Την Τρίτη 9 Απριλίου 2023, στο υψηλότερο πεδίο συμβολισμού, ο Πρωθυπουργός της χώρας και ο υπουργός Παιδείας παρουσίασαν σε σχολείο της Θεσσαλονίκης το Εθνικό σχέδιο κατά της σχολικής βίας. Οι ανακοινώσεις τους συνοδεύτηκαν από ένα συγκλονιστικό βίντεο, όπου παρουσιάζονται τα θύματα, οι θύτες αλλά και οι γονείς που εμπλέκονται σε ανάλογα περιστατικά. Απουσιάζουν, όμως, οι θεσμικά υπεύθυνοι για τη διαπαιδαγώγηση των νέων μας και, κατ’ επέκταση, την καταπολέμηση της σχολικής βίας: οι εκπαιδευτικοί.
Το πλέγμα των σχετικών μέτρων
Ο Κυριάκος Πιερρακάκης χαρακτήρισε το όλο εγχείρημα «Εθνικής κλίμακας καμπάνια, που ενώνει όλους», προσδιορίζοντας ως συλλογικό καθήκον μας την εξάλειψη του σχολικού εκφοβισμού (bullying) και της σχολικής βίας σε εκπομπή του Γιώργου Κουβαρά στην ΕΡΤNEWS. Εκεί έκανε λόγο για «πλέγμα μέτρων», με κυρίαρχο ανάμεσά τους την ειδική ψηφιακή πλατφόρμα ελεύθερης πρόσβασης για μαθητές και γονείς. Σε αυτήν θα καταγράφονται-καταγγέλλονται επωνύμως ανάλογα περιστατικά και εν συνεχεία τον χειρισμό τους θα αναλαμβάνουν είτε τα σχολεία όπου φοιτούν οι καταγγέλλοντες είτε οι διευθύνσεις εκπαίδευσης (ΔΙΕΚ), όταν τα επεισόδια κρίνονται ιδιαιτέρως σοβαρά. Για αυτόν τον λόγο συγκροτούνται τετραμελείς ομάδες ειδικών στις ΔΙΕΚ, ενώ το σύστημα θα επιτηρείται από επταμελή επιτροπή «σοφών» που έχει συγκροτηθεί στο υπουργείο Παιδείας με δικαιοδοσία παρέμβασης επί των πάντων. Το όλο εγχείρημα θα συνοδευτεί από επιμόρφωση μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών.
Η πλατφόρμα θα διαθέτει επιπλέον πλούσιο επιμορφωτικό και ενημερωτικό υλικό, σύστημα σύγχρονης και ασύγχρονης εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, δυνατότητες προσωποποιημένης ενημέρωσης των γονέων για την εξέλιξη των καταγγελιών τους και διενέργειας ανώνυμων ερευνών προς μαθητές, με σκοπό τη διαρκή αποτίμηση της έκτασης του φαινομένου. Με δυο λόγια, σύντομα και στη χώρα μας θα έχουμε ακριβέστερα στοιχεία για τη σχολική βία, τις μορφές, την έκταση και την έντασή τους, ενώ ουδείς θα μπορεί να ισχυριστεί πλέον ότι δεν γνωρίζει τι να πράξει όταν εμπλέκεται σε περιστατικά σχολικής βίας και bullying.
Δεύτερο σε σπουδαιότητα μέτρο, κατά την άποψή μας, αποτελεί η υποχρεωτική ενημέρωση και ενυπόγραφη αποδοχή από τους γονείς του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας των σχολείων. Το μέτρο θα ισχύσει από τον προσεχή Σεπτέμβριο ως προϋπόθεση εγγραφής των μαθητών στα σχολεία. Σήμερα ο κανονισμός αναρτάται στον ιστότοπο του σχολείου, δηλαδή αγνοείται. Η σπουδαιότητα της ενεργητικής πλέον γνώσης της συγκεκριμένης «σύμβασης» έγκειται στο γεγονός ότι αυτή εμπεριέχει αναλυτικά τους κανόνες της σχολικής ζωής, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των μαθητών εντός και εκτός του σχολείου (επισκέψεις, αθλητικά γεγονότα κ.ο.κ.) και έτσι εγκαινιάζει ένα μίνιμουμ θεσμικής σχέσης μεταξύ σχολείου και οικογένειας. Οπότε ουδείς θα μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε…
Συμπληρωματικά στα προηγούμενα μέτρα ανακοινώθηκαν επιπλέον:
Α) Η ημερήσια ψηφιακή καταγραφή των απουσιών και η άμεση ψηφιακή ενημέρωση των γονέων με σκοπό να σταματήσει το «πάρτι» του σβησίματος απουσιών που παρατηρείται σε Γυμνάσια και Λύκεια στο τέλος του διδακτικού έτους. Δηλαδή, μια ακόμα «πρακτική» από όσες έχουν συμβάλει στην καταρράκωση του κύρους της μαθησιακής διαδικασίας.
