Ο Γιώργος Μαζωνάκης σε καρέ από την ταινία μικρού μήκους «Ο θρόνος του Ξέρξη» της Εύης Καλογηροπούλου | Onassis Culture
Απόψεις

Ενας άλλος Γιώργος Μαζωνάκης

Μόλις μαθεύτηκε ότι πρωταγωνιστεί στην ταινία μικρού μήκους «Ο θρόνος του Ξέρξη», ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη πολλών. Ενας τραγουδιστής ελαφρολαϊκών σουξέ, ένα παιδί της πίστας, σε μια ταινία που φωνάζει «κουλτούρα». Η Εύη Καλογηροπούλου, ωστόσο, τον επέλεξε ακριβώς επειδή ο ρόλος αφορά τη δική του ζωή ως παιδί εργατικής τάξης
Λίλα Σταμπούλογλου

Η είδηση ότι μια ελληνική ταινία απέσπασε βραβείο στις Κάννες σε γεμίζει σίγουρα χαρά. Κυρίως επειδή βλέπεις πίσω από αυτήν τα εμπόδια που χρειάστηκε να ξεπεράσει από τη στιγμή που μπήκε στις ράγες της πραγματοποίησής της, μέχρι τη στιγμή που πάτησε σε ένα κόκκινο χαλί, όπως αυτό των Καννών. Κακά τα ψέματα, το να είσαι κινηματογραφιστής στην Ελλάδα είναι μια μικρή πράξη ηρωισμού.

Η μικρού μήκους ταινία «Ο θρόνος του Ξέρξη», η οποία θα επιστρέψει από την Κρουαζέτ με το βραβείο Canal+, είναι μια απόδειξη ότι η δημιουργία και η τέχνη μπορούν να υπερισχύσουν. Δεν ξέρω αν η εικαστικός και σκηνοθέτιδα Εύη Καλογηροπούλου είναι μια Ελληνίδα Κλερ Ντενί, όπως την παρομοίασε ο παρουσιαστής Αλεν Κρούγκερ, ξέρω όμως ότι κατάφερε να μπει στο κέντρο του διεθνούς προβολέα για τον ευφυέστατο τρόπο με τον οποίο διαπραγματεύτηκε μια αρχαία ελληνική ιστορία, συνδέοντάς την με τον καμβά της σύγχρονης πραγματικότητας.

Οπως και στην προηγούμενη μικρού μήκους ταινία της «Motorway 65», η οποία επίσης ταξίδεψε στις Κάννες το 2020 διεκδικώντας Χρυσό Φοίνικα, έτσι και στον «Θρόνο του Ξέρξη» (μια παραγωγή του Onassis Culture), η Καλογηροπούλου μοιάζει να κάνει αστική αρχαιολογία με τον κινηματογράφο της. Και στις δύο ταινίες πρωταγωνιστούν περιοχές ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης. Πέραμα και Ελευσίνα. Συνοικίες λαϊκές, με έντονο το προσφυγικό στοιχείο, και οι δύο φωλιές της πιο αρχετυπικής εργατικής τάξης, εκείνης που σκέφτεσαι όταν ακούς τον Μπιθικώτση να τραγουδά «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και «Βράχο-βράχο τον καημό μου».

Δυστοπικές εικόνες σε αρκετά σημεία τους, με τις άχαρες σιδεροκατασκευές και τα σκαριά των πλοίων αραδιασμένα εδώ κι εκεί, σαν σκιάχτρα που ξέβρασε η θάλασσα, με τις παράγκες και την εγκατάλειψη να διαγράφεται στο τοπίο, αλλά και με ένα παρελθόν αρχαιολογικής σημασίας, οι περιοχές αυτές σού προκαλούν αμηχανία. Τις χαζεύεις με δέος καθώς τις διασχίζεις με το αυτοκίνητο, νιώθοντας μια κάποια ανακούφιση, όταν πια τις αφήνεις πίσω σου.

