Γενικός ξεσηκωμός για το κιτς της… Κιτσοπούλου - παράσταση που αντιμετώπισε και τον διχασμό του κοινού της (κάπου 21.000 θεατές) | aefestival.gr
Απόψεις

Επίδαυρος: Οποιος έχει τη σφήκα… μυγιάζεται

Γενικός ξεσηκωμός για το κιτς της… Κιτσοπούλου, «που τής έδωσαν λεφτά το Εθνικό Θέατρο και το ΚΘΒΕ (σ.σ.: σε ρόλο παραγωγών) για να παρουσιάσει την περασμένη Παρασκευή και το Σάββατο ένα έργο δικό της», που κάποιοι θέλουν να το αποκαλούν, όχι «Σφήκες», αλλά «Κατσαρίδες», «μακριά από το έργο του Αριστοφάνη»
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

«Στο βασίλειο του κιτς ασκείται η δικτατορία της καρδιάς». Ας ξεκινήσουμε έτσι, με μία φράση του Μίλαν Κούντερα, που αποδήμησε πολύ πρόσφατα, εν μέσω «θρήνου» στα σόσιαλ μίντια, από την «Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης» («του είναι», όπως ήταν αρχικά, σε απόδοση Γιάννη Η.Χάρη).

Με έναν σχεδόν παράδοξο, εν μέσω καύσωνα, τρόπο τούτη η φράση και τα συστατικά της αφορούν σε όσα συνέβησαν επίσης στα σόσιαλ μίντια με την ελεύθερη διασκευή της Λένας Κιτσοπούλου, πάνω στις «Σφήκες» του παππού Αριστοφάνη, την Παρασκευή και το Σάββατο στην Επίδαυρο. Παράσταση που αντιμετώπισε και τον διχασμό του κοινού της, ήτοι συνολικά κάπου 21.000 θεατών.

Το κιτς (kitsch) ήταν η λέξη που πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1870 στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μονάχου για το υπερβολικό στην τέχνη (που είναι η περίπτωσή μας) και το κακόγουστο (που είναι υποκειμενικό ζήτημα).

Γενικός ξεσηκωμός για το κιτς της… Κιτσοπούλου, «που τής έδωσαν λεφτά το Εθνικό Θέατρο και το ΚΘΒΕ (σ.σ.: σε ρόλο παραγωγών) για να παρουσιάσει ένα έργο δικό της», που κάποιοι θέλουν να το αποκαλούν, όχι «Σφήκες», αλλά «Κατσαρίδες», «μακριά από το έργο του Αριστοφάνη».

Γενικός ξεσηκωμός, με σημαία ένα (όχι υποχρεωτικά εγγράμματο) λιβελλογράφημα κατά της Κιτσοπούλου, που εμφανίστηκε διαδικτυακά μετά την πρεμιέρα της Παρασκευής. Το οποίο λιβελλογράφημα, που την αποκαλούσε «Αδολφίσκα» και μιλούσε για «φασισμό», πολλοί, που δεν είχαν καν δει την παράσταση, έσπευσαν να ενστερνιστούν και με την σοσιαλμιντιακή χιονοστιβάδα να οδηγήσουν σε νέα… ύψη: Τι να ξηλωθούν οι διευθυντές των κρατικών σκηνών που επέλεξαν και χρηματοδότησαν την παράσταση της Κιτσοπούλου, τι να κάνουν ομαδική μήνυση οι «δυσαρεστημένοι» θεατές, που «παραπλανήθηκαν», ζητώντας το αντίτιμο των εισιτηρίων τους, τι «δηθενιές που θέλουν να μάς τις φορέσουν σαν μοντερνισμό», τι «Μπορεί μια παράσταση να ξεκινήσει πόλεμο με τα θεμέλια του Πολιτισμού της Ελλάδας;» και πάει λέγοντας.

Υπερβολικές, εξαιρετικά υπερβολικές, αντιδράσεις στην υπερβολή της Λένας Κιτσοπούλου. Το κιτς που λέγαμε!

Το ωραιότερο είναι ότι κάποιοι άρχισαν να μιλάνε ξανά και ξανά για τα «ιερά και όσια» του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου, αλλά και του παππού Αριστοφάνη. Για τα «ιερά και τα όσια» του Πολιτισμού «μας» (νομίζω, τελευταία το γράφουν Μποτιτισμό;). Ζητώντας την κεφαλή της Λένας Κιτσοπούλου επί πίνακι. Με την ίδια να απαντάει πού ακριβώς να… τοποθετήσουν τις κριτικές τους.