Β) Η αυστηροποίηση των παιδαγωγικών και πειθαρχικών μέτρων, όπως η αύξηση των ημερών αποβολής, η διευκόλυνση της αλλαγής τμήματος και σχολικού περιβάλλοντος και ο αποκλεισμός από σχολικές δραστηριότητες μαθητών με ιστορικό βίας. Πρόκειται για μέτρα που ζητούσαν εδώ και καιρό οι εκπαιδευτικοί της έδρας, αισθανόμενοι ανίσχυροι μπρος στο κύμα βίας που χτυπά τα σχολεία και τη συνειδητή καταστροφή της μαθησιακής διαδικασίας από μερίδα μαθητών. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι η «διαθεσιμότητα» των σχετικών μέτρων δεν συνεπάγεται και τη χρήση τους, αλλά η ύπαρξή τους ως πιθανή συνέπεια απαράδεκτων συμπεριφορών είναι απαραίτητη. Ιδιαίτερα σήμερα που οι εκπαιδευτικοί δεν τιμωρούν πλέον για «ψύλλου πήδημα», αλίμονο αν τους αφήσουμε παντελώς απροστάτευτους στην εφηβική επιθετικότητα.
Γ) Ιδιαίτερα για τα κινητά τηλέφωνα καθορίστηκαν αυστηρές ποινές για τους μαθητές που βιντεοσκοπούν περιστατικά σχολικής βίας και αναρτούν αυτά ή προσωπικές στιγμές συμμαθητών τους στο διαδίκτυο. Η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι σημαντική, αν λάβουμε υπόψη όχι μόνο το ανεπούλωτο των τραυμάτων που προκαλεί στα θύματα η κοινοποίηση στα ΜΚΔ ανάλογων εικόνων, αλλά και τον «μιμητισμό» που έλκει. Βέβαια, η χρήση κινητών τηλεφώνων στα σχολεία έχει απαγορευτεί ήδη, αλλά μετριούνται στα δάχτυλα όσα έχουν προχωρήσει στην υλοποίηση της σχετικής εγκυκλίου. Καιρός, λοιπόν, να ελεγχθεί αυστηρά η συγκεκριμένη χρήση τους. Το κινητό μπορεί να αποτελέσει εργαλείο μάθησης και δεν πρέπει να το αφήσουμε να εκπέσει σε εργαλείο πολλαπλασιασμού της βίας
Δ) Τέλος, ανακοινώθηκαν συνδυαστικά η επιμόρφωση μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών, η αύξηση των δραστηριοτήτων και προγραμμάτων ευαισθητοποίησης των μαθητών σε θέματα σχολικής βίας, η αύξηση του αριθμού σχολικών ψυχολόγων, καθώς και ο καταλογισμός του κόστους των ζημιών που προκαλούν οι μαθητές στους γονείς τους. Με δυο λόγια, μοιάζει να υπάρχει πρόθεση βελτίωσης των εργαλείων στήριξης των εκπαιδευτικών στο έργο τους (διαπαιδαγώγηση), αν και κάθε προσπάθεια σε αυτή την κατεύθυνση ποτέ δεν είναι αρκετή.
Υποδοχή των μέτρων, αντιδράσεις, υλοποίηση και πιθανές βελτιώσεις
Το «πλέγμα των μέτρων» που ανακοινώθηκε είναι θετικό. Εξίσου θετική ήταν και η διάσταση που δόθηκε στην κοινοποίησή τους. Βέβαια, πάντα το ζητούμενο είναι η εφαρμογή τους, όπως και η διαρκής βελτίωσή τους στην πράξη. Και αυτό θα συμβεί εφόσον οι εκπαιδευτικοί της έδρας και οι διευθυντές των σχολείων δώσουν αρχικά ξεκάθαρο μήνυμα στους νέους μας ότι οι πράξεις τους έχουν συνέπειες. Τότε και μόνο τότε θα έχουμε πραγματοποιήσει, όχι μόνο ως σύστημα εκπαίδευσης αλλά ως κοινωνία, μια νέα αρχή. Γιατί, όπως όλοι αναγνωρίζουμε, ζούμε σε μια χώρα που συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: κανείς δεν έχει την παραμικρή συνέπεια για ό,τι κάνει…
Αν αρχίσουν, λοιπόν, να υλοποιούνται όσα μέχρι τώρα σχεδιάστηκαν στα χαρτιά, το πρώτο «στοίχημα» που δεν είναι άλλο από την αλλαγή του γενικού κλίματος που επικρατεί στα σχολεία σήμερα, θα έχει κερδηθεί και το «πλέγμα μέτρων» θα αρχίσει να παράγει θετικά αποτελέσματα. Για να συμβεί όμως κάτι τέτοιο, είναι αυτονόητο ότι οι εκπαιδευτικοί –ή τουλάχιστον οι πλέον καλοπροαίρετοι ανάμεσά τους–, θα πρέπει να τα υποδεχθούν, να τα εγκολπωθούν και να τα υλοποιήσουν. Ξεκινώντας, ας πούμε, από την αυστηρή επιτήρηση της μη χρήσης των κινητών εν ώρα λειτουργίας του σχολείου για «άλλους» λόγους. Ή από την ουσιαστική επιτήρηση των προαυλίων κατά τα διαλείμματα.
