Το φιλέορτον και το πανηγυρομανές της φυλής είναι αναντάμ παπαντάμ γνωστό και παραδεδεγμένο. Όπου γάμος και χαρά εμείς πρώτοι: ένα έθνος Βασίλω. Και όμως η έως παρεξηγήσεως εορτομανία και φεστιβαλολύσσα επιμένει να ανανεώνεται με δελτία τύπου λέξεων όπως «αντάμωμα», «δρώμενα», «παραδοσιακό workshop», «βιωματική δράση» ή ακόμη και «αυτοβελτίωση». Από κοντά τα κλασικά «μα-πού-εξαφανίστηκαν-οι-γάτες» σουβλάκια, τα ζεστά μπιρόνια, οι λευκές πλαστικές καρέκλες-σύμβολα ενώ ανακρούονται παιάνες νοσταλγίας του στυλ «αχ το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή».
Από την εποχή του επιχορηγούμενου Μπρεχτ και του τάχα αντιστεκόμενου «Όχι, δεν πουλάμε», η φαντασία των απανταχού φεστιβαλοκατασκευαστών έχει κάνει άλματα. Ναι, υπάρχουν Γιορτές και Φεστιβάλ που παράγουν εκπαιδευτικό και καλλιτεχνικό έργο ποιότητας με χίλιους κόπους και βάσανα, που προβάλλουν τόπο και έργο, που κάνουν τη ζωή των τοπικών κοινωνιών κάπως πιο ανεκτή. Δεν γίνεται π.χ. να μη σημειωθούν οι Γιορτές Μανιταριού στα Γρεβενά, όπου δένεται με θαυμαστό τρόπο η άλλη θέαση ζωής με τις τέχνες και το τοπικό προϊόν.
Το ελληνικό φεστιβαλικό δαιμόνιο όμως οργιάζει. Με πρόσχημα τα τοπικά προϊόντα, ανακαλύπτεις πως η γαστρονομία (η μάσα – χάψα δηλαδή, για να είμαστε ειλικρινέστεροι) είναι ο κοινός θεματικός άξονας πάμπολλων εκδηλώσεων ανά τη χώρα. Η Τέχνη ξεκινά απ’ το γεμάτο στομάχι εξάλλου. Ξέραμε και στο χωριό τι εστί επίγευση, Μαριγούλα μου, άσε που από πάντα υπήρχε η υποψία πως η γιαγιά Παρέσσα ήταν ένα είδος mixologist, όταν έφτιαχνε τανομένο σορβάν.
Μία πρόχειρη απαρίθμηση φετινών αυγουστιάτικων προσκλήσεων αλλά και μια βόλτα (με την Google tours για πιο γρήγορα) σ’ αφήνει με το στόμα ανοιχτό: πέρα από τα απαραίτητα «εθνικά» μας προϊόντα (ελιά, λάδι, φέτα, ούζο και εσχάτως η πασπαρτού αλόη-κομπολόι) ανακαλύπτεις πως υπάρχουν επίσης ενδεικτικά αναφερόμενα:
– Φεστιβάλ ροδάκινου
– κερασιού
– σύκου και παστελαριάς μαζί
– μελιτζάνας
– ρεβιθιού
– φασολιού
– φουντουκιού
– μπακάλικης (και ουχί πιπερένιας) πιπεριάς
– ψωμιού
– πίτας
– μπίρας
– χάμπουργκερ
– χωριάτικου λουκάνικου
– μακαρονάδας
– σαρδέλας
– χταποδιού
– μυδιού
– γλυκού του κουταλιού
και ουκ έστι τέλος στη λίστα.
Καταφανώς λείπουν απ’ τον κατάλογο και αδικούνται η κουτσομούρα ή ο συκοφαντημένος απ’ τον Πειραιά γαύρος ενώ βρέθηκε –χωρίς ταραχές και διαδηλώσεις- και φεστιβάλ (μπρρρ) μπάμιας. Εντύπωση προκαλεί εξάλλου πως οι ευφάνταστοι υπεύθυνοι δεν προχώρησαν ακόμη σε πιο σύνθετες αισθητικές αναζητήσεις όπως φεστιβάλ φρικασέ, γιορτές εντράδας ή γεμιστών (με κιμά ή άνευ).
Είμεθα ανεπιστρεπτί έθνος κοιλιόδουλον. Όσο κι αν παραμένει ισχυρή η ανάγκη της θερινής συνάντησης με ό,τι κανείς θεωρεί ρίζα και η μνήμη της χαράς του πάλαι ποτέ ελληνικού πανηγυριού, δεν γίνεται να μην υπάρξει και η άλλη ανάγνωση: Οι φθηνές εκπομπές μαγειρικής της τηλεόρασης της κρίσης (ένα είδος πορνό, μια και βλέπουμε, όσα ποτέ δε θα κάνουμε) έφθασαν τελικά μέχρι φεστιβαλοποίησης.
Ας ελπίσουμε να μη περάσει από το μυαλό κανενός καπάτσου ατζέντη να ζητήσει από τον μέγιστο Ηλία Μαμαλάκη να βγει για καλοκαιρινή τουρνέ.