| CreativeProtagon/Shutterstock
Απόψεις

Εχεις χρόνο να φας σαν άνθρωπος;

Παρότι τα νέφη καπνού δεν έχουν ακόμα διαλυθεί από την Τσικνοπέμπτη (όταν ακόμη και σχολεία μετατράπηκαν πάλι σε χασαποταβέρνες), το ερώτημα διακρίνεται ξεκάθαρα: Ποιος προλαβαίνει, τις υπόλοιπες μέρες, να τρώει καλά; 
Λένα Παπαδημητρίου

Ενα βράδυ, προ καιρού, βγήκα για ποτό με μία σινγκλ φίλη. Ηταν καθημερινή, έπρεπε να το λήξουμε νωρίς, είχαμε και οι δύο πρωινό ξύπνημα. «Πρέπει να πάω να φτιάξω και τα φασολάκια που καθάρισα» μου είπε ενώ πληρώναμε. Κοίταξα το ρολόι, ήταν 11 μ.μ. «Για ποιο λόγο;» τη ρώτησα σκεπτόμενη τον εαυτό μου· όταν λείπουν τα παιδιά από το σπίτι, το σκορβούτο το έχω στο τσεπάκι. «Μα για να φάω αύριο!». Μου έκανε εντύπωση ο οικοκυρικός αυτός «ψυχαναγκασμός». Θαύμασα την πειθαρχία της να εξοικονομεί χρόνο για να ετοιμάσει και να καταναλώσει σπιτικό φαγητό, από τα χεράκια της, κάθε μέρα, όπως μου εξήγησε. Στον πλανήτη του «όχι απλώς δεν προλαβαίνω να μαγειρέψω, αλλά δεν προλαβαίνω να φάω» μου φάνηκε μία μικρή πράξη αντίστασης.

Ποιος έχει αλήθεια χρόνο να φάει καλά; Οπου «καλά» –δίνω έναν σύντομο, αυθαίρετο ορισμό– σημαίνει με αφοσίωση για λίγη ώρα στην τροφή που έχω (αν είμαι από τους τυχερούς) μπροστά μου. Δεν είναι ότι δεν μας περισσεύουν ώρες, λένε οι ειδικοί. Απλώς δεν είμαστε πια «συντονισμένοι». Η μέρα είναι πλέον κατακερματισμένη σε άπειρα κομμάτια, με συνεχείς διασπάσεις και περισπασμούς, τα παραδοσιακά τρία γεύματα μοιάζουν τόσο ανέφικτα, τρεις άνθρωποι στο ίδιο σπίτι μπορεί να μην καταφέρουν ποτέ να συμφάγουν τις καθημερινές, τα ωράρια δεν συμπίπτουν, οι ενήλικοι με τις δουλειές, τα παιδιά με τις δραστηριότητες· οι ζώνες των γευμάτων μπερδεύονται πλέον και επικαλύπτονται, γευματίζεις σαν να κάνεις bingeing, μπορεί να φας παγωτό το πρωί, μεσημεριανό στις 7 το απόγευμα, κανείς δεν θα σε κοιτάξει περίεργα αν σε δει στις 9 το βράδυ με φρέντο καπουτσίνο και κρουασάν.

Την ίδια στιγμή, η κατανάλωση του φαγητού έχει πλέον καταντήσει μια μονήρης, ελαφρώς αυτοματοποιημένη πράξη επιβίωσης (εκτός και αν την «ανεβάσεις» στο Instagram). Τσιμπολογάς κάτι, στο πόδι, στον καναπέ ή και στο υπνοδωμάτιο, ποιος κάθεται τώρα να στρώνει και να ξεστρώνει τραπέζι, συχνά χαζεύεις τις ειδήσεις στο κινητό ή Netflix στο laptop, και ο μικρός το πρωί τρώει βιαστικά γάλα με φλέικς μπροστά στο κινητό (κι ας απαγόρευε ο Στιβς Τζομπς τα τάμπλετ στο δικό του οικογενειακό τραπέζι). Οπως γράφει η βρετανίδα δημοσιογράφος γαστρονομίας Μπι Γουίλσον στο πρόσφατο βιβλίο της «Τhe Way We Eat Now» (εκδ. Forth Estate): «…τα γεύματά μας δεν είναι κάτι που καταναλώνουμε και μοιραζόμαστε με άλλους, αλλά μια κακοφωνία από ατομικά ελαφρά γεύματα τα οποία τσιμπολογάμε εδώ και εκεί, χωρίς καμία άλλη παρέα, εκτός από τις φωνές στα ακουστικά μας».