Γιατί θα ήταν κοινοτοπία να σημειώσουμε ότι η αγωγή δεν ασκείται από την Πολιτεία, το Κράτος ή το εκάστοτε κυβερνών κόμμα αλλά από τους γονείς (σύμφωνα με τις απόψεις τους) και τους εκπαιδευτικούς (ιδανικά σύμφωνα με ένα πλέγμα επιστημονικών διαπιστώσεων, την εκπαίδευσή τους και τις κοινά αποδεκτές παιδαγωγικές πρακτικές τους). Στην ίδια κατεύθυνση θα ήταν σημαντικό να αλλάξει και η στάση των ΜΜΕ (ως μηχανισμός κοινωνικοποίησης επίσης) απέναντι στο φαινόμενο.
Αν αποτελεί μαθητική παράβαση και προκαλεί μιμητισμό η αναδημοσίευση βίντεο διασυρμού συμμαθητών τους στα ΜΚΔ και ορθώς θα τιμωρείται αυστηρά στο μέλλον, ποια θα πρέπει να είναι η στάση της Πολιτείας απέναντι στη συνεχή άσκεφτη ή για λόγους ακροαματικότητας αναπαραγωγή των ίδιων βίντεο από ειδησεογραφικές εκπομπές με δήθεν θολά τα πρόσωπα θυτών και θυμάτων; Μήπως το συγκεκριμένο θέμα αξίζει να απασχολήσει την επιτροπή «σοφών» του υπουργείου, αφού έχει πολλές διαστάσεις;
Ως προς τις αντιδράσεις των πολιτικών κομμάτων, μοιάζει παραπάνω από αναμενόμενο ότι δεν θα ανταποκριθούν στο κάλεσμα του υπουργού.
Η αξιωματική αντιπολίτευση κάνει ήδη λόγο για «αυταρχική αγωγή» και λύσεις που παράγουν «αυταρχικούς ανθρώπους». Θεωρεί τα μέτρα ένα ακόμα επικοινωνιακό τρικ της κυβέρνησης, ζητά περισσότερη επιμόρφωση εκπαιδευτικών (πόση;), περισσότερους «κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους στα σχολεία», καταγγέλλει τη συνεχή απαξίωση του ρόλου του σχολείου, θεωρεί ότι με αυτά μετατρέπονται οι εκπαιδευτικοί σε «αστυφύλακες» και οι γονείς τίθενται σε θέση απολογούμενου και αφήνονται «αβοήθητοι», ζητώντας περισσότερη «συζήτηση για θέματα σχολικής βίας στα σχολεία».
Το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ ενώ αποδέχεται την αυστηροποίηση του πλαισίου, παρατηρεί ότι «η κυβέρνηση τρέχει πίσω από τα κοινωνικά προβλήματα, όταν πια έχουν καταστεί ανεξέλεγκτα λόγω της έλλειψης οποιουδήποτε σχεδιασμού πρόληψης και αντιμετώπισης των αιτιών που τα προκαλούν».
Έτσι, το μοναδικό σημείο σύγκλισης συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης και πάλι δεν είναι άλλο από την εκτίμηση ότι απαιτούνται «περισσότεροι διορισμοί ψυχολόγων στα σχολεία», ενώ ήδη ανακοινώθηκε ο διπλασιασμός των 2000 υπαρχόντων. Με την διαφορά ότι οι Ψυχολόγοι δεν είναι θεσμικά υπεύθυνοι ούτε από τη φύση του έργου τους ασκούν Αγωγή.
