Ενα νεαρό κήτος, ένα πληγωμένο θηλαστικό που έχασε τον δρόμο, το βάφτισαν Σωτήρη. Ενα κορίτσι δίπλα του, η Τάνια, του τραγουδάει, το εμψυχώνει, το ενθαρρύνει, το καθησυχάζει. Ενας άνδρας στέκεται πίσω από το νεαρό κορίτσι και δίπλα στο κήτος. Στο βάθος, η πόλη με τα ψηλά της κτίρια.
Κάπου στην πόλη κι εγώ, κάπου στην πόλη κι εσύ. Ψάχνουμε τον δρόμο, χάνουμε τον δρόμο, τα ρηχά είναι πάντα τα ζόρικα κι ας λένε το αντίθετο. Στα ρηχά πνίγεται ευκολότερα ο άνθρωπος. Νέος κόσμος. Με ταχύτητα νέος κόσμος. Πώς να τον αφομοιώσεις; Θα τον αφομοιώσεις. Καθ’ εκάστην περπατώ στο σκοινί του. Στις μύτες, μην και κάνω κάποιο λάθος. Χάθηκα. Στερέψαμε και από επιείκεια. Και πότε ο κόσμος είχε επιείκεια; Θα αφομοιώσουμε τον νέο κόσμο με συνοπτικές διαδικασίες. Ποιος έχει χρόνο να περιμένει εμένα, εσένα;
Με θυμάμαι να πρωτογράφω με μολύβι. Εχω ακόμα σημαδάκι στο δάκτυλο. Μετά καλλιγραφικά. Ενα ένα τα τιμούσαμε τα γράμματα. Μετά με στυλό. Κάποτε σε γραφομηχανή. Αργά αργά τα στάδια. Τα χόρταινα. Μετά σε υπολογιστή ως να ήταν γραφομηχανή. Πλάκα είχε εκείνη η φάση. Εγραφα με στυλό και μετά τα μετέφερα στον υπολογιστή. Ούτε και κατάλαβα πότε ο ψηφιακός πλανήτης με τράβηξε στη θάλασσά του. Πάντως προχθές πήγα να γράψω με στυλό και πανικοβλήθηκα. Δεν ήταν αυτά τα δικά μου γράμματα. Δεν μου τα αναγνώριζα. Ξέχασα να γράφω με στυλό.
Τρέμω και τη ζωή χωρίς κινητό. Μάλλον, να το διορθώσω, δεν υπάρχει ζωή χωρίς κινητό. Νομίζω μόνο κακά θα μου συμβούν, αν… Θεός φυλάξοι… Εστω και για πέντε λεπτά… Θεός φυλάξοι! Στον νέο κόσμο, όλο και πιο συχνά, όλο και πιο ύπουλα, παραγγέλνω από κάπου. Λες να ξεχάσω να δοκιμάζω στο πεδίο; Αφαιρώ τις «καλημέρες» και τα πολλά πολλά. Αφαιρώ επαφές παλαιού τύπου. Τα τελευταία χρόνια αφαιρέθηκαν και οι αγκαλιές. Εκεί, ένιωσα ότι το τερματίσαμε. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου στοίχισε! Μα τώρα μου στοιχίζει διπλά ότι έμαθα.
Ολα τα μαθαίνει ο άνθρωπος. Ακόμα και να κάνει like αντί για «ευχαριστώ». Μεγάλη υπόθεση το FB. Η εκκλησία της Αγίας Μοναξιάς. Ανάβω κερί για όλους. Και αυτούς που εύχονται «καρκίνους» και «ψόφα»; Ζούμε την απενοχοποίηση των ζουμιών; Τόση επιβράβευση της κακίας, της ζηλοφθονίας, τόσο «έξω πόρτα» των πιο φθηνών μέσα μας; Παρεμπιπτόντως, οι άνθρωποι όλο και πιο συχνά συνουσιάζονται από οθόνης. Γαμιούνται από οθόνης. Ηδονικά κοιτάζονται από οθόνης. Εν αρχή καβλωτικό. Ολα έτσι ξεκινάνε. Και η επαφή επαφή; Και οι μυρουδιές; Οπως σκάνε από τα σώματα; Ο αχνός που μένει στο δωμάτιο; Τα σεντόνια; Θα ανακαλύψουν και τρόπο να βγαίνουν μυρουδιές από οθόνης; Να δεις, θα ανακαλύψουν!
Τώρα που το θυμήθηκα… Ρώτησα προχθές τον εγγονό μου ποιος είναι ο καλύτερός του φίλος και μου απάντησε «Αυτός με την κόκκινη μάσκα». Θεέ μου! Πάντα οι άνθρωποι φορούσαν μάσκα, αλλά τρέμω μήπως κι αυτό το τερματίσαμε. Πώς επιτρέπουμε τα μάτια μας ακόμα έξω; Πόσο καιρό έχουν ακόμα να χαρούν τα μάτια μας ελεύθερα; Κοίταζαν ποτέ τα μάτια ελεύθερα;
Ενα νεαρό κήτος, ένα πληγωμένο θηλαστικό που έχασε τον δρόμο του, το βάφτισαν Σωτήρη, ένα κορίτσι δίπλα του, τού τραγουδάει τρυφερά, καθησυχαστικά, «είμαι εδώ», «είμαι δίπλα σου», «μη φοβάσαι αφού είμαι εδώ, δίπλα σου εγώ, να σε χαϊδεύω, ησύχασε, μικρό μου». Ενας άνδρας κοιτάζει συγκινημένος το κορίτσι να τραγουδάει στο νεαρό κήτος. Στο βάθος η πόλη. Κάπου εκεί εγώ, κάπου εκεί εσύ. Τι σκηνή ζήσαμε, συνταξιδιώτη, στη θάλασσά μας! Ενας επικείμενος θάνατος, μια Ανάσταση. «Πάσχα» σκηνή. Κολύμπα, μωρό μου. Προχώρα στα βαθιά σου. Σωτήρης εσύ, σωτήρας η σκηνή που μας δώρισες. Για λίγο, για τόσο δα, λες, χαμήλωσε ταχύτητα ο κόσμος, εμβαπτιστήκαμε κοντά σου, δίπλα σου, ήσυχη ήταν και η θάλασσα ακόμα, στρώμα μας, εμείς ανάσκελα, ανοιχτά τα χέρια ίσια, ενωμένα τα πόδια σαν σε σταυρό, πάνω μας ο ουρανός… Και ήσυχα, ήσυχα, καθησυχαστικά πλεύσαμε με κλειστά τα μάτια στα βαθιά μας…
Η Τάνια μάς τραγουδούσε.