Στον χώρο της εργασίας, επί παραδείγματι, τα διατροφικά ήθη έχουν εμφανώς αλλάξει. Σύμφωνοι, η κρίση επέβαλε στους Ελληνες τον περιορισμό του ντελίβερι και καθιέρωσε την ισοθερμική τσάντα ή τη σινιέ σακούλα (που, καλώς εχόντων των πραγμάτων, κρύβει ένα τάπερ με σπιτικό φαγητό και ένα μήλο). Και εδώ όμως, το συνήθως μοναχικό «διάλειμμα για φαγητό» –όταν γίνεται, συχνά στο όρθιο, ή μπροστά στον υπολογιστή, ή με το ένα χέρι στο πιρούνι και το άλλο στο smartphone– αντιμετωπίζεται σαν ένας περιττός και χρονοβόρος περισπασμός από τον εργασιακό οργασμό.

Πολλοί εργοδότες σου τη «λένε», όταν π.χ. σε βλέπουν να ανοίγεις το φακελάκι με το dressing για την έτοιμη σαλάτα σου. Γενικά το γεύμα νοείται ως χαμένος χρόνος. Στο Λονδίνο, πολλοί εργαζόμενοι εκμεταλλεύονται πλέον το lunch break για ένα σούπερ εντατικό session στο γυμναστήριο ή για να βγουν να τρέξουν με athleisure τελευταίας εσοδείας. Γιατί να χάσεις χρόνο τρώγοντας, όταν μπορείς να γυμναστείς, να πας για τα ψώνια της ημέρας ή να «βγάλεις» ακόμη περισσότερη δουλειά;

Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που αντιστέκονται σθεναρά. Φίλος που δούλεψε ένα φεγγάρι στην εν Αθήναις «documenta» (2017) μου περιέγραφε πως όταν οι Γερμανοί, που διοργάνωναν τη διεθνή έκθεση, σταματούσαν μισή ώρα για φαγητό, η δουλειά κοβόταν αιφνιδίως «μαχαίρι». Το γεύμα αντιμετωπιζόταν σαν ένας εντελώς συνειδητός χρόνος αποσυμπίεσης. «Φρόντιζαν δε να μιλούν για παντελώς άσχετα θέματα. Αν πήγαινες να ρωτήσεις κάτι επαγγελματικό, ακόμα και επείγον, η απάντηση ήταν ένα εκνευριστικό για μας τους Ελληνες “Νot now!” (όχι τώρα!)».

Οσον αφορά τη διατροφή των παιδιών που παραμένουν –το λέμε πλέον τόσα χρόνια, που το συνηθίσαμε– από τα πιο παχύσαρκα της Ευρώπης, ενοχοποιούνται, μεταξύ άλλων, οι υπεραπασχολημένοι γονείς. Οι μαθητές επιστρέφουν συχνά σε ένα άδειο σπίτι και τρώνε ένα τοστ, εκτός και αν υπάρχουν τα τάπερ-guilty pleasures από τη γιαγιά. Ακόμα και οι πιο «ψαγμένοι» γονείς (σε ιδιωτικά σχολεία το «κολατσιό» περιλαμβάνει ακόμα και κινόα) αργά ή γρήγορα θα την πατήσουν. Θα βρεθούν εγκλωβισμένοι στην a la carte ασυδοσία του πλησιέστερου φούρνου ή του σχολικού κυλικείου. «Μέχρι πέρυσι η κόρη μου πήγαινε σε ένα σχολείο χωρίς κυλικείο, οπότε έτρωγε αυτά που της ετοίμαζα εγώ από το σπίτι» μου αναφέρει μητέρα που δεν εργάζεται και αφιερώνει συνειδητά αρκετό χρόνο στο φαγητό της οικογένειας. «Φέτος στη Δ’ Δημοτικού πάει σε καινούργιο σχολείο που έχει κυλικείο και κάνει σαν να άνοιξε δυτικό σούπερ μάρκετ στο ανατολικό μπλοκ! Φέρνει πίσω άθικτα αυτά που της βάζω στο τσαντάκι, λέγοντάς μου: “Δεν προλαβαίνω να φάω, μαμά, γιατί παίζουμε πολύ” κ.ο.κ. Λογικό, όταν εκεί βρίσκει κρουασάν και τσιπς».

