Η νεαρή γυναίκα κάλεσε το ασανσέρ. Εβλεπε τα μάτια του να την κοιτάνε, κι ας μην τον έβλεπε. Τράβηξε την πόρτα του ασανσέρ με αφύσικη δύναμη. Το βήμα της ήταν αφύσικα αποφασιστικό, γι’ αυτό και κλυδωνίστηκε ολόκληρο το ασανσέρ. Πάτησε κουμπί ισογείου. Και με μικρά, αστεία βηματάκια γύρισε να κοιτάει πόρτα-τοίχο-πόρτα-τοίχο-πόρτα-τοίχο, όπως κατέβαινε ορόφους. Παράλληλα, ένα τσουνάμι ήδη την έσπρωχνε να πισωγυρίσει. Και εκείνη έπαιξε μέσα της, να γυρίσω-να μη γυρίσω-να γυρίσω-να μη γυρίσω-να γυρίσω. Μέχρι να φτάσει ισόγειο, της φούσκωσε η απόφαση να γυρίσει, αλλά, παρ’ όλα αυτά, συνέχισε με ανάποδες κινήσεις από την απόφασή της, παρεμβαίνοντας άτσαλα στο όποιο τιμόνι της. Σιγά το τιμόνι! Δηλαδή, άνοιξε την πόρτα του ασανσέρ και δήθεν δυνατά, αποφασιστικά, περπάτησε για να κατέβει τα τέσσερα σκαλιά μέχρι την έξοδο.
Για κάθε σκαλοπάτι κοίταγε τα πόδια της να κατεβαίνουν σαν να ήταν ολοκαίνουργια πόδια, απροβάριστα. Πόσο αυτοκοροϊδευόταν; Πόση προσπάθεια κατέβαλε για να διασώσει στα μάτια της, στα ίδια της τα μάτια, την ελάχιστη εναπομείνασα αξιοπρέπειά της… Να μην πέσει, να μη τσουβαλιαστεί χάμω -σκόρπια- χώμα, μπροστά στον ίδιο τον εαυτό της. Εφτασε μάλιστα να πιάσει και το πόμολο της εξόδου…Και; Ασ’ τα να πάνε! Στο πόμολο έσπασε οριστικά το φράγμα του ήχου της. Δεν την άκουγε. Αίφνης, φρικτά ανεξέλεγκτη. Δεν έβγαινε η έξοδος! Τα μάτια της στυλώθηκαν όπως των αναστενάρηδων όταν πατάνε πάνω σε κάρβουνα, παίρνοντας εντολές από άγνωστο Θεό. Εδώ που τα λέμε, από την ώρα που τον γνώρισε, σε κάρβουνα πατούσε.
Δες χάλια! Δες χάλια! Ενα θηριώδες, θηριωδέστατο, πέραν των δυνάμεών της «Κι άλλο» τη φύσαγε, τη φύσαγε μανιασμένα. Σακούλα στον αέρα. «Α ρε, κατάντια!» πρόλαβε στον εαυτό της. Αλλά πλέον δεν την ένοιαζε. Για την ακρίβεια, δεν την ένοιαζε πια τί-πο-τα. Ανέβηκε σβέλτα τα τέσσερα σκαλιά, άνοιξε γρήγορα την πόρτα του ασανσέρ, πάτησε το κουμπί, πόρτα-τοίχος, πόρτα-τοίχος, πόρτα-τοίχος, σβέλτα, επείγον πόρτα-τοίχος… Τοίχος! Ολα τοίχος! Χτύπησε το κουδούνι του σαν για πολύ πολύ πολύ επείγον, αδιανόητα επείγον. «Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς» του είπε. Ρεζίλι. Τι ωραίο ρεζίλι!
Η γυναίκα πάρκαρε το αυτοκίνητό της σε κομβικό σημείο. Ο δρόμος ήταν θεοσκότεινος και εκείνη φοβιτσιάρα, αλλά εκείνη τη νύχτα, εκείνη τη στιγμή, δεν φοβόταν τίποτα. Ηξερε, είχε μάθει δηλαδή, ότι εκείνος θα πήγαινε σε εκείνον τον χώρο. Είχε υπολογίσει ότι εκείνος θα έπρεπε να παρκάρει εκεί, ακριβώς εκεί, και να περπατήσει υποχρεωτικά το δρομάκι. Αρα, αν εκείνη στεκόταν, εκεί ακριβώς που είχε ήδη παρκάρει, εκείνος θα περνούσε αναγκαστικά από μπροστά της. Αρα, εκείνη θα υποκρινόταν ότι τυχαία είχε φτάσει και εκείνη εκεί. Αρα…
Η σκέψη της παρήγαγε μόνο «άρα». Αρα και κατάρα!… Αρα, για κάθε σκιά που διέκρινε στο βάθος του μικρού δρόμου, ανθρώπου σκιά, να διαβαίνει, εκείνη έπρεπε να εκτελεί το θεατρικό της. Να σημαδεύει το βήμα του άνδρα-σκιάς και την κατάλληλη στιγμή να κλείνει τα φώτα του αυτοκινήτου της και να πετάγεται, ότι και καλά μόλις είχε φτάσει. Εστηνε και ξαναέστηνε τη σκηνή, τι θα του πει, πώς θα του το πει, πώς θα συγχρονίσει σβήσιμο φώτων και άνοιγμα πόρτας και θριαμβευτικής εξόδου και «Δεν το πιστεύω! Πώς βρέθηκες εδώ;»… Ούτε θυμάμαι πόσες φορές χρειάστηκε να το παίξει όλο αυτό… Τόσος αυτοεξευτελισμός! Γελάς; Τώρα πια και ‘γώ. Αλλά τότε; 10-20 σκιές… Ξανά και ξανά και ξανά! Τι αυτοεξευτελιστική ταλαιπωρία! Εν τέλει τζίφος. Εκείνο το βράδυ δεν ήρθε. Ρεζίλι. Αλλά, τι ωραίο ρεζίλι!
Σήμερα εορτή Αγίου Βαλεντίνου. Γέμισε το σύμπαν καρδιές και λουλούδια. Ερως. Θυμήθηκα «ρεζίλια». Κατέγραψα δύο. Οχι ότι δεν έχω παραπάνω. Αλλά, να! Είπα να διασώσω τον εαυτό μου στα μάτια μου, με όση εναπομένουσα αξιοπρέπεια. Πώς σε καταντάει, ο άτιμος… Χαλάλι του! Τι ωραία ρεζίλια!