Πριν από χιλιάδες χρόνια, επάνω στον λόφο του Περάματος, που τότε λεγόταν Αμφιάλη, λέγεται ότι ο Ξέρξης έστησε τον θρόνο του για να παρακολουθήσει τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Κι εκεί, είδε την ήττα του. Οπως βλέπουν την υπαρξιακή τους ήττα οι εργάτες, στη δυστοπία των ναυπηγείων, που είναι το σκηνικό της Καλογηροπούλου. Εκεί όπου η ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία ακολουθούν ένα απόκοσμο μοτίβο αποστασιοποίησης και παραίτησης, καθώς απαγορεύεται η σωματική επαφή και ο ελεγκτικός μηχανισμός βλέπει τα πάντα από πάνω, σαν ένας σαδιστής Μεγάλος Αδελφός.

Η αφήγηση ενός παλαιότερου εργάτη σκιαγραφεί την οργουελική καθημερινότητα των εργατών. Είναι ο Γιώργος. Και τον υποδύεται ο Γιώργος Μαζωνάκης. Ενας πρωταγωνιστικός ρόλος που πλέκεται με τη δική του ζωή, μιας και ο τραγουδιστής έχει ζήσει στη Νίκαια και είναι παιδί εργατικής τάξης. Ο πατέρας του δούλευε στα ναυπηγεία του Περάματος, ήταν ένας άνθρωπος του μόχθου και του μεροκάματου. Πολλά από αυτά που περιγράφει στην αφήγηση του ο πρωταγωνιστής είναι και δικές του εμπειρίες.

Μόλις μαθεύτηκε ότι ο Γιώργος Μαζωνάκης πρωταγωνιστεί σε ταινία μικρού μήκους, ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη πολλών. Ενας τραγουδιστής ελαφρολαϊκών σουξέ, ένα παιδί της πίστας του ποδοπατημένου γαρίφαλου, σε μια ταινία που φωνάζει «κουλτούρα», είναι η προσωποποίηση της αντίθεσης που πολλοί δεν δέχονται εύκολα.

Μερικές φορές έχουν δίκιο. Γιατί πίσω από την αντίθεση, φαίνεται το άχαρο κίνητρο του συμφέροντος. Είναι φως φανάρι γιατί κάποιοι ποντάρουν στον σελέμπριτι της πίστας και τον βάζουν στο κέντρο ενός, ας το πούμε, πιο ποιοτικού έργου ή ταινίας, χωρίς επί της ουσίας να μπορούν να δικαιολογήσουν τη θέση που του δίνουν. Είναι μια παταγώδης αποτυχία αισθητικής και αντίληψης.

O Γιώργος Μαζωνάκης, η Εύη Καλογηροπούλου και η διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση Αφροδίτη Παναγιωτάκου στις Κάννες (© Evan Marangoudakis)

Στην ταινία της Καλογηροπούλου, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Ο Γιώργος Μαζωνάκης περνάει μέσα από τον φακό της αποσυναρμολόγησης. Βλέπεις τα κομμάτια του ένα ένα, όπως το παζλ που μόλις έβγαλες από του κουτί. Το παιδί της Νίκαιας, τον ίσκιο του πατέρα-εργάτη, τη φτωχογειτονιά, τη λαϊκή αυθεντικότητα που τον κάνει αγαπητό σε όσους αρέσκονται να χορεύουν πάνω σε πίστες με γαρίφαλα, αλλά και σε όσους το απεχθάνονται.

Η Εύη Καλογηροπούλου είναι εμφανές γιατί επέλεξε τον πρωταγωνιστή της. Ο «Μαζώ» της ταινίας της βγαίνει από τα σπλάχνα της δυστοπίας που περιγράφει. Δεν είναι ένας άλλος Μαζωνάκης, όπως είπαν αρκετοί. Είναι ο ίδιος.

ΥΓ. Και είναι υπέροχος.