Στη δε εφηβεία (που η σαβουροφαγία είναι ενδημική και βέβαια θα πέσει κράξιμο αν εμφανιστείς με σάντουιτς σε αλουμινόχαρτο από τη μαμά), η προσβασιμότητα στο πρόχειρο σνακ μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες. «Οταν η μικρή πήγε Α΄Γυμνασίου, χάθηκε ο έλεγχος γιατί το σχολικό κυλικείο ήταν τραγικό» μου αναφέρει έτερη μητέρα, ιδιαίτερα προσεκτική στο θέμα της διατροφής (με καθιερωμένο το οικογενειακό τραπέζι την Κυριακή, απαγόρευση του κινητού στο τραπέζι και τον σύζυγό της να μοιράζεται το καθημερινό μαγείρεμα). «Χωρίς, όμως, να το πάρουμε χαμπάρι, η μικρή ξόδευε το χαρτζιλίκι της σε κρέπες και χοτ ντογκ. Οταν τελείωσε η χρονιά, το παιδί είχε πάρει βάρος και τώρα τρέχουμε στους διαιτολόγους».

Ακόμα και η Μισέλ Ομπάμα την είχε πατήσει. Σε μια επίσκεψη ρουτίνας στον παιδίατρο αποκαλύφθηκε ότι η μικρή τότε Μάλια είχε αυξημένο δείκτη σωματικής μάζας, αποτέλεσμα της κακής διατροφής της στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του μπαμπά (σπιτικό φαγητό μηδέν τις καθημερινές και «McDonald’s» τα Σαββατοκύριακα). Οπως περιγράφει η ίδια έμπλεος ενοχών στο αυτοβιογραφικό «Becoming» (εκδόσεις ΑΘΕΝS Bookstore): «Σαφώς κάτι έπρεπε να αλλάξει, αλλά δεν είχα ιδέα τι και πώς. Κάθε λύση φαινόταν να απαιτεί περισσότερο χρόνο –χρόνο στο μανάβικο, χρόνο στην κουζίνα, χρόνο για να κοπούν τα λαχανικά ή η πέτσα από ένα στήθος κοτόπουλου– κι όλα αυτά όταν ο χρόνος έμοιαζε ήδη είδος υπό εξαφάνιση στον κόσμο μου».

Σημειωτέον ότι δόθηκε η «νεοπλουτίστικη» (δικός της ο χαρακτηρισμός) λύση ενός ειδικού σεφ που ανέλαβε να βρει χρόνο να μαγειρεύει υγιεινά για την οικογένεια Ομπάμα. Τουλάχιστον, η Μισέλ το πήρε το μήνυμα και ως πρώτη κυρία πολέμησε με νύχια και με δόντια τα τιγκαρισμένα στο αλάτι, τη ζάχαρη και το λίπος σχολικά γεύματα των ΗΠΑ, καθιερώνοντας τα λαχανικά και τα φρούτα (το όραμά της κατακρήμνισε χαιρέκακα προ ημερών, ανήμερα των γενεθλίων της, η αναθρεμμένη με Diet Coke κυβέρνηση Τραμπ).

Οντως η έλλειψη χρόνου των γονέων βλάπτει σοβαρά την υγεία των τέκνων. Η Ελλάδα κατέλαβε την 31η θέση (ανάμεσα σε 180 χώρες) όσον αφορά τον δείκτη ευημερίας των παιδιών και των εφήβων (Global Child Flourishing Index), σύμφωνα με τη νέα διεθνή έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), της Unicef και της ιατρικής επιθεώρησης «Lancet». Οι ανήλικοι υπερεκτίθενται, μεταξύ άλλων, στην κατανάλωση ταχυφαγητού και τροφών με ζάχαρη, αλλά και στο ανηλεές μάρκετινγκ τους (διαφημίσεις ανθυγιεινών σνακ). Διόλου τυχαίο ότι ο αριθμός των παχύσαρκων παιδιών και εφήβων παγκοσμίως έχει αυξηθεί κατά 11 φορές μεταξύ 1975-2016, από 11 σε 124 εκατομμύρια.

Σαφώς υπάρχουν εκείνοι που αντιστέκονται βρίσκοντας πεισματικά χρόνο για να φάνε. Ενίοτε και για να στρώσουν το τραπέζι (ακόμα και με υφασμάτινες πετσέτες), να μαγειρέψουν οι ίδιοι, να καλέσουν, να μοιραστούν, να συντονίσουν τους χρόνους που μοιάζει να μη συντονίζονται ποτέ, να ευχαριστήσουν στο τέλος για το φαγητό (όπως κάνουν παραδοσιακά οι Νορβηγοί).

Τελικά, ακόμα και στη χώρα του «Master Chef», της επιδημίας των φούρνων, των delivery apps και του «τρώω την Τσικνοπέμπτη σαν μην υπάρχει αύριο», ίσως δεν είμαστε τόσο απασχολημένοι για να καθίσουμε να φάμε σαν άνθρωποι. Ισως είμαστε απλώς πολύ απασχολημένοι για να θυμηθούμε να καθίσουμε να φάμε σαν άνθρωποι.