Επεμβαίνουν συνήθως εκ των υστέρων σε περιορισμένη έκταση, υποδεικνύοντας πιθανές πρακτικές που δεν είναι υποχρεωτικό να ακολουθήσουν γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικοί, ενίοτε δε τα όρια νομιμότητας της παρέμβασής τους, όταν δρουν εντός θεσμικού πλαισίου (σχολείο) και όχι σε ατομικό σχέση με τον θεραπευόμενο, είναι δυσδιάκριτα με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην πράξη.
Είναι καλό και χρήσιμο να υπάρχουν στα σχολεία, όμως με πολύ καθορισμένο ρόλο, μονιμότητα σχέσης και εποπτεία, ενώ γενικότερα η «ψυχολογικοποίηση» των παιδαγωγικών προβλημάτων αποτελεί κλασικό παιδαγωγικό λάθος. Κι ας αφήσουμε για την ώρα κατά μέρος το ύψος των πραγματικών κονδυλίων που απαιτεί η γενίκευση της παρουσίας τους στο εκπαιδευτικό σύστημα…
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι μετά από πολλά χρόνια η ΔΑΚΕ καθηγητών κατέθεσε μια θετική πρόταση, επισημαίνοντας την ανάγκη «θεσμοθέτησης του Συνηγόρου του καθηγητή σε επίπεδο Διεύθυνσης» και ζήτησε την κάλυψη «των νομικών εξόδων των εκπαιδευτικών που υφίστανται εκφοβισμό κατά την άσκηση των καθηκόντων τους». Πέρα από τη συγκεκριμένη παράταξη και σε σχέση με όσα συμβαίνουν μέχρι τώρα στα σχολεία, είναι πολλοί οι εκπαιδευτικοί που εκτιμούν ότι η χρήση της ψηφιακής πλατφόρμας, ενώ θα συμβάλει πολλαπλά στην διαχείριση, καταγραφή και αντιμετώπιση του φαινομένου της σχολικής βίας, ενδέχεται να ανοίξει «τον ασκό του Αιόλου» και να βρεθούμε μπρος σε κύμα μηνύσεων γονέων εναντίον εκπαιδευτικών και διευθυντών σχολείων. Είτε γιατί δεν θα θεωρούν «παραδειγματική» την τιμωρία των θυτών, είτε γιατί θα θεωρούν υπερβολική την τιμωρία των παιδιών τους κι έτσι θα προσέρχονται με δικηγόρους στα γραφεία σχολείων και διευθύνσεων.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί μια παράλειψη αλλά και μια άστοχη πρόβλεψη των μέτρων. Η παράβλεψη αφορά στην ποιοτική αξιολόγηση της συμπεριφοράς των μαθητών στο σχολείο και την τάξη. Δεν πρόκειται, βέβαια, για τη γνωστή στο παρελθόν (αντιεπιστημονική) «διαγωγή», αλλά για μια επιστημονικού χαρακτήρα περιγραφή της εργασιακής, μαθησιακής και κοινωνικής συμπεριφοράς των μαθητών στην τάξη και το σχολείο, που θα συζητιέται υποχρεωτικά και προσωποποιημένα μεταξύ εκπαιδευτικών και γονέων κατά την παράδοση των ελέγχων.
Ως μέτρο θα μπορούσε να συμβάλει στον έγκαιρο εντοπισμό προβληματικών συμπεριφορών μαθητών που τους καθιστούς ευάλωτους σε περιστατικά σχολικής βίας και bullying είτε ως θύτες είτε ως θύματα. Η άστοχη πρόβλεψη αφορά στο περίφημο «τέταρτο» απουσίας του μαθητή από την τάξη μέχρι να κατοχυρωθεί τελικά η απουσία του στο μάθημα.
Τυχόν εφαρμογή του μέτρου, όπως πολύ ορθά επισήμαναν πολλοί εκπαιδευτικοί στα ΜΚΔ, θα είχε τραγικά αποτελέσματα στην διδακτική και παιδαγωγική διαδικασία (συνειδητή καθυστέρηση άφιξης στην τάξη, διακοπή του μαθήματος, μείωση του διδακτικού χρόνου, περαιτέρω μήνυμα χαλαρότητας κ.ά.). Ευτυχώς, όμως, διαφαίνεται ότι το υπουργείο επισήμανε το λάθος και θα το αποσύρει ως μέτρο. Εξάλλου, συχνά οι καλές προθέσεις οδηγούν σε καταστροφικά αποτελέσματα.
