Τα δυο μαγαζάκια, ας τα πούμε κατ’ ευφημισμό καφετέριες, ήταν δίπλα-δίπλα σε μια στροφή του κεντρικού αυτοκινητόδρομου που οδηγεί από την μια πλευρά του νησιού στην άλλη. Κάμποσος κόσμος περνά από κει ειδικά το καλοκαίρι, όλο και κάποιος κατεβαίνει για να πάρει καφέ και νερό για το υπόλοιπο του δρόμου. Η ύπαρξη δυο μαγαζιών, το ένα δίπλα στ’ άλλο, δημιουργεί μεν την αίσθηση μιας πιάτσας που ενδέχεται να καθιερωθεί τοπικά όπως κάποτε ο «Λεβέντης» μετά τον Aγιο Κωνσταντίνο, αλλά δημιουργεί και επιχειρηματικές εντάσεις.
Διότι έχουν βγάλει και οι δυο μαγαζάτορες από έναν κράχτη στον δρόμο και μόλις ένα αμάξι κόψει ταχύτητα με πρόθεση να παρκάρει, ορμούν κατά πάνω του προσπαθώντας να κατευθύνουν τον οδηγό και τους επιβάτες προς το δικό τους μαγαζί. Κάτι σαν τους τσολιάδες στα βλάχικα στην Βάρη, αλλά στο πιο επτανησιακό, καθότι στην δυτική νησιωτική Ελλάδα κάνω διακοπές. Η αντιπαράθεση των δύο υπαλλήλων (ή μήπως ιδιοκτητών;) μπροστά στους αναποφάσιστους οδηγούς είναι μεν σκληρή και αποφασιστική, αλλά διατηρεί εκείνη την χαρακτηριστική τραγουδιστή χροιά της επτανησιακής διαλέκτου, της οποίας ακόμα και οι βρισιές μοιάζουν με ερωτικά παρακάλια ή με άριες.
Αν ήταν οπουδήποτε αλλού, οι δυο κράχτες θα πιάνονταν στα χέρια έτσι που κινούνται ελεύθερα στον χώρο, δίχως να μένει ο καθένας στην δική του επικράτεια. Αν ήταν στην Κρήτη, θα είχαν μαχαιρωθεί. Αλλά στα Επτάνησα αρκούνται στην –ποιητική τρόπον τινά- διαφήμιση του προϊόντος τους και στην ύπουλη –πλην όχι προσβλητική- δυσφήμιση του προϊόντος του ανταγωνιστή. Φωναχτά εκφέρονται οι χάρες του δικού μας καφέ, ψιθυριστά η κατώτερη ποιότητα (μέχρι αχρηστίας) του καφέ του αντιπάλου. Τα λένε τόσο χαριτωμένα αμφότεροι, που ο οδηγός αποφασίζει με βαριά καρδιά ποια από τις δυο πόρτες θα διαβεί, παρά το γεγονός ότι στο τέλος μετανιώνει όποια επιλογή κι αν έχει κάνει. Αμφότερα τα καταστήματα είναι μνημεία επαρχιωτικού ερασιτεχνισμού, η πραμάτεια και οι υπηρεσίες τους ανήκουν στην δεκαετία του ’80.
Δεν θα ξεχάσω πάντως την πρώτη φορά που βρέθηκα σε αυτή την διελκυστίνδα, διότι έκτοτε πάω μια στον έναν και μια στον άλλον. Εκείνη τη σημαδιακή φορά, ο ένας κράχτης με απομόνωσε κι άρχισε να μου λέει ότι έχει τον καλύτερο καφέ, το πιο κρύο νερό, το πιο φρέσκο κουλούρι, το πιο γεμάτο σάντουιτς, το πιο γαλλικό κρουασάν και πάει λέγοντας. Και όταν διαπίστωσε ότι ήμουν ακόμα διστακτικός και αναποφάσιστος, έσκυψε στο αυτί μου και ψιθυριστά ενεργοποίησε το πυρηνικό του όπλο. «Εχω ΚΑΙ το καλαμάκι το καλό, το παράνομο. Ο άλλος έχει χάρτινα».
Aλλος κάνει εμπόριο όπλων, άλλος ναρκωτικών, άλλος λευκής σαρκός, άλλος λαθρεμπόριο τσιγάρων ή καυσίμων. Εκαστος ανάλογα με τις δυνατότητες του. Το συγκριτικό πλεονέκτημα ετούτου έναντι του ανταγωνιστή, ήταν το πλαστικό καλαμάκι, το καλό το παράνομο. Με έμφαση στο παράνομο. Διότι επιχειρηματικότητα ή διακοπές δίχως μιαν αίσθηση παρανομίας, δεν έχει γούστο. Σαν το φιλί. Αν δεν είναι παράνομο, δεν έχει νοστιμάδα.