«Πίστευα πάντα ότι αυτό που διαχωρίζει την ελληνική γλώσσα είναι η συνέχειά της», λέει ο καθηγητής Μπαμπινιώτης | Intime News / Creative Protagon
Απόψεις

Γεώργιος Μπαμπινιώτης: 50 χρόνια «Επί τα ίχνη τής γλώσσας»

Πώς γράφεται ένα λεξικό; Πώς συντάσσεται μια γραμματική; Ποια είναι η σχέση Γλωσσολογίας και Λογοτεχνίας; Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τής ελληνικής και ποιες οι μεγάλες στιγμές τής Ιστορίας της; Στο νέο βιβλίο του, ο καθηγητής κατοπτεύει στην ουσία την εργογραφία του, την επιστημονική πορεία του, ξεχωρίζοντας κείμενα από 25 έργα του
Ελευθερία Κόλλια

Μοιάζει με απολογισμό της μακράς πορείας του. Και είναι, το παραδέχεται ο καθηγητής και πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μπαμπινιώτης. Ο λόγος για το νέο βιβλίο του «Επί τα ίχνη τής γλώσσας», «ιχνηλάτηση τόσο σε χώρους της Γλωσσολογίας, όσο και σε προβληματισμούς κατά την αναζήτηση στην επιστήμη», όπως το προσδιορίζει, μιλώντας στο Protagon. «Πενήντα χρόνια βαδίζω επί τα ίχνη τής γλώσσας και αγωνίζομαι να κατακτήσω μια ποιότητα στη χρήση της. Ακόμα βρίσκομαι στην αναζήτηση», αναφέρει με ταπεινότητα στην έκδοση.

Πώς γράφεται ένα λεξικό; Πώς συντάσσεται μια γραμματική; Τι είναι η σύγχρονη Γλωσσολογία; Ποια είναι η σχέση Γλωσσολογίας και Λογοτεχνίας; Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τής ελληνικής και ποιες οι μεγάλες στιγμές τής Ιστορίας της;

Στο βιβλίο ο καθηγητής κατοπτεύει στην ουσία την εργογραφία του, την επιστημονική πορεία του, ξεχωρίζοντας κείμενα από 25 έργα του –που ο ίδιος εκτιμά ως αντιπροσωπευτικά–, παραθέτοντας τις Εισαγωγές και τους Προλόγους τους. Μέσα από τα κείμενα αυτά παρουσιάζεται το σκεπτικό της συγγραφής τους, η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για κάθε έργο, τα χαρακτηριστικά του, η ιδιαιτερότητά του, τα προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν. Ο αναγνώστης εισάγεται όχι μόνο στα χαρακτηριστικά κάθε βιβλίου αλλά και στον γενικότερο γλωσσολογικό προβληματισμό τού συγγραφέα, παίρνοντας πολύτιμες απαντήσεις σε πλείστα όσα ερωτήματα.

Οι μάχες στο πεδίο της Γλωσσολογίας δεν είναι όμως ούτε λίγες, ούτε «αναίμακτες». Υπάρχουν παγίδες, και «αλάθητο» δεν υπάρχει.

«Διαφωνίες και αντιθέσεις, ενίοτε και συγκρούσεις, υπάρχουν πάντοτε», δηλώνει ο καθηγητής, θυμίζοντας ότι η χώρα έχει βιώσει και το γλωσσικό ζήτημα. «Η δική μου στάση ήταν σταθερή ως προς τη διαχρονία και τη συγχρονία της γλώσσας. Πίστευα πάντα ότι αυτό που διαχωρίζει την ελληνική γλώσσα είναι η συνέχειά της.

»Πέρασα από νέα μονοπάτια σκέψης απέναντι στη γλώσσα. Θεωρώ ότι άνοιξα και δρόμους, όπως με την ανάλυση της σχέσης Γλωσσολογίας και Λογοτεχνίας. Ηταν συνεχής η πορεία ανακάλυψης εννοιών, προβλημάτων, λύσεων, ανατροπών. Εκτιμώ, τώρα που διαθέτω επιστημονική και γλωσσολογική πείρα, ότι δεν θα άλλαζα ουσιώδη πράγματα από τα γραπτά μου. Ηταν συνειδητοποιημένες θέσεις, μέσα από έρευνα και πολλή δουλειά. Να διευκρινίσω ότι είχα διπλή θέαση της γλώσσας: ουδέποτε την είδα έξω από την Ιστορία της – κληρονομιά και προνόμιο της Γλωσσολογικής Σχολής των Αθηνών. Και αξιώθηκα να περάσω από τον στρουκτουραλισμό του Φερντινάν ντε Σωσσύρ, στον Νόαμ Τσόμσκυ και τη γενετική-μετασχηματιστική γραμματική, είδα δηλαδή τα πράγματα σε μια συγχρονική, μοντέρνα διάσταση».

