Μοιάζει με μυστικό σύνθημα-κωδικό στο νησί – γραμμένο με σπρέι κάπου στη Χώρα. «Εμείς τα Κύθηρα τα βρήκαμε»! Με χιούμορ και αγάπη για έναν τόπο με ιδιαίτερη ομορφιά, με μοναδικό ύφος. Μοιάζει με περιπαικτικό κλείσιμο του ματιού απέναντι στους πεσιμιστές, τους γλυκά μελαγχολούντες, τους αναζητητές της ουτοπίας.
Κάθε φορά που το βλέπω θυμάμαι τους Αθηναίους που άφησαν το σκηνικό της πόλης, τους ρυθμούς και τα τερτίπια της, για να απλώσουν το είναι τους στον ευλογημένο επτανησιακό τόπο. Και δεν θέλουν να το κουνήσουν από εκεί…
Είναι υπαρκτά τα Κύθηρα, κι ας είναι μαγικά. Διασταυρωμένο. Ρωτήστε τη Φραντζέσκα (οφείλει το όνομα στην κυκλαδίτικη καταγωγή της) και τον Ρωμύλο να σας πουν πώς από τη μια στιγμή στην άλλη εγκατέλειψαν δουλειές ρουτίνας στην «πρωτεύουσα» και έγιναν κομμάτι της κοινωνίας του νησιού. Μόνο την καταγωγή του Ρωμύλου από το Τσιρίγο είχαν για εφόδιο, και ένα σπίτι. Ολα τα άλλα τα βρήκαν με τον χρόνο. Τους δεσμούς τους με τους ανθρώπους του νησιού, την αποδοχή τους από την κοινότητα, την απασχόλησή τους σε μια υπέροχη αυλή στα Πιτσινιάνικα (χωριουδάκι τόσο δα): «Το καφενείο στου Χαλικόκου» δεν είναι μόνο ό,τι λέει, είναι φαγάδικο με απερίγραπτες και τίμιες νοστιμιές, είναι τόπος συνάντησης και στοχασμού για τα κοινά. Στην άκρη του καφενέ πέντε-έξι ντόπιοι που έχουν τα χρονάκια τους συμμετέχουν σε έντονη συζήτηση δικαιολογώντας την ταμπέλα «ΔΗΜΟΓΕΡΟΝΤΙΑ» (!) πάνω από τα κεφάλια τους.
«Φέρε μας τη χωριάτικη, που την έχεις έτοιμη, και περιμένουμε τα άλλα…». «Μα, δεν την έχω έτοιμη, τώρα κόβεται!», διαμαρτυρόταν τον Αύγουστο σκερτσόζικα σε κάτι βιαστικούς η Φραντζέσκα, που παίρνει τις παραγγελίες. Τα τραπέζια κάτω από τα δέντρα γεμίζουν το ένα μετά το άλλο. Τα πιάτα (και τα γλυκά!) του Ρωμύλου δεν σηκώνουν αμφισβήτηση. Η επιτυχία, και ευτυχία, του ζευγαριού αποτυπώνεται στα μόνιμα, ειλικρινή χαμόγελά τους – από τις σπάνιες περιπτώσεις ανθρώπων που δεν υποδύονται τίποτε.
Και τον χειμώνα; «Μας ζουν οι ντόπιοι και οι ξένοι που έχουν σπίτια χρόνια τώρα, Γάλλοι, Ελβετοί – πολλοί Ελβετοί επιλέγουν να κάνουν Χριστούγεννα στο νησί», λένε με μια φωνή οι δυο τους. «Τον χειμώνα που μας πέρασε είχαμε και το τηλεοπτικό συνεργείο που γύριζε το σήριαλ-θρίλερ “Δεκαεπτά κλωστές”. Είχε ρόλο και το μωρό της οικογένειας!» (σ.σ.: η σειρά –για την COSMOTE TV– είναι βασισμένη στο βιβλίο του Πάνου Δημάκη, σε σενάριο της Μιρέλλας Παπαοικονόμου (που έχει πολιτογραφηθεί Κυθήρια) και της Κάτιας Κισσονέργη. Σκηνοθέτης ο Σωτήρης Τσαφούλιας και πρωταγωνιστής ο Πάνος Βλάχος).
