| Shutterstock
Απόψεις

Ενοχικά τα καλοκαίρια μας

Η κάπνα. Τα ορφανά ζωάκια. Ο βήχας. Τι κρίμα... Δεν θυμάμαι καλοκαίρι που να μην ξεβράζεται από μέσα σου κάτι σαν ντροπή. Ενα περίεργο συναίσθημα. Για το πόσο γαλήνια πέρασες... Και σβέλτα καταχωνιάζεις ό,τι έζησες, όπως τα παιδιά κρύβουν το χαρτζιλίκι που συνωμοτικά έλαβαν από τη γιαγιά τους
Ρέα Βιτάλη

«Μια βουτιά και θα βγεις καλοκαίρι» μου είχε πει η Αθηνά ενώ ξεκινούσα τις θεραπείες μου. Πέρασαν από τότε πέντε χρόνια. Ουφ! Για κάθε χρόνο, ουφ! Πολλά μου είχαν πει τότε οι φίλοι για αναπτέρωση. Αυτή η φράση έπιασε. Και βούτηξα. Και όντως βγήκα καλοκαίρι. Το πιο μαρτυρικό μου.

Τρελό ακούγεται, μα το λέω ξανά και ξανά, ως μήνυμα αγάπης-προειδοποίησης σε όποιον άνθρωπο δίνει τώρα τον δικό του αγώνα με τον καρκίνο. Στα απόνερα πνίγεται ο άνθρωπος. Στα κύματα όλοι τα βγάζουμε πέρα. Αλλά όταν έχουν τελειώσει όλα, κι ας σου λένε ίαση, είσαι πλέον δραματικά πονηρεμένος, είσαι σε επιφυλακή κακού, ξεχειλίζεις δάκρυα, παράπονα… Ολα σου ξεχειλίζουν.

Το μεθεπόμενο, όμως, καλοκαίρι; Είσαι ένας σοφότερος άνθρωπος, είσαι ο πιο φοβισμένος-άφοβος, ηδονικά ρουφάει κάθε πόρος σου το κάθε τι, οριοθετείς κόκκινες γραμμές, σε νοιάζεσαι, σε προστατεύεις! Διαδρομές ψυχής, μωρέ. Βήμα βήμα. Από τότε, το «Καλοκαίρι» άρχισε να παίρνει άλλη διάσταση στο μυαλό μου. Μαραθωνοδρόμοι εν δυνάμει.

Χρυσό μετάλλιο για τον καθένα μας το καλοκαίρι «του». Μας παρατηρώ να φτάνουμε στον τόπο της επιλογής των διακοπών μας, εκ συνηθείας ρομπότ που μέρα τη μέρα λύνονται. Ανθρωπαίνουμε. Ψυχανεμιζόμαστε, πονηρευόμαστε ότι χαραμίζουμε ουσία σε ανούσια. Δες με τι νωχέλεια απλώνονται οι άνθρωποι κάτω από τις ομπρέλες. Δες πώς η φυσική συστολή, για τις όποιες ατέλειες του σώματός τους, εξατμίζονται. Δες πώς αφήνονται να κοιμούνται.

Χωράνε μέχρι και μεσημεριανό ύπνο, αποκαλώντας τον χαϊδευτικά «υπνάκο». Δες πώς ένα χαριτωμένα δικαιωματικό «Δεν γαμιέται!» φυσάει δροσιά στην ψυχούλα τους και αποδιώχνει ό,τι φτάνει στο μυαλό τους ως σκοτούρα. Καλοκαιράκι. Ποιος δεν το εκλαμβάνει ως τέρμα ενός δικού του μαραθώνιου; Ποιος άλλος από τον εαυτό ορίζει τον μαραθώνιό του;

Δεν θυμάμαι καλοκαίρι, εδώ και χρόνια, που να μην προέκυψε μια τραγωδία. Εικόνες εισβάλλουν και ανατρέπουν το μικροσύμπαν του καθενός πάνω που το παίρνει αγκαλιά και το χαϊδεύει. Πάνω που νιώθει ότι το δικαιούται. Τα ίδια και με το φετινό καλοκαίρι. Εκείνη η γυναίκα στα γόνατα, στα ερείπια του σπιτιού της.

Το ξέρεις. Το ξέρεις καλά το «τέρμα» συναίσθημα. Εκεί, «χώμα», μα αυτόματα η ψυχή… Πώς αλλάζει ρότα; Ετσι δουλεύει το ανθρώπινο σύστημα. Μόνο να σηκωθείς. Εκείνοι οι πελεκάνοι οι ξεσπιτωμένοι από τις κολόνες της ΔΕΗ; Τους είχες δει. Τους χάζευες. Σε κείνο το οδοιπορικό σε Θράκη, Εβρο, Πομακοχώρια, που δεν το χόρτασες και το επανέλαβες ακόμα δύο φορές. (Και ναι, θα ξαναπάς, ιδίως τώρα, θα ξαναπάς).

Ο καπνός. Η κάπνα. Τα ορφανά ζωάκια. Ο βήχας. Τι κρίμα… Δεν θυμάμαι καλοκαίρι που να μην ξεβράζεται από μέσα σου κάτι σαν ντροπή… Ενα περίεργο συναίσθημα… Για το πόσο γαλήνια πέρασες… Και σβέλτα καταχωνιάζεις ό,τι έζησες, όπως τα παιδιά κρύβουν το χαρτζιλίκι που συνωμοτικά έλαβαν από τη γιαγιά τους. Ονειρεύομαι ένα καλοκαίρι που να συντονιστούμε άνθρωποι και πλανήτης σε γαλήνη. Μια ανακωχή. Για τους εν δυνάμει, ζωής μαχητές…

ΥΓ: Δεκαοκτώ απανθρακωμένοι μετανάστες. Τραγικό το κάρμα τους να μην τους αναλογεί σωτηρία, πουθενά στη γη. Η επιβεβαίωση, ακόμα μια φορά, ότι το μεταναστευτικό μπορεί να λυθεί μόνο στους τόπους που το γεννούν.