Ιερά και όσια, είπατε; Το αρχαίο θέατρο, «μοναδικό στον κόσμο», «κοιτίδα του θεάτρου μας»; Ωπα. Μήπως το παρακάνουμε για άλλη μία φορά, σπεύδοντας σε άχρηστους και «αιματηρούς» εμφυλίους στα σόσιαλ μίντια; Ως χώρος θεάτρου, ήτοι τέχνης (εν προκειμένου και ψυχικής ίασης) χρησιμοποιήθηκε πάντα το εν λόγω θέατρο.

Oσο για τη μοναδικότητα, ας είχαμε φροντίσει αρχαιολογικώς, τόσα χρόνια, να είχαμε παραδώσει ξανά για μόνιμη παραστασιακή χρήση και εκπαίδευση του κοινού στο αρχαίο δράμα, τόσα λαμπρά αρχαία θέατρα: της Ερέτριας, της Δωδώνης, της Σικυώνας, ακόμη και των Αχαρνών ή της Λάρισας και και και… Για να μην κλαψουρίζουμε περί της σεπτής «ιερότητας» του «μοναδικού αργολικού θεάτρου». Αποκέντρωση τώρα!

Oμως ήμασταν στο «βασίλειο του κιτς». Τι μάς λέει, με δυο λόγια ο δηκτικός Αριστοφάνης, στις «Σφήκες»; Φάτε και πιείτε και κοιτάξτε τα του οίκου σας και όχι τους Άλλους.

Ε, κάπως έτσι ξεκινούσε και η κατά Κιτσοπούλου διασκευή. Με την υπόθεση του γάμου ομόφυλων ζευγαριών. Που, με δύο επίσης λόγια, έχει γίνει… τσίχλα και σημείο αιχμής (κι ας είναι ήδη κεκτημένο εις την Δύσιν, εις την οποίαν θέλομεν να ανήκομεν), την ώρα που σοβεί ο ρατσισμός, οι γυναικοκτονίες, η ξενοφοβία, οι παιδοβιασμοί και όλα όσα, σαν αιματηρός χυλός, ξεχειλίζουν από τις έριδες των σόσιαλ μίντια. Ξέχειλες από στερεότυπα, αμορφωσιά, και δικτατορία της άποψης.

Ο Αριστοφάνης, στις κωμωδίες του, στηλίτευε, με όχημα τις ιστορίες, τους πολιτικούς «εχθρούς» του και την Πολιτική και τους πολιτικούς. Ε, το ίδιο έκανε και η Λένα Κιτσοπούλου, μην αφήνοντας κανέναν… παραπονεμένο. Από την υπουργό Πολιτισμού και το «τσιμέντωμα της Ακρόπολης» ώς την διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, που αλλάζει μοντελάκια στις κερκίδες για να φωτογραφηθεί για περιοδικά μόδας (κάτι που είχε καυστικά στηλιτεύσει και ο κραταιός θεατράνθρωπος Θανάσης Παπαγεωργίου, διαδικτυακά).

Από τις υποκλοπές, τα Τέμπη, την αστυνομική βία μέχρι τον Πρωθυπουργό, ο οποίος στο φινάλε έβγαινε νικητής στην κάλπη, παρά τα τόσα και τόσα.

Το κοινό της Επιδαύρου σε όλα αυτά αντέδρασε με μαζικές αποχωρήσεις, με αποδοκιμασίες, αλλά και χειροκροτήματα. Διχασμένο. Την ώρα που απαριθμούσε τα προς εαυτούς ψεύδη, που εκφράζονται με τον χυλό των σόσιαλ μίντια – την απάθεια, τα λυμένα για καυγά ζωνάρια, την αλλοπρόσαλλη διαδικτυακή ζωή, την αθεμελίωτη αυταρέσκεια – ένας ηθοποιός, απευθυνόμενος (άπαξ) στο κοινό, φώναξε «Τι γελάς, ρε;» – σαν να έλεγε «σού απαριθμώ τα στραβά σου και εσύ γελάς»; Στάση που είχαν εφαρμόσει από σκηνής και οι αείμνηστοι Χάρρυ Κλυνν και Τζίμης Πανούσης…

Πάμε πίσω στο κιτς, που λημματοποιεί και αποτυπώνει την σχεδιασμένη θεατρική πορεία της, προς την υπερβολή τουλάχιστον, και δικαιώνει (για να κάνουμε κι ένα… κιτς αστειάκι!) το πρώτο μέρος του επωνύμου της Λένας Κιτσοπούλου. Η Λένα Κιτσοπούλου έχει καταγράψει on camera σφαγή ελαφιού, απώτατα σημεία της σε ασπρόμαυρα βίντεο, μια Κοκκινοσκουφίτσα που βρίζει σαν λιμενεργάτης, όπως έλεγαν οι παλιοί και πολλά άλλα.

