| CreativeProtagon/SOOC
Απόψεις

Φτάνει πια με την τιμή του αρνιού!

Πήγε, λέει, η σφαγή ένα ευρώ το κιλό. Σώπα, ρε μεγάλε! Και ο άλλος που εξηγεί γιατί το ελληνικό αρνί είναι καλύτερο. Και σκάνε και οι χασάπηδες με ματωμένες ποδιές σαν στον Ντάνιελ Ντέι Λιούις στις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης». Μαζί τους οι απαραίτητοι ηλικιωμένοι πελάτες, που έχουν καβαλήσει τα 140 ο καθένας τους και υπάρχουν μόνο ως ξωτικά στη Βαρβάκειο
Κώστας Γιαννακίδης

Για τους περισσότερους συμπατριώτες μας δεν υφίσταται Πάσχα χωρίς αρνί ή κατσίκι. Επίσης δεν είναι λίγοι οι συνάνθρωποί μας που αδυνατούν να επισκεφτούν χωρίς άγχος τον κρεοπώλη. Τα λεφτά τους είναι μετρημένα μέχρι τελευταίου ευρώ. Και αγωνιούν για την εξέλιξη των τιμών.

Συνεπώς, τα κανάλια ορθώς ενημερώνουν το κοινό για την εξέλιξη των τιμών αν και, μεταξύ μας, η πληροφόρηση αφορά αυτούς που δεν βγαίνουν από το σπίτι. Οι υπόλοιποι μπορούν να ρίξουν μια ματιά στην ταμπελίτσα που τοποθέτησε ο κρεοπώλης της γειτονιάς πάνω στο τσιγκέλι. Το ίδιο περίπου ισχύει και για την ενημέρωση σχετικά με την κίνηση στους δρόμους: όσοι είναι σπίτι δεν ενδιαφέρονται και όσοι οδηγούν δεν μπορούν να δουν τηλεόραση.

Ας δεχθούμε, λοιπόν, ότι η τιμή του αρνιού είναι θέμα εθνικού ενδιαφέροντος. Μπορούν να την αναφέρουν σε κάθε δελτίο. Ας στήσουν ένα παρατηρητήριο τιμών, ενημερώνοντας τους καταναλωτές με κινούμενη λωρίδα στη βάση της οθόνης, όπως έκαναν παλαιά με το χρηματιστήριο. Ομως κάθε μέρα κάθονται και συζητούν την τιμή του αρνιού περίπου όπως ανέλυαν τις διακυμάνσεις στις τιμές καυσίμων, όταν άρχισε ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Απλώς τώρα δεν εμφανίζεται ο κοστουμαρισμένος αναλυτής, αλλά ο ταλαιπωρημένος τσομπάνης που εξηγεί πόσο ανατιμήθηκαν οι ζωοτροφές. Και από δίπλα ανοίγουν τηλεοπτικά παράθυρα που αφορούν πράγματα τα οποία δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Πήγε, λέει, η σφαγή ένα ευρώ το κιλό. Σώπα, ρε μεγάλε! Και ο άλλος που εξηγεί γιατί το ελληνικό αρνί είναι καλύτερο από το βουλγάρικο. Και σκάνε και οι χασάπηδες με ματωμένες ποδιές σαν στον Ντάνιελ Ντέι Λιούις στις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης».

Μαζί τους οι απαραίτητοι ηλικιωμένοι πελάτες, που έχουν καβαλήσει τα 140 ο καθένας τους και υπάρχουν μόνο ως ξωτικά στη Βαρβάκειο. Στο μεταξύ, αν δεν υπήρχαν οι αλλαγές στις τιμές, θα μπορούσε να παίζει το ρεπορτάζ από το 1990 με τον Τέρενς Κουίκ να λέει «ψυχούλα μου» ένα κατσικάκι, ρωτώντας μετά πόσο κάνει το κιλό.

Παρεμπιπτόντως, μια και λέω για δημοσιογράφους, αναρωτιέμαι πώς γίνεται και οι ίδιοι να μην το έχουν βαρεθεί ως θέμα. Θα μου πείτε ότι και οι ιερείς δεν γίνεται να βαρεθούν που επαναλαμβάνουν κάθε χρόνο τις λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας. Είναι κομμάτι της δουλειάς. Ομως, βρε παιδί μου, βλέπω τον Παπαδάκη να συνδέεται με τη Βαρβάκειο και σκέφτομαι ότι αυτός ο άνθρωπος, στα τόσα χρόνια που κάνει τηλεόραση, έχει ασχοληθεί τόσο πολύ με τα αρνιά, που στο τέλος έμαθε φλογέρα. Δηλαδή πέφτει και κοιμάται ανά πάσα στιγμή με τα προβατάκια που έχει μετρήσει στη ζωή του.

Ναι, εν τέλει θα συμφωνήσω, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Είναι οι μέρες τέτοιες. Που αρχίζουν με αρνιά, συνεχίζονται με Ρωμαίους, βιβλικούς ήρωες, λαϊκά τραγούδια, μεγάλα τραπέζια, αγκαλιές, φιλιά. Και τελειώνουν με ένα ρέψιμο όπου, κατά κάποιον τρόπο, το αρνί έχει πάλι τον τελευταίο λόγο.