 

Ματιά στο περιεχόμενο

Το A’ μέρος τού έργου (Λεξικά) περιλαμβάνονται προλογικά κείμενα για καθένα από τα λεξικά τού καθηγητή Μπαμπινιώτη, στα οποία αναλύεται η θεωρία και πράξη τής λεξικογραφικής εργασίας ανά είδος λεξικού. Σε αυτά προστίθεται και μια εκτενής επισκόπηση τής ιστορίας τής νεοελληνικής λεξικογραφίας, με αποτέλεσμα το κεφάλαιο να αποτελεί ένα κατατοπιστικό πανόραμα τής λεξικογραφίας ως επιστήμης.

Ακολουθούν στο Β’ μέρος (Γραμματικές) προλογικά κείμενα από τρεις Γραμματικές, παρουσιάζοντας, ανάμεσα σε άλλα, μια νέα πρόταση γραμματικής περιγραφής, η οποία, σε αντίθεση με την τυπολογική μορφή τής Παραδοσιακής Γραμματικής, δίνει έμφαση στη λειτουργία των γραμματικών δομών και τη συμβολή τους στην επικοινωνία («δομολειτουργική-επικοινωνιακή προσέγγιση»).

Το Γ’ μέρος (Δοκίμια) περιλαμβάνει προλογικά κείμενα από βιβλία δοκιμίων για τη γλώσσα, στα οποία εκτίθενται γενικότεροι προβληματισμοί για την γλώσσα ως αξία, για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τής Ελληνικής, καθώς και για τη σχέση γλώσσας και εκπαίδευσης.

Στο Δ’ μέρος (Εγχειρίδια – Συλλογικά και Αυτοτελή έργα), που είναι και το πιο εξειδικευμένο τού βιβλίου, περιλαμβάνονται προλογικά κείμενα από ειδικότερες μελέτες. Με αυτά ο αναγνώστης, πέρα από την εισαγωγή του σε βασικά πεδία τής γλωσσικής έρευνας (π.χ. θεωρητική Γλωσσολογία, ελληνικό αλφάβητο, Ιστορία τής Ελληνικής κ.ά.), αποκτά και μια αδρή εικόνα τής επιστημονικής πορείας τού συγγραφέα, από το πρώτο επιστημονικό του έργο (τη διδακτορική του διατριβή) μέχρι την πρωτότυπη για τα ελληνικά δεδομένα εργασία του πάνω στη σχέση Γλωσσολογίας και Λογοτεχνίας.

Το ταξίδι στον αστείρευτο κόσμο της γλώσσας προσφέρει στον αναγνώστη πολύτιμες σελίδες (στο επίμετρο) για την αρχαία Μακεδονική ψευδώνυμη «Μακεδονική» των Σκοπίων, για το γλωσσικό ζήτημα και τους πρωταγωνιστές του, από τον Αδαμάντιο Κοραή ως τον Γιάννη Ψυχάρη, τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη και τον Γεώργιο Κουρμούλη.

Η θεματική ενότητα «Δοκίμια» διεκδικεί με αξιώσεις το ενδιαφέρον εκείνου που θα κρατήσει την έκδοση στα χέρια του, αφού εκεί ο καθηγητής όχι μόνο παραθέτει θέσεις και απόψεις, αλλά και κωδικοποιεί δημοσιογραφικά τα «πρέπει» και τα «μη». Καθιστά σαφές το «Οχι μόνον Αγγλικά!», πλέκει το εγκώμιο της μητρικής γλώσσας, επιβεβαιώνει ότι δεν έχει βρεθεί ακόμη ιδανικός ομιλητής στο γλωσσικό σύμπαν.

Λάτρης του Ελύτη και του Σεφέρη (με αυτή τη σειρά – τον πρώτο έτυχε άλλωστε να τον γνωρίσει προσωπικά και να συνδεθεί μαζί του, μέσα από το έργο του), ο κ. Μπαμπινιώτης ομολογεί την προτίμησή του στην ποίηση, τον Ελιοτ, αλλά και τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Κάλβο, τον Καβάφη.

«Προσωπικά –όσο και αν ακούγεται αυτό προκλητικό– θεωρώ την παιδεία πανάκεια, το μόνο φάρμακο για τα περισσότερα δεινά της χώρας μας», τονίζει κάπου στο βιβλίο του. Αυτή ουσιαστικά είναι και η απάντησή του όταν ερωτάται από το Protagon για τη γλώσσα στα social media, τα greeklish στα chats, τα εξαμβλώματα στον δημόσιο λόγο. «Είναι η πικρή αλήθεια. Υπάρχει υποχώρηση στην ποιότητα του γραπτού και προφορικού λόγου. Δεν λέω για τους νέους ότι είναι άγλωσσοι, αυτά είναι ακραία πράγματα. Εχει χαθεί, όμως, και μιλώ γενικά, η αίσθηση ευθύνης του παρελθόντος απέναντι στη γλώσσα. Εχει πάψει ο νεότερος κόσμος να θεωρεί τη γλώσσα ως αξία, τη βλέπει μόνο ως εργαλείο. Ετσι αρχίζουν οι εκπτώσεις, οι υποχωρήσεις. Για να αλλάξει αυτό, πρέπει να αλλάξει η αντίληψή μας, απαιτείται παιδεία».