Το κοινό, δεν μπορεί, θα ήξερε ποίας ελεύθερη διασκευή ήταν οι «Σφήκες» και η σκηνοθεσία τους. Θα επέλεξε να καθίσει, με αυτό τον καύσωνα, στα βραστά εδώλια της Επιδαύρου. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι επέλεξε να ποδηγετηθεί από οποιοδήποτε λιβελλογράφημα ή εικασία περί της παράστασης, που δεν είχε δει καν, μέχρι εκείνη την ώρα.

Οταν ξεκίνησε το… μαγγανοπήγαδο περί των «χρημάτων του έλληνα φορολογούμενου», που ποιος και σε ποιόν (ε;) δίνει το δικαίωμα στα εθνικά θέατρα να τα δίνουν για παραστάσεις που προσβάλλουν τον Αριστοφάνη, την «ιερή» Επίδαυρο, γενικώς «τα ιερά και τα όσια». Λες και δεν έχουμε ξαναδεί υπερβολές, ατοπήματα, ασχημονίες στην Επίδαυρο. Λες και δεν συμβαίνει τίποτε άλλο στην ζωή μας (στην ζωή τους…) και το μόνο θέμα μας (τους…) είναι η «παραπλάνηση» από την Κιτσοπούλου και το Εθνικό – ΚΘΒΕ – Φεστιβάλ, με την ελεύθερη διασκευή επί της αρχαίας κωμωδίας.

Αλλοι πάλι βρήκαν να θυμηθούν την προκλητική ατάκα από προηγούμενη παράστασή της: «Η καλύτερη αποτρίχωση γίνεται με χημιοθεραπεία»…

«Στο βασίλειο του απολυταρχικού κιτς οι απαντήσεις δίνονται προκαταβολικά και αποκλείουν κάθε καινούρια ερώτηση. Κατά συνέπεια, ο πραγματικός αντίπαλος του απολυταρχικού κιτς είναι ο άνθρωπος που θέτει ερωτήσεις», έγραφε ο Μίλαν Κούντερα.

«Στο βασίλειο του απολυταρχικού κιτς» των σόσιαλ μίντια κυβερνά η «δικτατορία της καρδιάς», που δεν είναι η καρδιά σε αυτή την ερμηνεία, αλλά η «αποψάρα» που δεν επιδέχεται άλλη άποψη, άλλη ερμηνεία. Και όταν εκφράζεται, είναι εξοβελιστέα και πρέπει να καταλήξει στην πυρά.

Η ίδια η Λένα Κιτσοπούλου ξεκαθάρισε, μετά το ραπ που απέδωσε στην υπόκλιση, ότι αυτό έχει καταλάβει και τίποτα δεν έχει καταλάβει από τον Αριστοφάνη για την ελεύθερη διασκευή της. Είναι «αδίκημα» που επισείει καρατόμηση, άραγε; Ότι, όσο κι αν προσπάθησε, το μόνο που για κείνη θα ήταν καίριο να πει από σκηνής ήταν όσα είπε.

Διαβάζω από το Διαδίκτυο: «Και μόνο το ότι η μπασκέτα (σ.σ.: στο σκηνικό) φτάνει στα επτά μέτρα από το χώμα δηλώνει εξαρχής ότι αυτό που θα δεις και θα ακούσεις στη σκηνή προέρχεται από μια μικρότητα – από μια ανθρώπινη κλίμακα κατώτερη της κανονικής, από τύπους που δεν είναι ποτέ στο ύψος των περιστάσεων για να σκοράρουν».

Στον αντίποδα, μιλούσαν κάποιοι για «επιθεώρηση που θα έκανε καλύτερα ο Μάρκος Σεφερλής». Και άλλοι, απαισιόδοξοι, για το «τέλος του θεάτρου» και των έργων του. Σαν να μην έχουν ακούσει τα έργα – και τι ημέρες – νέων συγγραφέων, όπως ο Γιωργής Τσουρής, ο Γιάννης Τσίρος, ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, ή για επιδραστικότατες μεταπλάσεις κλασικών έργων – όλα αυτά με τεράστια επιτυχία στη σκηνή – όπως από το (μαραμένο πλέον;) Cartel του Βασίλη Μπισμπίκη και των άλλων παιδιών.

Οχι, το θέατρο δεν τελείωσε. Όσο κι αν «γράφει» αυτό ωραία και δραματικότατα στα ανερμάτιστα σόσιαλ μίντια της «αποψάρας» και της αυταρέσκειάς της. Ούτε έγινε επιθεώρηση. Μια ελεύθερη διασκευή ήταν. Μια παράσταση ήταν. Μια ερμηνεία ήταν. Από αυτές, που ακόμη κι αν διαφωνεί μαζί τους, τις θέλει, σαν τον Βολταίρο, η Τέχνη. Ακόμη και από το λάθος ή το «τίποτα», η τέχνη ξέρει να βρει το δρόμο της.

