Η πρόταση του Αλέξη Τσίπρα να οριστεί ημερομηνία εκλογών τον Σεπτέμβριο και ταυτόχρονα υπηρεσιακός υπουργός Εσωτερικών και διαρκές Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής έχει δύο στόχους: ο πρώτος είναι η αμφισβήτηση των όρων διεξαγωγής των επόμενων εκλογών και κυρίως των προθέσεων της κυβέρνησης να κινηθεί εντός του δημοκρατικού θεσμικού πλαισίου στην πορεία προς τις κάλπες. Ο δεύτερος στόχος είναι η αμφισβήτηση της νομιμοποίησης της παρούσας κυβέρνησης να αποφασίζει μόνη της για τα μεγάλα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, προφανώς και για τα ελληνοτουρκικά και για τη στάση της Ελλάδας στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι οριζόταν ημερομηνία εκλογών το φθινόπωρο, αναλάμβανε ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής το υπουργείο Εσωτερικών και αποκτούσαμε και διαρκές Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής. Τι θα συνέβαινε, σε αυτή την περίπτωση, τους επόμενους μήνες; Ας δούμε τα βασικά ζητήματα στα οποία θα έπρεπε να λάβει τις αποφάσεις αυτό το διαρκές Εθνικό Συμβούλιο:
Πρώτον, η στάση της Ελλάδας στον πόλεμο της Ουκρανίας. Τι διαφορετικό θα έπρατταν όλα τα κόμματα μαζί από αυτό που πράττει σήμερα η κυβέρνηση; Με δεδομένο ότι τουλάχιστον δυο κόμματα, το ΚΚΕ και η Ελληνική Λύση –από εντελώς διαφορετική σκοπιά και για εντελώς διαφορετικούς λόγους– είναι εντελώς αντίθετα στη στήριξη της Ουκρανίας έναντι της ρωσικής εισβολής, τον κρίσιμο ρόλο στις αποφάσεις θα τον είχε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πού εντοπίζεται η βασική διαφωνία του ΣΥΡΙΖΑ με την κυβέρνηση; Στην αποστολή στρατιωτικού υλικού προς την Ουκρανία. Αν λοιπόν αποφάσιζε το Εθνικό Συμβούλιο, το πρώτο που θα συνέβαινε είναι ότι δεν θα στέλναμε όπλα στην Ουκρανία. Δεν θα ανταλλάσσαμε τα δικά μας τεθωρακισμένα με τα γερμανικά, άρα η συμφωνία Μητσοτάκη – Σολτς θα πήγαινε περίπατο και ο Αλέξης Τσίπρας, που μετέχει ως παρατηρητής στη Σύνοδο των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, θα εξηγούσε στον γερμανό καγκελάριο ότι επειδή έχουμε εκλογές τον Σεπτέμβριο, αλλάξανε τα πλάνα μας. Θα το εξηγούσαμε επίσης αυτό στον Ζελένσκι και ίσως το άκουγε με καλή διάθεση ο Πούτιν, ίσως όμως και όχι, αν κρίνει κανείς από το πόσο καλή διάθεση έχει δείξει στο παρελθόν για θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος…
Δεύτερο μεγάλο θέμα που θα διαχειριζότα το Εθνικό Συμβούλιο θα ήταν, προφανώς, η θέση της Ελλάδας στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Η κυβέρνηση, ως γνωστόν, είναι θετική στην είσοδο της Φινλανδίας και της Σουηδίας, στην οποία αντιδρά η Τουρκία. Η αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι, αν κρίνει κανείς από τη δήλωση που έκανε ο Αλέξης Τσίπρας στη σύνοδο των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, υποστηρίζοντας ότι η ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ θα πρέπει να έχει ως προϋπόθεση τη μη διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα, επομένως θα έκανε τη μεγάλη έκπληξη στις Βρυξέλλες γιατί θα συντασσόταν με την Τουρκία κατά της άμεσης ένταξης των δυο χωρών στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Για διαφορετικούς λόγους, βεβαίως: η μεν Τουρκία θα έβαζε βέτο γιατί θεωρεί ότι στις χώρες αυτές δρουν τρομοκρατικές οργανώσεις που στρέφονται εναντίον της, η δε Ελλάδα θα έθετε τις επιφυλάξεις της, επειδή μια τέτοια διεύρυνση θα ενοχλούσε τον Πούτιν και δεν θα βοηθούσε στον τερματισμό του πολέμου.
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο θέμα που θα απασχολούσε το Εθνικό Συμβούλιο είναι τα Ελληνοτουρκικά. Προφανώς όλοι μαζί θα καταδίκαζαν καθημερινά την τουρκική επιθετικότητα και θα ζητούσαν από ευρωπαϊκές κυρώσεις μέχρι εμπάργκο όπλων προς την Αγκυρα. Θα διαφωνούσαν όμως για το αν πρέπει να πάρουμε F35 και για αν ήταν σωστό που πήραμε Rafale, καθώς επίσης και για την «αποδυνάμωση» των νησιών μας λόγω της αποστολής των τεθωρακισμένων στην Ουκρανία.
Αυτά, κι ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του για τη χρησιμότητα ενός διαρκούς Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής!