«Στο χωριό ναμ΄γεννάτ΄ένα καβγί σερνικού. Το καβγί έντα’ τάνι’ποπίσω νορά. Μέρα νού’τα κράντα’ τάνι». Αναρωτιέστε τι είναι αυτά που γράφω; «Στο χωριό γεννήθηκε ένα παιδί αρσενικό. Το παιδί είχε από πίσω ουρά. Μέρα νύχτα έκλαιγε». Ένα παραμύθι σε Τσακώνικη διάλεκτο αντιγράφω. Ήτοι, γλώσσα υπό εξαφάνιση σύμφωνα με την Unesco. Ακούγεται περίεργη; Αρχαιοελληνική η καταγωγή της. Αρχαιοπρεπής επίσης, αφού εν αντιθέσει με τις άλλες διαλέκτους, δεν προέρχεται από την ελληνιστική κοινή αλλά θεωρείται απόγονος της αρχαίας δωρικής διαλέκτου της Λακωνίας. Δεν θα ήταν η μόνη έκπληξη που μου επιφύλασσε η ευλογία του τυχαίου, στο μονοήμερο ταξιδάκι μας. Δώστε μου απρογραμμάτιστη εκδρομή και πάρτε μου την ψυχή!
Πόσες χώρες έχει η χώρα μου; Ούτε ξέρω πόσες φορές το έχω πει με δέος και ευγνωμοσύνη. Ετούτη τη φορά Λεωνίδιο. Πρωτεύουσα της Τσακωνιάς. Μια περιοχή με ιδιαίτερη γεωμορφολογία, δύσβατη, άγονη, με μεγάλους ορεινούς όγκους, απομονωμένη. Να φανταστείτε, η διάνοιξη των δρόμων που ενώνουν την Τσακωνία με τις γύρω περιοχές έγινε τον 20ό αιώνα. Οι ίδιοι οι Τσάκωνες, πιθανολογώ εξαιτίας της αναγκαστικής απομόνωσής τους, διασφάλισαν την επιβίωση της διαλέκτου τους μέχρι τις μέρες μας. «Καούρ εκκοκίατε», έτσι μας καλωσορίζουν στο ξενοδοχείο. Τόσο πάθος δείχνει ο σύλλογός τους στον σκοπό της διατήρησης της γλώσσας που υπάρχει και φροντιστήριο Τσακωνικής, άπαξ της εβδομάδας, για «όσους πιστούς». Βλέπετε, το νανούρισμα, τα παραμύθια που άκουγε κάθε παιδί, ήταν στα τσακωνικά. Διατηρώντας τη γλώσσα είναι σαν να στέλνεις χαιρετίσματα στο νανούρισμα της όποιας γιαγιάς, στο παραμύθι του όποιου παππού… Στέλνεις χαιρετίσματα στην πιο γλυκιά δύναμη αγάπης, στην «αδυναμία».
Το διατηρητέο χωριό Λεωνίδιο βρίσκεται στην ανατολική Πελοπόννησο, 210 χιλ. από την Αθήνα και 80 χλμ. από το Αργος. Πριν από έναν χρόνο, σε μια άλλη μας εκδρομή… Τότε θυμάμαι είχαμε αγαπήσει τον Κοσμά και τα Πούλιθρα… Μας έτυχε μια βιαστική είσοδος – έξοδος στο Λεωνίδιο. Από τότε είχαμε δώσει υπόσχεση ότι κάποτε θα διανυκτερεύαμε -για να το ψάξουμε περισσότερο- αλλά, όσο και να σας φανεί περίεργο, από τον Σεπτέμβριο καμία προσπάθεια δεν ευδοκιμούσε γιατί δεν βρίσκαμε ελεύθερο δωμάτιο. Μέχρι που η ευγενική νεαρά ενημέρωσε «Ξέρετε κυρία Βιτάλη, το χωριό μας έχει πλέον καταγραφεί ως σπουδαίος προορισμός αναρριχητών. Το καλοκαίρι, όπως αντιλαμβάνεστε, τα βράχια καίνε και δεν ευνοούν. Από τον Σεπτέμβριο όμως και μετά, ξεκινάει για μας μια εξαιρετικά σημαντική τουριστική περίοδος και γι’ αυτό μας βρίσκετε πάντα με πληρότητα». Δεν είχα ιδέα.
Ο βράχος. Τεράστιος, καθηλωτικός, κόκκινος. Κόκκινη ορθοπλαγιά. «Red rock» ονοματίζει τον μυστικό προορισμό, ο ένας αναρριχητής στον άλλον. Ένας βράχος καλής ποιότητας ασβεστόλιθου, ιδιαίτερα ευχάριστος στην αναρρίχηση. Τα 250 μέτρα κατακόρυφα αποτελούν ονειρώδη πρόκληση για τον αναρριχητή. Ποιος καλός Θεός φύσηξε αέρα αναρρίχησης και ορειβασίας σε τούτα τα μέρη;
Πριν από το 1985 τίποτα δεν προμήνυε την εξέλιξη αυτού του τόπου. Σκόρπιες κουβέντες για την ύπαρξη μιας ζόρικης ορθοπλαγιάς από μέλη του ΣΕΟ. Όπως διαβάζω, η πρώτη απόπειρα αναρρίχησης αποδίδεται σε Γάλλους και τοποθετείτε στο 1980. Έφτασαν μέχρι τα 120 μ. και αποχώρησαν. Το 1985, ένας φαντάρος στην Τρίπολη, ο Δ. Σωτηράκης, λάτρης του σπορ, αντί ίσως να «φιδιάζει» (στρατού διάλεκτος) επισκέπτεται το μέρος, εντυπωσιάζεται και μεταδίδει τα νέα στον αναρριχητικό κόσμο. Τον Σεπτέμβριο του 1986 ο ίδιος μαζί με τον φίλο του Α. Θεοδωρόπουλο καταφθάνουν κατάλληλα εξοπλισμένοι αλλά η ασφυκτική ζέστη ανατρέπει τα πλάνα για αναρρίχηση στον «Πυλώνα της φωτιάς». Εντέλει, τον Απρίλιο κατορθώνουν την πραγματοποίηση του ονείρου τους υπό τις επευφημίες των ντόπιων που βρήκαν θέαμα. Πού να ήξεραν, οι αθώοι, πόσα θα σήμαινε για την τουριστική τους ανάπτυξη εκείνο το τόλμημα! Λίγες μέρες αργότερα, δυο άλλοι αναρριχητές, οι Λ. Γιανακούλης και Μ. Μαλακού ανοίγουν τη διαδρομή «Περί Ηρώων και Τάφων» με δυο μάλιστα διανυκτερεύσεις πάνω στην ορθοπλαγιά και μάλιστα Μεγάλη Παρασκευή και Μεγάλο Σάββατο. Ας ορίσουμε τη μέρα ως οριστική «Ανάσταση». Και κοντά σ’ αυτή, ένα σωρό θρύλοι αναζητάνε οριστική διαλεύκανση. «Επί τη ευκαιρία», όπως λένε, οι ντόπιοι παρακάλεσαν «τα παιδιά» να ρίξουν και μια ματιά στην «Σπηλιά με τον θησαυρό». Τόσα που είχαν ακούσει από μικρά παιδιά για την άτιμη σπηλιά! Τζίφος ο θησαυρός! Αποχώρησαν αφελώς απογοητευμένοι. Μα ο «θησαυρός» ήταν μπροστά στα μάτια τους!
«Πού τρώμε, αγαπητέ;» ρωτήσαμε καταφθάνοντας πεινασμένοι ως λύκοι τον ευγενικό ξενοδόχο που μας συνέστησε δυο τρία σημεία. Προτιμήσαμε το ταβερνάκι «Μητρόπολη» δίπλα στην Μητρόπολη. Περπατήσαμε τα στενά, αγαπήσαμε μια ταμπέλα «Σήμερα έχουμε παγωτό» μέχρι που συνειδητοποιήσαμε, ότι αυτό ήταν το όνομα του καφενείου. Διασκέδασα με την ατάκα ενός ντόπιου, σε κάποιον χωριανό του που εμφανίστηκε περήφανος με καινούργιο αυτοκίνητο: «Ρε, μπας και είναι και αλεξίσφαιρο;». Λατρεύω αυτές τις κουβέντες μιας αναλαμπής σε βαρεμάρα επαρχιακών καφενείων…
Ανεβήκαμε, κατεβήκαμε ρούγες μες’ στην νύχτα, ακούσαμε και το κεντρικό ρολόι να μας μετράει την ώρα… Και φτάσαμε στην ταβέρνα. Σιγά μην και δεν είχε τραπέζι! Κι όμως αγαπημένοι αναγνώστες. Ουρά! Ράτσες όλων των φυλών. Ισραηλινοί φουλ, Ισπανοί, Γερμανοί, Αυστριακοί. Να απολαμβάνουν χόρτα, τζατζίκι, κατσικάκι με μελιτζάνες… Τσακώνικες, οι πλέον φημισμένες μελιτζάνες… Τους έπιασα την κουβέντα. Όλοι για τον «Κόκκινο βράχο». Πώς μεταφέρονται πια τα νέα στα χρόνια του Internet! Μα και κάτι πιο πολύ απ’ αυτό. Γοητεύτηκαν από αυτό το κομμάτι Ελλάδας. Που στο τόσο δα χώμα της, απολαμβάνεις όλες τις εναλλαγές του τοπίου. Eνας βράχος, ένα σωρό χωριουδάκια μιας ζωής απλής, μια θάλασσα…. μα τι θάλασσα, στα πέντε λεπτά, στην Πλάκα, στα Πούλιθρα, μια πλατεία στο χωριό Κοσμάς, (την αγάπησα! μόλις 31 χιλιόμετρα από το Λεωνίδιο). Κάτω από τον τεράστιο πλάτανο του Κοσμά, να κρυώνεις όμορφα…Κρυώνεις όμορφα; Βέβαια. Όσο για να σε χουχουλιάζει σ’ αγκαλιά. Στη σκηνή προσθέστε φαγητά μαγειρεμένα από προκομμένες νοικοκυρές, τσούγκρισμα ποτηριών με γέλια και ένα γαλακτομπούρεκο να σε λερώνει σιρόπια. Η ζωή είναι απλή. Και πολύ πολύ όμορφη! Οι θησαυροί μπροστά στα μάτια μας!
Τελικά, η ιστορία της Σπηλιάς του Θησαυρού που τόσο είχε γίνει υποσχετική ακοπίαστου πλούτου στο μυαλό τους, απεδείχθη άνθρακες… Αλλά και όχι τόσο «άνθρακες»… Δεν νομίζετε; Η ιστορία αυτή μπορεί και να είναι ένα, πολύ διδακτικό παραμύθι. Ξέρετε τι αντιλήφθηκα στο Λεωνίδιο και θα ήθελα να το μεταδώσω; Το να θριαμβολογείς, σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, για πληρότητα αφίξεων τον Ιούλιο και Αύγουστο είναι κατάντια. Σιγά σιγά, ερασιτεχνικά, πλην με μεράκι, απλωνόμαστε σε μια μετά-σεζλόνγκ εποχή. Ένα σωρό θησαυροί περιμένουν ίσως έναν «φαντάρο» της φύσης, που κάποια μέρα, κάπως του ήρθε και… Αντί να «φιδιάζει»…
Υ.Γ.1: Φιδιάζω στη διάλεκτο των στρατιωτών σημαίνει βαριέμαι.
Υ.Γ.2: Δεν θα κάνω καμία σύγκριση με τα βράχια των Μετεώρων. Τι να το κάνω το μεγαλείο όταν ο νεοέλληνας έχει αφοδεύσει στα πόδια του μεγαλείου τα σύγχρονα εκτρώματά του; Τουλάχιστον εδώ το απέφυγαν αυτό.