Οι δύο εισηγήσεις που δέχεται τους τελευταίους μήνες ο Πρωθυπουργός από στενούς συνεργάτες του και από πολλούς βουλευτές της ΝΔ είναι να αλλάξει τον εκλογικό νόμο και να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές. Και οι δύο εισηγήσεις αποσκοπούν στο να διευκολύνουν τον στόχο της εκλογικής νίκης της ΝΔ και στη δημιουργία αυτοδύναμης κυβέρνησης. Και τις δύο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τις απορρίπτει. Οχι επειδή διαφωνεί με τον στόχο, αλλά επειδή διαφωνεί με τα μέσα που θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξή του.
Θεωρεί ότι θα ήταν πολιτικά αντιδεοντολογικό και θεσμικά άτοπο να αλλάξει έναν εκλογικό νόμο που ψήφισε ο ίδιος και πιστεύει επίσης ότι δε νοείται να κατασκευάσει ένα λόγο πρόωρων εκλογών, με βάση το κομματικό του συμφέρον, αλλά οφείλει να τηρήσει τη συνταγματική τάξη και να εξαντλήσει την τετραετία. Με άλλα λόγια, πιστεύει ότι ο σκοπός δεν πρέπει να αγιάζει τα μέσα. Ταυτόχρονα, όμως, θεωρεί ότι η εξάντληση της τετραετίας θα του δώσει τη δυνατότητα να διεκδικήσει την αυτοδυναμία για μια δεύτερη τετραετία με πιο ευνοϊκούς όρους. Δύσκολο στοίχημα, που εξαρτάται και από πολλούς εξωγενείς παράγοντες, τους οποίους δεν είναι σε θέση να καθορίσει απόλυτα και να ελέγξει ο ίδιος.
Για μια κυβέρνηση που ύστερα από τρία χρόνια, με κρίσεις που διαδεχόταν η μία την άλλη, εξακολουθεί να προηγείται της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις δημοσκοπήσεις με διαφορά μεγαλύτερη από αυτή που κατέγραψε στις τελευταίες εκλογές, η απόφαση να στήσει πρόωρες κάλπες είναι σίγουρα ένας πειρασμός. Παρά ταύτα, για να μη φτάσει να γίνει… ο τελευταίος πειρασμός, θα πρέπει να υπάρχει όντως ένας πραγματικός λόγος, σχετιζόμενος με το εθνικό και όχι με το μικροκομματικό συμφέρον, που να δικαιολογεί και να νομιμοποιεί πολιτικά αυτή την απόφαση.
Δεν μπορεί ποτέ να γνωρίζει κάποιος εάν και πότε θα προκύψει τέτοιος λόγος. Παρατηρώντας, όμως, προσεκτικά τις συνθήκες που διαμορφώνονται στη χώρα, διαπιστώνει κανείς ότι υπάρχει τουλάχιστον ένας σοβαρός λόγος τον οποίον θα μπορούσε να επικαλεστεί ο Πρωθυπουργός για να στήσει πρόωρες κάλπες, χωρίς να κατηγορηθεί ότι προτάσσει το μικροκομματικό συμφέρον του. Και τον λόγο αυτόν τού τον προσφέρει ο εκλογικός νόμος της απλής αναλογικής, τον όποιον ψήφισε η προηγούμενη κυβέρνηση και με τον οποίο θα διεξαχθούν οι επόμενες εκλογές.
Ας το δούμε πιο καθαρά: Στο τέλος Αυγούστου, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η Ελλάδα θα βγει από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, καθώς, όπως αναφέρει η 14η έκθεση μεταμνημονιακής παρακολούθησης της Κομισιόν, η Αθήνα έχει εκπληρώσει επιτυχώς τις περισσότερες από τις δεσμεύσεις και τις μεταρρυθμίσεις, παρά τις δύσκολες συνθήκες που προκλήθηκαν από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Υστερα από αυτή την εξέλιξη, η DZ Bank σημειώνει σε έκθεσή της ότι η Ελλάδα βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στην επενδυτική βαθμίδα.
Η γερμανική τράπεζα αναφέρει ότι μετά την DBRS τον Μάρτιο, η S&P αναβάθμισε επίσης την αξιολόγηση της Ελλάδας ένα σκαλοπάτι κάτω από το όριο επενδυτικής βαθμίδας σε BB+, βασιζόμενη στο γεγονός ότι ο αντίκτυπος του πολέμου στην Ουκρανία είναι διαχειρίσιμος για την ελληνική οικονομία. Η χώρα μας χρειάζεται την επενδυτική βαθμίδα από έναν τουλάχιστον οίκο αξιολόγησης μεταξύ των Fitch, Moody’s, S&P και DBRS, για να συμμετέχει στα προγράμματα χρηματοδότησης της ΕΚΤ αλλά και ως ένα θετικό σήμα που θα αυξήσει την επενδυτική βάση της.
Αν η πορεία αυτή συνεχιστεί και δεν προκύψουν άλλοι αστάθμητοι παράγοντες, μετά την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία, ένα θα είναι πλέον το βασικό εμπόδιο για το επόμενο μεγάλο βήμα, που είναι η επενδυτική βαθμίδα. Το εμπόδιο αυτό αναφέρεται σταθερά σε όλες τις αξιολογήσεις των επενδυτικών οίκων και είναι η πιθανότητα πολιτικής αστάθειας, λόγω μη σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης. Εμπόδιο που σχετίζεται ευθέως με την απλή αναλογική.
Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει είναι κατά πόσον μπορεί η χώρα να παρατείνει την αβεβαιότητα μέχρι τα μέσα του 2023 ή το εθνικό συμφέρον επιβάλλει να λήξει όσο το δυνατόν νωρίτερα η εκκρεμότητα των διπλών –όπως όλα δείχνουν– εκλογών (οι επόμενες με απλή και οι μεθεπόμενες με ενισχυμένη αναλογική), ώστε να είναι ξεκάθαρο το τοπίο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Με άλλα λόγια, η ύπαρξη της απλής αναλογικής δίνει στον Μητσοτάκη μια διπλή ευκαιρία: από τη μία τού προσφέρει έναν πραγματικά σοβαρό λόγο για πρόωρες εκλογές, από την άλλη τού προσφέρει και το εκλογικό δίλημμα: Σταθερότητα ή ακυβερνησία. Είναι από τις περιπτώσεις όπου ο «πειρασμός» μπορεί να γίνει… εθνική υποχρέωση!