Εν μέσω μιας σειράς περιστατικών, τόσο στη ρητορική όσο και επί του πεδίου, δια των οποίων εμπεδώνεται ότι η προοπτική μιας ειλικρινούς και ουσιαστικής ελληνοτουρκικής σύγκλισης παραμένει εξαιρετικά δυσχερής, οι κ.κ. Γεραπετρίτης και Φιντάν συναντήθηκαν ξανά, αυτή τη φορά στο περιθώριο της Συνόδου των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, με δύο βασικούς στόχους: Πρώτον, να επιβεβαιώσουν ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας διατηρούνται ανοιχτοί, και δεύτερον, προκειμένου να προετοιμάσουν την ατζέντα του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, το οποίο θα συνεδριάσει στις αρχές του 2025 στην Αγκυρα, όπου εκτός των άλλων αναμένεται να πραγματοποιηθεί ακόμα ένα τετ-α-τετ κορυφής Κυριάκου Μητσοτάκη – Ταγίπ Ερντογάν.
Είναι φανερό ότι αμφότερες οι πλευρές επιδιώκουν να κρατήσουν εν ζωή των ελληνοτουρκικό διάλογο, εξ ου και κάθε επόμενο βήμα σχεδιάζεται προσεκτικά και σε αρκετό βάθος χρόνου. Αθήνα και Αγκυρα δεν έχουν καταλήξει ακόμα στην ακριβή ημερομηνία της συνεδρίασης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας και ενώ αρχικά αυτό ήταν προγραμματισμένο να συνεδριάσει εντός των πρώτων εβδομάδων του Ιανουαρίου, πλέον γίνεται αντιληπτό ότι μετατίθεται για τον Φεβρουάριο ή ακόμα και αργότερα.
Αλλά η εξέλιξη αυτή δεν μοιάζει να απασχολεί ιδιαιτέρως ειδικά την ελληνική διπλωματία, η οποία προτάσσει κατά κύριο λόγο την ανάγκη εμπέδωσης του σχετικά ήπιου κλίματος, αλλά και την απρόσκοπτη λειτουργία αποκλιμάκωσης των εντάσεων, που κατά γενική ομολογία πληθαίνουν τις τελευταίες εβδομάδες.
Σύμφωνα με άριστους γνώστες του περιεχομένου των επαφών Γεραπετρίτη- Φιντάν, στη 40λεπτη συνομιλία που πραγματοποιήθηκε στο αχανές κτίριο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, η ελληνική πλευρά επεσήμανε για ακόμα μια φορά ότι θα πρέπει να υπάρξει αυτοσυγκράτηση, ειδικά στα ζητήματα που προκαλούν εντάσεις, προκειμένου να διατηρηθεί το καλό κλίμα.
Η συζήτηση αυτή καταγράφεται μόλις λίγες ημέρες μετά τα λεγόμενα του τούρκου υπουργού Άμυνας περί παραβίασης του Πρακτικού της Βέρνης (1976) από την Ελλάδα- αναφορικά με τη διεξαγωγή ερευνών πόντισης ηλεκτρικών καλωδίων που πραγματοποιεί η Αθήνα τόσο στο ανατολικό Αιγαίο, όσο και για τη διασύνδεση με την Κύπρο- αλλά και κατόπιν της ευθείας αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων μέσω αλλεπάλληλων τουρκικών navtex για τις θαλάσσιες περιοχές μεταξύ Λέσβου- Χίου- Σάμου αλλά και Ρόδου- Καρπάθου.
Τα προαναφερόμενα περιστατικά, συνδυαζόμενα με την παρ’ ολίγο θερμή κρίση του περασμένου Ιουλίου με τη συγκέντρωση μονάδων του Πολεμικού Ναυτικού πέριξ της Κάσου, φέρνουν στην επιφάνεια τη χαώδη διαφορά που χωρίζει Ελλάδα και Τουρκία στο ζήτημα πιθανής οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και του Πρωθυπουργού, αυτό που προέχει στην τρέχουσα συγκυρία, ανεξαρτήτως της προόδου ή μη επί των ουσιαστικών θεμάτων, είναι να υπάρχει επικοινωνία έτσι ώστε να αποσυμπιέζονται οι καταστάσεις, όπως για παράδειγμα οι παραπάνω, που δημιουργούν συνθήκες έντασης. Άλλωστε, τόσο ο κ. Γεραπετρίτης όσο και ο κ. Φιντάν έχουν επανειλημμένως αναφερθεί δημοσίως στην απευθείας μεταξύ τους επαφή που έχει λειτουργήσει αποσβεστικά.
