Ο Γιάννης Φλωρινιώτης ως σόουμαν της λαϊκής πίστας και (δεξιά) με τον Μάνο Χατζιδάκι | CreativeProtagon
Απόψεις

Φλωρινιώτης, η «φίρμα» που ήρθε σαν «αστροναύτης»

Ο Γιάννης Φλωρινιώτης ήταν αυτό που ήταν. Αστραφτερός και (βαριά) λαϊκός. Ο Χατζιδάκις το είχε εξηγήσει: «Ανήκει στην κατηγορία των τραγουδιστών που μεταμορφώνουν το τραγούδι σε ένα αυτεξούσιο εκφραστικό στοιχείο απόλυτα δικό τους. Ετσι, η οποιαδήποτε συμβατικότητα του τραγουδιού εξαφανίζεται και απομένει το αληθινό αίσθημα»
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

Ποιος θα φανταζόταν, την σήμερον ημέρα, πως θα μπορούσε να ακούσει το «Πειράζει που είμαι μεγάλη φίρμα» με τη συνοδεία τσέμπαλου; Μπα, δύσκολο.

Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να το κάνει πραγματικότητα ο αξέχαστος Μάνος Χατζιδάκις. Που, για να τα λέμε και αυτά, αρεσκόταν και στην… αντιδραστική εκκεντρικότητα όταν πιεζόταν από τον ελληνικό περίγυρο να δεχτεί αυτό που την σήμερον ημέρα (επίσης) θέλουμε να ονομάζουμε «κανονικότητα».

Το ημερολόγιο έδειχνε Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 1980. Και το στούντιο του Τρίτου Προγράμματος, με τον Χατζιδάκι στο τιμόνι, φιλοξενούσε έναν «απρόσμενο» καλλιτέχνη: τον Γιάννη Φλωρινιώτη, κατά κόσμον Γιάννη Αποστολίδη. Μεγάλη φίρμα στα κέντρα των δυτικών συνοικιών. Λαϊκό και εκκεντρικό.

Με δυο λόγια; «Τόσα χιλιόμετρα λαμέ και δεν σε νίκησα καημέ», που έγραφε αργότερα ο «μαθητής» του Χατζιδάκι, Σταμάτης Κραουνάκης, για μια άλλη φίρμα: τη Ζωζώ Σαπουντζάκη.

Θα μού πείτε, άλλο η Ζωζώ, άλλο ο Φλωρινιώτης. Θα σας παραθέσω, σε απάντηση, την εισαγωγή που είχε εκφωνήσει ο ίδιος ο Μάνος στην εκπομπή του Φλωρινιώτη (σε παραγωγή του Αρη Δαβαράκη) στο Τρίτο – και αυτό αντί για κατευόδιο, τώρα που ο Φλωρινιώτης-Αποστολίδης πέταξε για αλλού:

«Ο αστροναύτης απεδείχθη όχι αστροναύτης, κι έτσι δεν υπάρχει θέμα επιστροφής. Εκανα λάθος. Είναι άστρο και πρώην ναύτης οριστικά. […]

»Ξεκίνησα να ασχοληθώ με το πρόβλημα της επιστροφής του επί γης, και αγνοούσα ότι υπάρχει παντοδύναμος, πλασμένος με το υλικό ενός μεγάλου τραγουδιστή. Μόνο που δεν το ξέρει ο ίδιος.

»Τον Φλωρινιώτη τον ανακάλυψε ένα είδος τραγουδιού που δε θα μας απασχολούσε παρά μονάχα σαν ένα εντατικό σύγχρονο πρόβλημα. Κι όμως, πλησιάζοντας ανακαλύψαμε έναν μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή της κλάσεως ενός Gardel ή ενός Mouloudji. […]

»Ο τραγουδιστής σαφώς τραγουδάει με ήθος. Πόσοι τραγουδιστές, λαϊκοί και μη, μπορούν να ισχυριστούν κάτι παρόμοιο; […]

»Ασφαλώς ο Φλωρινιώτης ανήκει στη κατηγορία των τραγουδιστών που μεταμορφώνει το τραγούδι σε ένα αυτεξούσιο εκφραστικό στοιχείο απόλυτα δικό του. Ετσι, η οποιαδήποτε συμβατικότητα του τραγουδιού να εξαφανίζεται, και να απομένει το αληθινό αίσθημα που διοχετεύεται μέσα από μια ενστικτώδη και άφθαστη τεχνική του τραγουδιστή».

