Το πλοίο εμφανίστηκε ένα απόγευμα, την ώρα που σουρούπωνε. Προκάλεσε τρομερή έκπληξη, στον κόλπο δεν μπαίνουν εμπορικά πλοία ούτε μεγάλα επιβατικά, είναι προστατευόμενος, Natura. Oσο πλησίαζε, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πόσο μεγάλο είναι. Μακρύ κυρίως, με τον «πύργο» του στριμωγμένο στην πρύμνη και την πλώρη σηκωμένη ψηλά, σημάδι ότι ήταν άδειο από φορτίο.
«Μα, τι κάνει αυτός;» ακούστηκαν πολλές αγανακτισμένες φωνές. «Χαζός είναι;».
«Θα έχασε τον δρόμο του», είπε κάποιος, «λέτε να έχει αέρα στ’ ανοιχτά;», αναρωτήθηκε κάποιος άλλος, όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν επάνω του, μέχρι που εκείνο σταμάτησε να κινείται και έριξε άγκυρα.
Το πρώτο βράδυ κοιμηθήκαμε ήσυχοι. Η ανησυχία ξεκίνησε το πρωί, όταν σηκωθήκαμε και είδαμε το πλοίο αγκυροβολημένο ακόμη στον κόλπο.
Το πλοίο φαινόταν να αιωρείται μερικά μέτρα πάνω από τη θάλασσα, καθώς η απόλυτη άπνοια και η ζέστη έπαιζαν τα παιχνίδια τους. Ηταν πράγματι τεράστιο. Εκατόν έντεκα μέτρα, όπως μάθαμε πολύ σύντομα από το Marine Traffic, cargo ship, πήγαινε στην Ιταλία κάτι να φορτώσει, να το πάει κάπου αλλού, σημαία Παναμά φυσικά, αγνώστου πραγματικής εθνικότητας και ιδιοκτησίας.
[Οταν ο καιρός είναι ήπιος, η απρόσκοπτη αλληλεπίδραση μεταξύ του ζεστού υπερκείμενου αέρα και του πυκνότερου ψυχρού αέρα κοντά στην επιφάνεια του εδάφους μπορεί να δράσει ως διαθλαστικός φακός, δημιουργώντας ένα κατακόρυφα αντεστραμμένο είδωλο, επί του οποίου φαίνεται να αιωρείται το απομακρυσμένο ευθύ είδωλο. Το φαινόμενο της οπτικής απάτης ονομάζεται Φάτα Μοργκάνα].
Οι κουβέντες άναψαν. Το πλοίο αμέσως έγινε το επίκεντρο της ζωής του μικρού παραθεριστικού μας χωριού. Ηταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός σε ένα μέρος όπου δεν υπάρχουν καθόλου γεγονότα, όλο το καλοκαίρι για μας είναι ένας ατελείωτος Αύγουστος του Εκο.
Η ησυχία και η πλήξη του καλοκαιρινού μικρόκοσμου διαταράσσεται συχνά, βέβαια, μη νομίζετε: Ο τάδε εθεάθη με τη δείνα· τα γεμιστά της ταβέρνας σα να χάλασαν λίγο· πουλήθηκε το μαγαζί δίπλα στο μπαρ του Αρη· κάτι καινούργιοι έστησαν ομπρέλα λίγο πάνω από τη δική μου, ήσυχοι είναι προς το παρόν· ο Βάλτερ και η Βαλτέραινα ήρθαν με το εγγονάκι, κουκλί είναι· γιατί άραγε δεν έχει εμφανιστεί φέτος το ζευγάρι των μόνιμων Ελβετών; Α, έχω τρομερά νέα: άνοιξε καινούργιο μαγαζί με σαγιονάρες… Ω! Σαγιονάρες το καλοκαίρι, τι έκπληξη…
Ολα αυτά ταξιδεύουν από στόμα σε στόμα, στήνονται πηγαδάκια γύρω τους, καταναλώνονται άπειρες μπύρες και ακόμη πιο άπειρα τζιν τόνικ για να αναλυθούν, μαζί με τη μόνιμη ραχοκοκκαλιά των συζητήσεων: Φωτιά, φέτος (κάθε φέτος), οι τιμές. Και, άργησαν φέτος (κάθε φέτος) οι τουρίστες…
Κι όταν τελειώνουν όλα αυτά, υπάρχει πάντα η ζέστη. Ανεκτή, πολλή, πάρα πολλή, «θα πεθάνουμε όλοι» κλίμακας πολλή, αχ στις 3 παρά τέταρτο φύσηξε, ναι αλλά στις 5 και δέκα έπεσε ο αέρας…
[Ennui (ahn-wee, γαλλικά), ένα συναίσθημα δυσφορίας που προκαλείται από την έλλειψη ενδιαφέροντος, η διαρκής πλήξη· η ανία της επανάληψης]
Το πλοίο, όπως καταλαβαίνετε, μας έφερε τα πάνω κάτω. Δεν είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοια κοσμοϊστορικά γεγονότα, δυσκολευτήκαμε λίγο να το διαχειριστούμε. Σύντομα, ξεκίνησαν οι εικασίες, ελλείψει πληροφόρησης.
