Ο τίτλος του άρθρου κάποτε θα γίνει τίτλος ταινίας. Με ένα δυστοπικό σενάριο, όπου τα τρόφιμα θα είναι είδος πολυτελείας και οι ήρωες θα καταζητούνται επειδή έκλεψαν ελιές από ένα χωράφι. Η μυθοπλασία δεν θα απέχει πολύ από την πραγματικότητα, η τέχνη αντιγράφει τη ζωή, άλλωστε. Στη Μεσσηνία το δυστοπικό σενάριο συνέβη, ένας αγρότης επικήρυξε με 1.000 ευρώ εκείνους που έκλεψαν τσουβάλια ελιές από το κτήμα του.
Το πετρέλαιο είναι ο μαύρος χρυσός και το λάδι τείνει να γίνει ο πράσινος. Κάποιοι καλλιεργητές βάζουν σεκιούριτι στα κτήματα τους. Αλλοι τοποθετούν στα δέντρα γκατζετάκια εντοπισμού σε σχήμα ελιάς. Οι άνθρωποι κάνουν ό,τι μπορούν για να μείνει ο πολύτιμος καρπός στην κατοχή τους, αφού πλέον έχει μετατραπεί σε πρώτης γραμμής κλοπιμαίο. Με την τιμή του λαδιού να έχει τριπλασιαστεί από το 2019, το έχει βάλει στο μάτι από τον ταπεινό κλεφτράκο μέχρι τη σπείρα του οργανωμένου εγκλήματος.
Σε κάποια σούπερ μάρκετ τα ελαιόλαδα φυλάσσονται πλέον με αντικλεπτικά. Δεν αποκλείεται να τα δούμε κάποια στιγμή και μέσα σε βιτρίνα, κλειδωμένα, όπως τα ακριβά αλκοολούχα. Για του λόγου το αληθές, η τιμή ενός μπουκαλιού με λάδι δεν απέχει πια και πολύ από την τιμή ενός ουίσκι. Ισως, μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις το λάδι να είναι και ακριβότερο.
Ποτέ στη ζωή μου δεν το είχα τσιγκουνευτεί το ελαιόλαδο. Οσες αφραγκίες και αν περνούσα, ένα μπουκάλι υπήρχε πάντα γεμάτο στο ντουλάπι, για να πέσει γενναιόδωρα σε κατσαρόλες και σαλάτες. Θυμάμαι τις γιαγιάδες που το έβαζαν με υπερβολή στα λαδερά τους, θυμάμαι τα εστιατόρια που το έριχναν με το κιλό στις χωριάτικες. Τόσο λάδι, που σε έκανε να παραπονεθείς, αν και πάντα κάθε γκρίνια σταματούσε μόλις ξεκινούσαν οι βουτιές με το ψωμί μέσα στο πιάτο.
Τώρα, το ρίχνεις με το σταγονόμετρο. Σε αρκετές επιχειρήσεις εστίασης, σου φέρνουν πια ένα μικρό μπουκάλι λάδι και σου το χρεώνουν. Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι σου συμβαίνει αυτό. Εσένα, που μεγάλωσες με το «φάε λάδι κι έλα βράδυ», σε έναν τόπο όπου η ελιά πρωταγωνιστεί σε κάθε γωνιά της υπαίθρου, όπου σχεδόν κάθε οικογένεια έχει έναν θείο κι έναν παππού που μια φορά το χρόνο πάει να μαζέψει ελιές. «Αν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι», έγραψε ο Ελύτης, διάολε.
Πού πήγε τόση αφθονία; Πώς φτάσαμε στα λουκέτα πάνω στα μπουκάλια; Λουκέτα έβαζαν στα τρόφιμα οι μαυραγορίτες στην Κατοχή.
Δεν έχει γίνει είδος πολυτελείας μόνο το λάδι, βεβαίως. Η ακρίβεια έχει εκτοξεύσει την τιμή σχεδόν στα πάντα. Πας σούπερ μάρκετ και μετά χρειάζεσαι ψυχοθεραπεία. Παγκόσμια κρίση, σου λένε. Πόλεμος, πολιτικές ανακατατάξεις, αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ως ένα βαθμό κατανοητό, αλλά καλά κρατεί και η αισχροκέρδεια. Ξεκινάει ένας πόλεμος κάπου στον κόσμο, την άλλη μέρα η φέτα στο ελληνικό σούπερ μάρκετ έχει ακριβύνει. «Πότε πρόλαβε;», σκέφτεσαι. «Γιατί;».
Τα είπε και ο πρόεδρος της Ενωσης Εργαζομένων Καταναλωτών, Απόστολος Ραυτόπουλος, πριν από λίγο καιρό, μιλώντας στο Action 24. Μια σύγκριση τιμών μεταξύ τροφίμων που πωλούνται στη χώρα και στο εξωτερικό επιβεβαιώνει μια αισχροκέρδεια άνευ προηγουμένου στην ελληνική αγορά. Η ίδια φέτα που στη Γερμανία πωλείται 8,50 ευρώ το κιλό, εδώ μπορεί να φτάσει και τα 16,50 ευρώ το κιλό.
Τα απορρυπαντικά στην Ελλάδα πωλούνται ακριβότερα κατά 361% σε σχέση με τις υπόλοιπες 26 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ακόμα και οι ταπεινές μπάμιες έχουν διαφορά. Στο Λουξεμβούργο ένα κιλό κατεψυγμένες μπάμιες ελληνικής προέλευσης πωλούνται 7,90 ευρώ και στην Ελλάδα το ίδιο προϊόν κοστίζει 10,48 ευρώ.
Ποια μέτρα έχουν αντιμετωπίσει στη ρίζα του το πρόβλημα της κερδοσκοπίας στην αγορά; Το «Καλάθι της Νοικοκυράς» σώζει την κατάσταση; Εγώ σε κάθε βόλτα μου στο σούπερ μάρκετ βλέπω μόνο το «Καλάθι του Κακομοίρη». Αυτό που δεν γεμίζει με τίποτα. Και που για να του βάλεις μέσα δέκα πράγματα, χρειάζεσαι πλέον πενηντάευρο.