Να κρατήσω και ένα σχόλιο του Μάνου για τη «Μάνα» του υπαίτιου για τα σουξέ του Φλωρινιώτη, Κώστα Ψυχογιού, που ακούστηκε… αγνώριστο σε εκείνη την εκπομπή (την οποία έχει περιγράψει λεπτομερώς ο Αντώνης Μποσκοΐτης):

«Το τραγούδι που ακούσαμε δεν έγινε μελόδραμα, ούτε ευτελές κατασκεύασμα για να προκαλέσει δάκρυα. Ο Φλωρινιώτης το τραγούδησε με την ίδια εσωτερικότητα που θα τραγουδούσε κι ένα τραγούδι της καταγωγής του, ένα τραγούδι του Πόντου. […]

»Το αίσθημα ανθίζει και στο ευτελές. Πολλές φορές, τα διάσημα τραγούδια της Αμερικής και της Γαλλίας τραγουδισμένα από μεγάλους λαϊκούς τραγουδιστές, ακινητούν τη λογική μας και τοποθετούνται μέσα μας ανεξίτηλα χωρίς το περιεχόμενο να μας δικαιολογεί. Και βέβαια, συντελεί ο τρόπος που τα τραγουδάει μια μεγάλη φωνή ή ένας μάστορας τραγουδιστής.

»Ετσι και στην πολυτραγουδισμένη νεράιδα της Ανατολής, την Σεχραζάτ. Κι όμως, αυτό το ρόδον του Ισμπαχάν, με τον Φλωρινιώτη γίνεται εκτάκτως σοβαρόν και ανησυχητικά ωραίον. […]

»Το τσέμπαλο ταιριάζει στον Φλωρινιώτη. Γιατί τον βοηθάει να τοποθετηθεί άνετα πλάι στους προκλασικούς και να εξοστρακίσει έτσι με ευκολία τους τραγουδιστές παραδείγματος χάριν της Λυρικής Σκηνής.

»Πάντως, μαζί με τον Φλωρινιώτη, εργάζονται νέα παιδιά που δεν στερούνται τάλαντου και καλού γούστου, μόλο που υπηρετούν ένα είδος τραγουδιού “ευτελές” για τους ακροατές των άλλων ραδιοσταθμών και της τηλεόρασης, αλλά όχι ελπίζω για τους ακροατές του Τρίτου. […]

»Το μυστικό λοιπόν είναι ο Φλωρινιώτης χωρίς το ηχητικό κλίμα του δίσκου και των νυχτερινών κέντρων. Με μια συνοδεία απλή, η φωνή του αναδεικνύει το τραγούδι σε επίπεδα που ίσως δεν είχαν προβλεφθεί. […]

»Μη φανταστείτε ότι θα τον ακούσετε έτσι στους δίσκους ή στο κέντρο που τραγουδάει. Αλλά όμως και αυτό που ακούσατε δεν είναι ένα παιχνίδι δικό μας εδώ στο Τρίτο. Είναι μια πραγματικότητα που στάθηκε και σε μας έκπληξη. Ο Γιάννης Φλωρινιώτης τραγούδησε το ένα τραγούδι μετά το άλλο στην αλήθεια του, μ’ αυτή την ανεξήγητη δύναμη που του πρωτοφανερώθηκε σαν ήταν κιόλας παιδί».

Το παιδί που από τα ορφανοτροφεία, όπως σχετικά πρόσφατα αποκάλυψε σε τηλεοπτικές εκπομπές, έφτασε να γίνει… το τραγούδι του: «Μεγάλη φίρμα», κυρίως για μια πενταετία, 1978-1982.

Προτού ξεκινήσει η πορεία προς μια –ταιριαστή στα κέντρα του είδους– παρακμή, στις αισθητικές επεμβάσεις, στις επεμβάσεις για να επαναφέρει όσα άλλαξαν, στην περιθωριοποίηση από το «συνάφι».

Οπως η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη φέρεται να έσυρε ή έστω να έπεισε τον Μάνο να ακούσει τον Φλωρινιώτη στη «Νέα Αθηναία» στις Τζιτζιφιές, ως «φαινόμενο» της νύχτας (έτσι τον είδαν και η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Τζένη Καρέζη και η Ρένα Βλαχοπούλου και άλλοι), έτσι και προσωπικά έφτασα, εξαιτίας φίλων, να τον δω στο κέντρο «Τα Μαχαιρώματα» (!) στις Τρεις Γέφυρες, και στο «Paparazzi», στα σύνορα Αγίας Βαρβάρας και Αιγάλεω (ανάμεσα στην εξίσου λαμέ κόρη του Αννούλα και τον γιό του).