Με μια πρόχειρη εκτίμηση, το 41% πείστηκε αυτόματα ότι ορθώς είναι το πλοίο στον κόλπο, όλα για καλό γίνονται, θα αυτορρυθμιστεί η κατάσταση, όποια κι αν είναι η «κατάσταση» αυτή. Το περίπου 20% κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα: Είμαστε σίγουροι ότι ο καπετάνιος ξέρει τι κάνει ή να τον αλλάξουμε; Και ποιον να βάλουμε; Μετά, είναι το περίπου 10% που δεν πιστεύει τίποτε: «Ο θείος μου, ΠΟΥ ΞΕΡΕΙ, μου είπε ότι με κάτι τους πιάσανε και περιμένουν να κάνουν τη μοιρασιά, τόσα εσύ, τόσα εγώ». Αγνωστο με τι τους πιάσανε, ποιοι είναι οι αυτοί, ποιος είμαι εγώ, αδιάφορο κιόλας, η θεωρία έχει σημασία.
Οι υπόλοιποι απείχαν, συνειδητά ή ασυνείδητα, της συζήτησης.
Το πλοίο, είπε κάποιος, έχει ζημιά στην καρίνα, χτύπησε ύφαλο, πήγε και το Λιμενικό εξάλλου να τσεκάρει, το είδαμε, αλλά μετά δεν ξαναπήγε και αυτό είναι σαφέστατα ύποπτο. Πάρα πολύ ύποπτο. Απουσία των αρχών, ποιος ξέρει τι γίνεται εκεί μέσα; Μα, πού είναι οι Αρχές;
Την τρίτη μέρα το πλοίο άρχισε να καίει μαζούτ. Μια πυκνή στήλη καπνού έβγαινε από τα φουγάρα και τα 111 μέτρα άρχισαν να περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους, «το φτιάχνουν» είπε κάποιος, «καίει πετρέλαιο γιατί βουλιάζει» είπε κάποιος άλλος, η αγωνία κορυφώθηκε. Τίποτε από αυτά δεν έγινε. Δύο μέρες αργότερα σταμάτησε να κινείται, σταμάτησε να καίει καύσιμο, έμεινε εκεί, σαν ένα –γνώριμο και οικείο– πλέον φάντασμα στον κοντινό μας ορίζοντα.
Σιγά σιγά αρχίσαμε να συνηθίζουμε στη θέα του πλοίου, παράφωνη μέσα στην απολυτότητα της θάλασσας και της φύσης, «πρώτα θα φύγουμε εμείς και μετά αυτό» είναι το αστείο μας. Διόλου απίθανο. Και το ίδιο, όμως, φαίνεται να συμμορφώνεται στις επιταγές της μικρής μας κοινωνίας· δείχνει σχεδόν όμορφο έτσι όπως λικνίζεται αδρανώς.
Χθες διάβασα επιτέλους την είδηση, κρυμμένη κάπου στη δημόσια ενημέρωση: «Φορτηγό πλοίο προσάραξε στη νησίδα “Δύο Αδέλφια”. Πλήρωμα έντεκα αλλοδαποί, μπλα μπλα, όλοι καλά, μπλα μπλα, οδηγήθηκε στον όρμο Φοινικούντας για ασφάλεια, μπλα μπλα, δεν θα φύγει εάν δεν κριθεί αξιόπλοο, μπλα μπλα».
[Τα «Δύα Αδέλφια», όνομα απόλυτα ταιριαστό για ταβέρνα, είναι κάτι βραχονησίδες στις Μεσσηνιακές Οινούσες, λίγο έξω από τη μητέρα όλων τους, τη Σαπιέντζα, με τον διάσημο φάρο. Εκεί κοντά βούλιαξε το πλοίο με τους πρόσφυγες, είναι το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου, 5.000 μέτρα, δεν είναι αστείο νούμερο. Το ένα από τα «Δύο Αδέλφια», που μάλλον δεν είναι μόνο δύο, αλλά ποιος νοιάζεται, είναι πολυταξιδεμένο στα social, επειδή έχει σχήμα καρδιάς. Το πλοίο μας ίσως βρέθηκε σε ρομαντική διάθεση και, όπως όλοι όσοι παρασύρονται από τον ρομαντισμό τους, βρέθηκε με σκισμένο το είναι του].
Ενα πρωί θα ξυπνήσουμε και το πλοίο θα έχει φύγει.
Οσο κι αν μας τρόμαξε, μας τάραξε, μας προβλημάτισε, όσο κι αν το μισήσαμε, το ξορκίσαμε, το καταραστήκαμε, είναι βέβαιον ότι θα μας λείψει.
Ο Καβάφης είχε γράψει κάτι σχετικό· νομίζω, κάνει ζέστη, δεν θυμάμαι…
Υ.Γ. Πώς το λένε το πλοίο ρωτάτε. Τι σημασία έχει; Μπορούμε να το πούμε, για συντομία, Ελλάδα.