Πόσες τσέπες έχει το κράτος; Πόσα συρτάρια; Πόσες τρύπες χωράνε ανθρώπους; Πόσα δεν ξέρουμε; Τι ενώσεις, τι διακλαδώσεις; Δεν χωράει ο νους σου. Και παραλλήλως «Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη», επικαλέστηκε ο υπουργός Χρυσοχοΐδης. Τι ακριβώς σημαίνει «πολιτική ευθύνη»; Εχει ταμείο; Πού πληρώνεις; Γιατί δεν μπορώ να πληρώνω κι εγώ λάθη τοιουτοτρόπως;
Χαράζεις πορεία. Πέφτεις, σηκώνεσαι, ακυρώνεις, κτίζεις, ελπίζεις, φτύνεις, λες «όχι» που σε τιμάνε, «όχι» κι ας σε πονάνε, «όχι» που η ψυχή σου ξέρει τον κόπο, αλλά και πάλι θα τα ξανάλεγες. Δίπλα σου περνάνε άνθρωποι που εκτιμάς, που σου είναι αδιάφοροι, που τους θαυμάζεις, που σου είναι ενδιαφέροντες, που σιχαίνεσαι. Τους τελευταίους, τους κρατάς μακριά. Δημιουργείς τη δική σου φωλιά, με τις δικές σου αξίες. Παίρνεις ακέραια την ευθύνη του εαυτού σου και των ανθρώπων που έσπειρες. Λες, από το πέρασμά μου στη Γη, ας μείνει τουλάχιστον αυτό.
Δεν είναι τα παιδιά σου, είναι οι σύντροφοι αυτών που θα αγαπήσουν, είναι οι γονείς αυτών που και εκείνα θα σπείρουν, είναι οι πολίτες, οι συμπολίτες… Δες πώς μεγαλώνει ο κύκλος από ένα παιδί που, όλο κι όλο, έσπειρες! Δεν είναι για πλάκα τα παιδιά. Πληρώνεις τις υποχρεώσεις σου. Α! Ολα κι όλα. Οταν χρωστάς, τινάζεσαι στον ύπνο σου. Είσαι σωστός, γιατί δεν μπορείς αλλιώς. Ζεις τον αγώνα του έντιμου, του αξιοπρεπούς ανθρώπου. Μιλάμε για χοντρό αγώνα! Στηρίζεσαι στα πόδια σου. Αν και στα πόδια σου έρχονται –ποτέ δεν κατάλαβες πώς γίνεται;– και μπερδεύονται πόδια άλλων.
Γελοίοι τύποι αποσπούν το βλέμμα σου, αποσπούν την προσοχή σου, σου ρουφάνε, όχι, όχι προς Θεού. Ασ’ τους! Εκείνοι τη θλιβερή διαδρομή τους, εσύ τη δική σου. Αυτόματα επανα-προγραμματίζεσαι. Κάπως ως εποχιακόν είδος τους υπολογίζεις. Εχεις δει πολλούς από δαύτους. Ψευτοψηλώνουν, ψωνάρες του κερατά, παγώνια. Ανοίγουν κάτι φτερά να! Μετά, κάπως γίνεται και τα φτερά καψαλίζονται. Ξεπουπουλιασμένες κότες καταντάνε. Ασ’ τους! Μη χάνεις χρόνο. Αξιοθρήνητοι κι έτσι κι αλλιώς. Φτάνεις μέχρι και να χωράς λύπηση. Μιλάω, μιλάω, εν ολίγοις μιλάω για κάθε αξιοπρεπή άνθρωπο και τη διαδρομή του. Ενας ανάμεσα σε δισεκατομμύρια άλλους. Εχει δει πολλά. Εχει συνηθίσει. Και όσα δεν τα πάει κάτω, πάλι τα προσπερνάει. Δεν ήρθε ως σωτήρ του κόσμου. Και τον εαυτό σου να σώσεις, κι αυτό μετράει. Ασ’ τους μωρέ! Ασ’ τους!
Μα είναι κάτι στιγμές… Είναι κάτι στιγμές που σκάει μέσα σου η απόλυτη ακύρωση. Σηκώνεις τα χέρια! Σιχτιρίζεις Θεούς και δαίμονες. Άι στο διάολο! Νιώθεις κορόιδο. Νιώθεις θηρίο ανήμερο. Ποιος είναι μωρέ ένας Φουρθιώτης; Πόσες τρύπες έχει αυτή η γελοία παράγκα που τη λέμε κράτος και πόσους χωράει να τρυπώνουν; Πόσες τσέπες έχει να πληρώνει; Δεν με νοιάζει να στηλιτεύσω κανέναν Φουρθιώτη. Με νοιάζουν όσοι παραμερίζουν για να περάσει, σφυρίζοντας αδιάφορα και μετά κάνουν τους ξαφνιασμένους. Και δήθεν σπεύδουν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα. «Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη». Είχε λιγότερους αστυνόμους φρουρά απ’ όσους καταγγέλθηκαν ότι είχε. Αυτό ήταν το θέμα. Τελικά το «Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη» σημαίνει λέω αρλούμπες για να μην πω το απλούστερο: «Επί του συγκεκριμένου, φερθήκαμε ανάξιοι. Συγγνώμη. Δεν θα ξαναγίνει». Αλλά αυτή τη γλώσσα τη μιλάνε μόνο μη πολιτικά όντα. Αναγνώστες μου, ενώ νιώθω ότι υπάρχει ελπίς, φοβάμαι ότι δεν υπάρχει ελπίς. Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε…
ΥΓ. Κάποτε άκουγα έναν ταξιτζή να μακαρίζει το γεγονός ότι μια πολιτικός εκδιώχτηκε από την πολιτική σκηνή. «Εφυγε μεν, αλλά για πάντα θα την πληρώνουμε να ξέρετε» του είπα. «Τι εννοείς, κυρία μου;» με ρώτησε αναψοκοκκινισμένος. «Εννοώ ότι αφού πέρασε από Πρόεδρος της Βουλής, την πληρώνουμε με ένα σωρό παροχές εσαεί», «Αποκλείεται» μου λέει. «Κι όμως» επιμένω. Τραβάει φρένο, βγαίνει έξω από το αυτοκίνητο, ξαναμπαίνει ενώ τραβάει ένα χαρτομάντιλο και σκουπίζεται. «Θα πάω από σκασμό, κυρία μου. Δεν σωνόμαστε με τίποτα!» είπε και ξεκίνησε. Αυτό έπαθα κι εγώ.