Οχι, μην περιμένετε να διαβάσετε «κριτική». Ο Γιάννης Φλωρινιώτης ήταν αυτό που ήταν. Αστραφτερός και (βαριά) λαϊκός. Το πώς και πόσο τον έβλεπε, το αποφάσιζε το κοινό.

«Ξεχωριστό με κάνει το ότι έκανα πράγματα πολύ προχωρημένα εδώ στην Ελλάδα», έλεγε πρόσφατα στο Open. «Αν μού δινόταν η ευκαιρία, είχα πάρα πολλά να δώσω. Μού σταματήσανε πολλές φορές τον δρόμο».

Ποιοι; Κατά καιρούς τα είχε βάλει με τον Λευτέρη Πανταζή, που τον είχε συγχωρέσει –υποστήριζε– επειδή του πήρε τραγούδια του, αλλά και με την Αντζελα Δημητρίου, που του είχε υποσχεθεί –έλεγε– ότι θα εμφανίζονταν μαζί, αλλά στη συνέχεια τον απέφυγε.

Στο μεταξύ, πάντως, είχε ως «μεγάλη φίρμα» παίξει στην ταινία του Γιώργου Σταμπουλόπουλου «Και Ξανά Προς τη Δόξα Τραβά». Ενώ ο ίδιος ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής (στα ντουζένια της τότε) Vasipap, Bασίλης Παπαδόπουλος, του έδωσε να γράψει το σενάριο, αλλά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη βιντεοταινία «Ο Τραγουδιστής και το Κορίτσι του Μπαρ», στην οποία τον «κακό» έκανε ο επίσης αοιδός Ζαφείρης Μελάς. Και τραγούδησε, εκτός από τον Φλωρινιώτη και τη Ρένα Βιολάντη, ο πολύς Βασίλης Καρράς!

Ο ίδιος ο Γιάννης Φλωρινιώτης είχε ισχυριστεί μετά την εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα της Κρατικής Ραδιοφωνίας: «Ο Μάνος Χατζιδάκις με ήθελε για την παράσταση “Οδός Ονείρων 2”, αλλά όλοι οι άλλοι τού είπαν πως δεν με θέλουν. Μόνο η Μελίνα Μερκούρη είπε: “Εγώ γουστάρω να δουλέψω δίπλα από τον Φλωρινιώτη».

Σούσουρο. Ξαφνικά βγήκαν δημοσιεύματα στις εφημερίδες που είκαζαν και τους πρωταγωνιστές: ο Γιώργος Μαρίνος, ο Φλωρινιώτης, μια σειρά από ονόματα του θεάτρου και η Μελίνα Μερκούρη με ένα νέο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, πού της έγραψε για το «Γλυκό Πουλί της Νιότης» του Τενεσί Ουίλιαμς, που έπαιζε τότε.

Και το σούσουρο ακολούθησαν οι δημόσιες δηλώσεις. Η Μελίνα δήλωνε στα ιστορικά «ΝΕΑ»: «Μου έγινε πρόταση να πρωταγωνιστήσω το καλοκαίρι σ’ ένα μιούζικαλ, όπου θα εμφανίζεται και ο Φλωρινιώτης. Μου είπαν, μάλιστα, ότι θα γραφτεί κι ένα νούμερο σχετικό με το “Γλυκό πουλί της νιότης”. Φυσικά εκάγχασα και απέρριψα την πρόταση». Διορθώνοντας αργότερα το «εκάγχασα», που το απέδωσε σε… χαμόγελο, το οποίο παρεξηγήθηκε.

Για το φινάλε αυτής της ιστορίας, του Γιάννη Αποστολίδη-Φλωρινιώτη, δεν θα κρατήσω τις 310 ψήφους που πήρε ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στη Θεσσαλονίκη, το 2019, με τον συνδυασμό του Παναγιώτη Ψωμιάδη (και δεν εκλέχτηκε).

Θα προτιμήσω να θυμηθώ τη δική του αποτίμηση, με τα δικά του λόγια, τα τελευταία χρόνια: «Είμαι λαϊκός τραγουδιστής, το μπέρδεψα με το μοντέρνο και ντύθηκα εκκεντρικά. Οταν ο Χατζιδάκις μίλησε για μένα, μόνο καλό μού έκανε, αλλά μετά από αυτό έφαγα σαμποτάζ».

Σημασία έχει, στο τέλος τέλος, πως τα δέχτηκε όλα εκείνος: «Η δουλειά μας είναι από τις πιο βρώμικες, με πολλά πισώπλατα μαχαιρώματα. Τα έχω ζήσει όλα, σε όλο τους το μεγαλείο, αλλά δεν έδινα σημασία. Εκανα αυτό που ήθελα».