Η συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών στις Βρυξέλλες πραγματοποιήθηκε μόλις λίγες ώρες μετά την ολοκλήρωση των ελληνοτουρκικών επαφών στο πλαίσιο της θετικής ατζέντας και του πολιτικού διαλόγου. Οι κ.κ. Γεραπετρίτης και Φιντάν ενημερώθηκαν στις Βρυξέλλες για την πορεία των διαβουλεύσεων, με την Αθήνα να εκτιμά ότι ο διάλογος εξελίσσεται ικανοποιητικά, ενώ είναι ενδιαφέρον ότι οι επικεφαλής της ελληνικής και της τουρκικής διπλωματίας αναχώρησαν σχεδόν ταυτόχρονα από τη βελγική πρωτεύουσα με προορισμό τη Μάλτα, όπου και συνεδριάζει το Συμβούλιο του Οργανισμού Ασφάλειας και Συνεργασίας για την Ευρώπη (ΟΑΣΕ), με Ελλάδα και Τουρκία να έχουν καταθέσει από κοινού υποψηφιότητες: για τη θέση του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού, την οποία καταλαμβάνει ο Φεριντούν Σινιρλίογλου και της Διευθύντριας για Θέματα Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την οποία εγκρίνεται η κ. Μάνια Τελαλιάν.
Μπορεί η πιθανότατη έγκριση της κοινής υποψηφιότητας να συμπεριλαμβάνεται στα πλέον έμπρακτα βήματα της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, είναι βέβαιο όμως ότι θα προκαλέσει εκατέρωθεν αντιδράσεις, ειδικά για τον κ. Σινιρλίογλου ο οποίος ως μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στα Ηνωμένα Έθνη την περίοδο 2016- 2023 κατέθεσε στον Οργανισμό τις επιστολές δια των οποίων αμφισβητείται η κυριαρχία των ελληνικών νησιών, συνδυαζόμενη με το τουρκικό αίτημα περί αποστρατιωτικοποίησης του Αιγαίου.
Οπως, πάντως, παρατηρούν έμπειροι αναλυτές, την επόμενη χρονική περίοδο η Τουρκία και δη ο κ. Φιντάν θα απασχοληθούν κατά κόρον με τις εξελίξεις στη Συρία, με αποτέλεσμα τα έτερα διπλωματικά ζητήματα, μεταξύ των οποίων και τα ελληνοτουρκικά, να περνούν σε δεύτερη μοίρα για την Άγκυρα. Άλλωστε, ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών διαδραματίζει εδώ και πολλά χρόνια κομβικό ρόλο στην ανάπτυξη ενός πολυδαίδαλου δικτύου στη Μέση Ανατολή και δη στη Συρία, γεγονός που τον καθιστά έναν από τους ρυθμιστές της νέας εμφυλιακής φάσης, όντας παραλλήλως συνομιλητής με όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές, μεταξύ των οποίων οι Αμερικανοί, οι Ρώσοι και οι Ιρανοί. Η περαιτέρω στάση της Τουρκίας στη Συρία μπορεί να καθορίσει εν γένει τη διπλωματική παρουσία της στην ευρύτερη περιοχή.
Εν τω μεταξύ, με ενδιαφέρον αναμένονται τις επόμενες ημέρες οι εξελίξεις των ερευνών του ιταλικού πλοίου Ievoli Relume για την- επεισοδιακή- ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας- Κύπρου. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των Βασίλη Νέδου και Χρύσας Λιάγγου στην Καθημερινή, η Λευκωσία δεν φαίνεται διατεθειμένη να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της, με αποτέλεσμα οι έρευνες να έχουν ουσιαστικά καθηλωθεί.
Το γεγονός αυτό ενοχλεί την ελληνική κυβέρνηση, η οποία αφενός έχει απωλέσει πολιτικό κεφάλαιο- ειδικά με το περιστατικό της Κάσου- αφετέρου θεωρεί ότι τελεί αδίκως σε ένα καθεστώς δυνάμει έντασης με την Τουρκία και μάλιστα άνευ αποτελέσματος. Ανώτατες πηγές του Υπουργείου Εξωτερικών επαναλαμβάνουν χαρακτηριστικά ότι η πεποίθηση της Αθήνας είναι πως το έργο πρέπει να συνεχιστεί βάσει προγράμματος, καθώς είναι μέγιστης γεωπολιτικής σημασίας και λειτουργεί υπέρ της άρσης της ενεργειακής απομόνωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.