Το «Αστικόν» και ο Ελευθέριος Βενιζέλος
Στον έξω δήμο, καθώς λέγεται, στο βόρειο τμήμα, ο Ποταμός διεκδικεί τον τίτλο του μεγαλύτερου χωριού του νησιού. Σχετικά κοντά στην Αγία Πελαγία και τον Καραβά, κοντά και στην Κακή Λαγκάδα, το φαράγγι-πέρασμα μέσω του οποίου ο Μπαρμπαρόσα κούρσεψε κάποτε την Παληόχωρα του νησιού.
Ο Ποταμός είναι ο πολιτικός πυρήνας των Κυθήρων. Εκεί άλλωστε –στο κεντρικό καφενείο που φέρει σήμερα την ονομασία «Αστικόν»– ελήφθη η απόφαση αυτονόμησής τους το 1917. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχει κάνει το δικό του πέρασμα από το μαγαζί, αρκετό για να το κάνει ιστορικό. Πρωτολειτούργησε το 1908 από τους αδελφούς Λειβαδίτη, προσφέροντας σε ντόπιους και επισκέπτες υπηρεσίες καφενέ αλλά και κουρείου, όπως συνηθιζόταν τα χρόνια εκείνα.
Η Μαρία Κοντολέων και ο αδελφός της Δημήτρης ουδέποτε είχαν οικογενειακή σχέση με το μαγαζί, απέκτησαν όμως τελικά σχέση ζωής μαζί του. «Ερχόμασταν από παιδιά στο νησί, τα καλοκαίρια» λέει η Μαρία στο Protagon. «Μόνιμα ήρθα το 2003. Είχα κουραστεί στην Αθήνα, σπούδαζα και δούλευα παράλληλα. Στην τελική απόφαση έπαιξαν ρόλο και λόγοι που συνδέονται με την προσωπική μου ζωή.
»Το «Αστικόν» προέκυψε τρία χρόνια αργότερα. “Αλέξανδρος” λεγόταν –νομίζω– τότε, και ήταν εντελώς παραμελημένος ο χώρος, παρότι φιλοξενούσε ιδιαίτερες αντίκες – συλλογή από παλαιά ρολόγια. Του δώσαμε το σημερινό του όνομα από ένα σημαντικό τοπόσημο του νησιού, το αγγλικό σχολείο του Ποταμού, Αστικόν, που στηριζόταν στο αλληλοδιδακτικό σύστημα. Οι Αγγλοι υποχρέωναν τους Κυθηρίους να στέλνουν τα αγόρια στο σχολείο. Για να το επιτύχουν, απάλλασσαν μάλιστα τους γονείς τους από την υποχρεωτική αγγαρεία στα δημόσια έργα.
Σήμερα, ύστερα από 17 χρόνια και τρεις ανακαινίσεις, το μαγαζί είναι σημείο αναφοράς για τον τόπο. Δεν θέλαμε να κάνουμε ένα καφενείο όπως όλα τα άλλα. Συνταιριάξαμε την ιστορία με τη νεωτερικότητα. Εχουμε κρατήσει κομμάτια από την παλαιά επίπλωση, όπως οι δερμάτινοι καναπέδες και οι καρέκλες. Ο μαυροπίνακας είναι κειμήλιο από το σχολείο. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία του παρελθόντος, που είδατε σε τοίχο του καφενείου, παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί κάποια από τα πρόσωπα που απεικονίζονται ζουν ακόμη, τα αναγνωρίζουμε! Από την άλλη, διακρίνονται στην πρόσοψη του καφενείου οι ημερομηνίες απολυμάνσεων-απεντομώσεων που γίνονταν, για την αποφυγή ασθενειών.
Σήμερα φιλοξενούμε μουσικά σχήματα, ο κόσμος έχει αγαπήσει τις live εμφανίσεις. Είναι θαμώνες οι περισσότεροι πελάτες μας, και Αθηναίοι και Τσιριγώτες. Μετά το “Αστικόν” γεννήθηκαν και άλλα δυο μαγαζιά στον Ποταμό. Η ζωή στο νησί είναι ήπιων τόνων, με τα καλά και τα άσχημά της. Εδώ όμως είναι πια το σπίτι μου».
Η αύρα του νησιού δεν είχε αποδεσμεύσει ακόμη τις αισθήσεις τη δεύτερη μέρα άφιξης-τιτάνιας προσπάθειας προσαρμογής στην Αθήνα, όταν ηλικιωμένος οδηγός ταξί με ρώτησε αν και πού πήγα διακοπές. Η απάντησή του συνδυάστηκε με επιφώνημα επιδοκιμασίας, σχεδόν θαυμασμού: «Α! Εσείς, τα Κύθηρα τα βρήκατε!» (βαλτοί είναι όλοι;).