Ποιο είναι το πραγματικό ζητούμενο
Οπως καλά γνωρίζουμε, η νεανική βία δεν είναι αποκλειστικά νέο και ελληνικό φαινόμενο. Η επιθετικότητα αποτελεί ορμέμφυτο που στην εφηβεία εκδηλώνεται με ιδιαίτερη ένταση στο πλαίσιο της αναζήτησης «ταυτότητας». Οσοι μεγαλώσαμε σε αλάνες το γνωρίζουμε και εμπειρικά. Πέρα όμως από τις μορφές και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αυτή έχει αποκτήσει σήμερα και έχουμε προσπαθήσει να περιγράψουμε σε σειρά άρθρων στο Protagon (ενδεικτικά: «Τι να κάνουμε για τη νεανική βία στα σχολεία», 12.02.2023), γνωρίζουμε ότι η «διαχείρισή» της τουλάχιστον στον χώρο του σχολείου ήταν εφικτή και ευκολότερη παλαιότερα.
Και όχι, βέβαια, επειδή οι δάσκαλοι είχαν καλύτεροι ή είχαν σοβαρότερη εκπαίδευση, έκαναν πιο ενδιαφέρον μάθημα, διατηρούσαν καλύτερες σχέσεις με τους μαθητές τους ή στηρίζονταν από την Πολιτεία στο έργου τους συστηματικότερα. Ούτε γιατί το σχολείο παρουσίαζε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους μαθητές, διέθετε καλύτερα βιβλία και Προγράμματα, υλικοτεχνική υποδομή και όλα τα σχετικά. Ακριβώς τα αντίθετα ίσχυαν και συνέβαιναν.
Η διαχείριση των νέων από τα σχολεία τότε ήταν ευκολότερη, επειδή άπαντες επιδείκνυαν προς το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς μεγαλύτερο σεβασμό. Ανεξάρτητα από το αν τον αισθανόταν ή όχι. Αυτός ήταν «θεσμικά» δεδομένος. Σήμερα κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Και μπορεί, βέβαια, ο σεβασμός να αποτελεί «άυλη» διάσταση των ανθρωπίνων σχέσεων, παράγει όμως συγκεκριμένα και σημαντικότατα «υλικά» αποτελέσματα. Ακόμα και όταν επιβάλλεται στανικά…
Στον βαθμό, λοιπόν, που το συγκεκριμένο πλέγμα μέτρων υλοποιούμενο με σοβαρότητα από την Πολιτεία αποδειχθεί ότι συμβάλει στην αποκατάσταση του «θεσμικού σεβασμού» που οφείλουν μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί απέναντι στο σχολείο θα επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητά τους. Διαφορετικά τίποτα ουσιαστικό δεν θα αλλάξει. Δυστυχώς, όμως μέχρι σήμερα η Πολιτεία αποφασίζει και νομοθετεί εκπαιδευτικές πολιτικές, αλλά ουδέποτε εποπτεύει ή στηρίζει την υλοποίησή τους. Αντίθετα με τη συμπεριφορά της υποσκάπτει αυτές και κατ’ επέκταση τον απαιτούμενο «θεσμικό σεβασμό» απέναντι στο σχολείο.
Ακολουθούν πολλοί στην ίδια κατεύθυνση. Μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί που με τον τρόπο τους είτε τον υποσκάπτουν είτε στην περίπτωση των εκπαιδευτικών δεν τον απαιτούν ή τον κερδίζουν. Χωρίς όμως σεβασμό προς το σχολείο και τους λειτουργούς του, το πεδίο μένει «ελεύθερο» στην εκδήλωση κάθε άλογης ή εμπρόθετης συμπεριφοράς αμφισβήτησης και διάλυσής του. Είναι, λοιπόν, στο χέρι όλων να αντιστρέψουμε αυτό το κλίμα, περιορίζοντας έτσι και την σχολική βία που εκδηλώνεται στον χώρο του.
Φτάνει όλοι να κάνουν τη δουλειά τους, με πρώτη την Πολιτεία. Γιατί, πρόσφατα, όταν όλοι ειδοποιούσαν ότι το παρατεταμένο κλείσιμο των σχολείων (υπήρξαμε παγκόσμιοι πρωταθλητές) θα επιφέρει τραγικές επιπτώσεις στον ψυχισμό και τη συμπεριφορά των παιδιών, εκείνη αγνόησε τις εκκλήσεις τους. Οπως αγνοήθηκαν και οι προτροπές να υπάρξει σοβαρό και διευρυμένο σχέδιο εκ των υστέρων για την μερική έστω αποκατάσταση των αρνητικών επιπτώσεων (ψυχολογικές – μαθησιακές) που ήταν βέβαιο ότι θα επέφερε η πανδημία στους νέους.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας