, αλλά εμείς σας αγαπάμε». Αυτή είναι η αφοπλιστική αλήθεια. Το να πει κανείς περί φαινομένου αντισημιτισμού στην Ελλάδα είναι πράγματι ακραίο, αντι-ισραηλισμός όμως σίγουρα υπάρχει. Λίγο η θρησκευτική αντιπαράθεση, λίγο η αντιδραστική Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ου αιώνα, λίγο το Παλαιστινιακό, λίγο οι παραδοσιακές σχέσεις μας με τον αραβικό κόσμο και η κληρονομιά του Ανδρέα Παπανδρέου και η υπόθεση δένει. Εν τω μεταξύ, η δεξαμενή είναι μεγάλη. Ξεκινά από τα αριστερά και το ΚΚΕ, φθάνει έως την άκρα δεξιά, αλλά τέμνει και οριζοντίως το πολιτικό ακροατήριο. Έτσι, δεν είναι καθόλου παράξενη η στάση ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ: σε αυτή τη μεγάλη δεξαμενή θέλουν αμφότεροι να ψαρέψουν, με στόχο την ψηφοθηρία.
Το πράγμα γίνεται ακόμα πιο περίεργο αν κανείς αναλογιστεί ότι η Ελλάδα δεν καταψήφισε. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι έβγαλε εαυτήν εκτός του απόλυτου αριθμού επί του οποίου υπολογίζεται η πλειοψηφία των 2/3. Εμμέσως πλην σαφώς, η κίνηση αυτή στόχευε στο να μην μπει φραγή σε ένα ψήφισμα το οποίο προέτασσε τον ανθρωπισμό. Ως εκεί όμως. Στα επιχειρήματα όσων ήθελαν ένα ηχηρό «ναι», προστέθηκε και η θετική ψήφος άλλων χωρών της Ένωσης, όπως η Γαλλία, η Ισπανία ή η Πορτογαλία. Δια της οποίας δεν αποδεικνύεται ο μεγαλύτερος ανθρωπισμός τους, αλλά ο διπλωματικός κατακερματισμός της Ευρώπης και το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε χώρες και το κρατικό συμφέρον υπερτερούν οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου. Για παράδειγμα, με εκατομμύρια Άραβες στη Γαλλία, θα μπορούσε ο Μακρόν να κάνει κάτι διαφορετικό; Ειδικά όσον αφορά ένα ψήφισμα μη δεσμευτικό, απλώς και μόνο με συμβολική αξία.
Όλα τα παραπάνω, προστιθέμενα με την επιλογή της χώρας τα τελευταία 15 χρόνια να χτίσει μια στρατηγική σχέση με το Ισραήλ, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα επιχείρησε να ισορροπήσει σε τεντωμένο σχοινί. Δεν έχει σημασία αν το πέτυχε ή όχι. Άλλωστε σε λίγο καιρό κανείς δεν θα θυμάται τι έγινε. Πολλή υποκρισία για ένα ψήφισμα.