Μα, κάνει «τέχνη άτεχνη», με γερές πλάτες σε ιδιωτικά πολιτιτικά ιδρύματα και στα κρατικά και με τα λεφτά «του Έλληνα φορολογούμενου», σού λέει. Άρα, αν ξηλωθούν όλοι και πάψει να κάνει, θα έχει λύσει το πρόβλημά της η τέχνη; Κι εμείς (ή αυτοί);
Διαβάζω: «Μετά από κάνα δυο βιτριολικές κριτικές, μπαίνουν όλοι σε μια αντιπαράθεση χωρίς να έχουν καν δει την παράσταση! Αυτό ακριβώς όμως μας κατέδειξε χθες η Κιτσοπούλου! “Κατηγορώ, άρα υπάρχω”!».

Διαβάζω επίσης: «Η κ. Λένα Κιτσοπούλου είναι αναγκαία για τον ελληνικό πολιτισμό, όπως είναι αναγκαία η αφόδευση των επιβλαβών στοιχείων για τον οργανισμό μας».

Κιτς, είπατε; «Κιτς δεν είναι το περιεχόμενο που αναρτούμε, αλλά η ιδέα της τέλειας ζωής που επιθυμούμε να δείξουμε», κατά τον Μίλαν Κούντερα. Σαν μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας, που «έστιν ούν η τραγωδία». Τραγωδία.

Κυνηγοί μαγισσών της τέχνης, υπέρ μιας «τέλειας» (και αυτάρεσκης, το ξαναέγραψα) «θεατρικής ζωής», που δεν θα επιτρέπει παρεκκλίσεις και θα ακολουθεί κριτήρια στην τέχνη. Μα, απαράβατα κριτήρια (και στην τέχνη) έβαζαν ο φασισμός και ο ναζισμός…

Και μιλούν για «φασισμό» μιας παράστασης, είτε καλής είτε κακής, και για «καθαίρεσή» της, οι ίδιοι που, προηγουμένως – διαδικτυακά και συνήθως ανώνυμα στην πλειονότητά τους, πίσω από άβαταρ – έψεγαν τα περί «αποφοίτων λυκείου» για τους καλλιτέχνες και οργίζονταν για τον παραγκωνισμό της τέχνης. Δηλαδή, η τέχνη αυτή για την οποία «αγωνίζονταν», είναι μόνον εκείνη με την οποία συμφωνούν;

Σε μια κοινωνία που τείνει στην ακραία ελευθεριότητα και συνάμα εκπίπτει στον ακραίο συντηρητισμό και δεν έχει προλάβει να αλλάξει για να «χωνέψει» τις όποιες κατακτήσεις και αλλαγές, δεν θα αντέχαμε, νομίζω, την έκπτωση οποιουδήποτε κεκτημένου (με κόπο), όπως η ελευθερία της έκφρασης.

Και μια και μιλάμε για αυτό το παράδοξο δίπολο, δείτε τις διαφημίσεις. Μάς δείχνουν, ας πούμε, μία πολύ εύσωμη κοπέλα που εξασκεί το πάθος της για το πατινάζ. Και το μήνυμα «περνάει» και γίνεται αποδεκτό μέσα από τη μικρή οθόνη. Πιστεύετε, αλήθεια, ότι σε αυτή την κοινωνία και στην «πραγματική» ζωή, η ίδια κοπέλα δεν θα αντιμετώπιζε τουλάχιστον χλεύη, αν τολμούσε να πάει για πατινάζ;

Κλείσαμε και με τη «δικτατορία της καρδιάς», κατά Κούντερα. Κρατάω για το τέλος μια διαδικτυακή εικόνα (παραίνεση), από τον στιχουργό Γεράσιμο Ευαγγελάτο: «Δε χρειαζόμαστε Ιερή Τέχνη. Χρειαζόμαστε Ζωντανή Τέχνη: πετυχημένη, αποτυχημένη, αδιάφορη, εκνευριστική, επουλωτική, εξοργιστική, συναρπαστική -οτιδήποτε – αρκεί να αναρωτιέται βουτώντας τα χέρια εκεί που συμβαίνει η Ζωή κι όχι να καμώνεται ότι έχει απαντήσεις κληροδοτημένες από το υπερπέραν.

Κάπου ώπα με τους θεματοφύλακες της καλλιτεχνικής ηθικής. Καλλιτέχνες και κοινό είμαστε περαστικά ανίδεα πεντάχρονα μπροστά στο Άγνωστο. Ας το καταλάβουμε μπας και χαλαρώσουμε λίγο».