Το διαβλητό των εκλογών, η προστασία των προσωπικών δεδομένων, ευαίσθητων και μη και η δύναμη της τεχνολογίας δεν μας αφήνει να ξεχάσουμε το σχετικά πρόσφατο πλήγμα που υπέστη ο γίγαντας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, το Facebook – αυτό με την Cambridge Analytica. Η κρίση που προκλήθηκε, ομολογουμένως η σοβαρότερη από την ημέρα της ίδρυσής του Facebook, ήρθε να προστεθεί σε μία σειρά άλλων, με τον ιδρυτή του να αγωνίζεται να αποδείξει ότι όχι μόνο η εταιρεία του, αλλά και o ίδιος προσωπικά, είναι άξιοι εμπιστοσύνης.
Εύλογα μπορεί να συμπεράνει κανείς πως η συγκεκριμένη εταιρική κουλτούρα αποτελεί ένα σύνθετο μείγμα ακατάπαυστης αναζήτησης και ταύτισης του κέρδους με μία ναρκισσιστική πίστη στη δική της εταιρική ηθική. Βασίζεται σε τρία στοιχεία: διατήρηση των χρηστών προσκολλημένων στην οθόνη, συγκέντρωση πληροφοριών για τη συμπεριφορά τους και διαπραγμάτευση με τους διαφημιστές για αμοιβές δισεκατομμυρίων προκειμένου να τους προσελκύσουν με άκρως προσωποποιημένες και στοχευμένες διαφημίσεις.
Η πιο σημαντική ίσως πτυχή του σκανδάλου είναι η πιθανολογούμενη εμπλοκή του Facebook στις αμερικανικές εκλογές και στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Αν και κανείς δε γνωρίζει το κατά πόσο παρενέβη ευεργετικά στην προεκλογική καμπάνια του νυν προέδρου, ο ντόρος γύρω από αυτό το θέμα αμβλύνθηκε από τη δυσπιστία των Δημοκρατικών ότι θα μπορούσαν να είχαν κερδίσει τις εκλογές. Αλλά ακόμη κι αυτό το επεισόδιο εντάσσεται σε ένα μοτίβο οργανωσιακής λειτουργίας που ευνοεί την προχειρότητα σε βάρος της ιδιωτικότητας.
Το Facebook δεν κινδυνεύει να σταματήσει να λειτουργεί, αλλά διαφαίνεται έντονα ότι άνοιξε ο δρόμος προς ένα αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο. Η πελατειακή του βάση στη μητρική χώρα, τις ΗΠΑ, λιμνάζει από το δεύτερο εξάμηνο 2017. Εύκολα διαπιστώνει κανείς πως η επίδραση του, που ως πρόσφατα το καθιστούσε ακόμα πιο ελκυστικό σε νέα μέλη καθώς αυτό ολοένα και αναπτυσσόταν, μπορεί να λειτουργήσει εις βάρος του αν αυτή η ίδια η ανάπτυξη αρχίσει να συρρικνώνεται. Η αξία της εταιρείας στηρίζεται σε άυλα στοιχεία – και για τον λόγο αυτόν καθίσταται εύκολα λειτουργικά ρευστοποιήσιμη.
Το Facebook λοιπόν φαίνεται πως χρειάζεται έναν πλήρη και ανεξάρτητο έλεγχο της προσέγγισης και της εφαρμοσμένης πολιτικής του στο περιεχόμενο, την ιδιωτικότητα και τα data των χρηστών, συμπεριλαμβανόμενου και του ρόλου του στις τελευταίες αμερικανικές εκλογές αλλά και το δημοψήφισμα για το Brexit. Για να συμβεί αυτό θα χρειαζόταν ίσως η δημιουργία μιας επιτροπής – συμβουλίου ή κάτι αντίστοιχου που θα λειτουργούσε ως διαιτητής αιτιάσεων και διασφάλισης των πρωτοκόλλων προστασίας δεδομένων. Θα μπορούσε να εναρμονίζεται για παράδειγμα, με όλα τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο νέο ευρωπαϊκό νόμο περί προστασίας προσωπικών δεδομένων-GDPR. Κάτι τέτοιο θα δώσει, ανάμεσα σε άλλα, στους χρήστες μεγαλύτερη εξουσία να επιλέγουν αν θέλουν να αποτελούν μέρος της online διαδικασίας ιχνηλασιμότητας ή να σταματήσουν να μοιράζονται τις πληροφορίες τους με τρίτα μέρη. Σε τέτοια περίπτωση η εναρμόνιση με νόμους σαν και αυτόν θα πρέπει να ελέγχεται στενά.
Το Facebook δίνει την αίσθηση πως θεωρεί πως το μόνο που χρειάζεται είναι να κάνει κάποιες μικροδιορθώσεις στην προσέγγισή του. Στην πραγματικότητα όμως, και άλλες εταιρείες που απορροφούν δεδομένα πελατών, θεωρούν ότι διακυβεύεται όλο το επιχειρησιακό τους μοντέλο. Καθώς οι χρήστες γίνονται ολοένα και καλύτερα ενημερωμένοι, η σχεδόν βέβαιη εκμετάλλευση των δεδομένων τους, χωρίς να έχουν γνώση, αμοιβή ή συγκατάθεση, με στόχο την κερδοσκοπία, έχει πλέον παρέλθει. Οι εταιρείες θα βρεθούν σύντομα στη θέση να αποζημιώσουν για δεδομένα ή να πληρώνουν για τη χρήση πλατφορμών χωρίς διαφημίσεις. Τα κέρδη σε αυτή την περίπτωση δεν θα είναι τόσο εύκολα, αλλά η προοπτική αυτή είναι πια δεδομένη. Εκτιμάται πως αν το Facebook καταλήξει σε κανονιστικές ρυθμίσεις με το ενεργητικό του τσεκουρωμένο, τα έσοδά του θα πέσουν κατά 80% περίπου.
Η τεχνολογία διαθέτει και τον τρόπο αλλά και την εμπειρία να λειτουργεί συλλογικά για να επιλύει τα προβλήματα που ανακύπτουν εντός του κλάδου της. Γνωρίζουμε, ενδεικτικά, πως τα στάνταρντ software και hardware όπως και η ονομασία των ιντερνετικών domain, συμφωνούνται από κοινού από τις εταιρείες του κλάδου. Οι αντίπαλοι του Facebook μπορεί να είναι επιφυλακτικοί αλλά, αν η βιομηχανία δε βρει μία κοινά αποδεκτή λύση, η λήψη αυστηρών μέτρων από την πλευρά της κεντρικής εξουσίας θα είναι αναπόφευκτη και ίσως συμβάλει μαζί με άλλους παράγοντες στην αποδυνάμωση της παγκόσμιας κυριαρχίας του Facebook.
* Ο Γιώργος Κατοστάρης, ΜΒΑ, είναι fund manager