Οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 αποτελούν ίσως την πιο πολυσυζητημένη εκλογική αναμέτρηση στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Τρείς μόλις μήνες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, που φαινόταν να πραγματώνει το όνειρο της Ελλάδας των Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών, το Κόμμα Φιλελευθέρων υφίσταται μια συντριπτική εκλογική ήττα, με τον ίδιο τον Βενιζέλο να μην εκλέγεται καν βουλευτής.
Κατά τη διάρκεια εκείνης της προεκλογικής περιόδου πέθανε αιφνίδια ο βασιλιάς Αλέξανδρος από σηψαιμία, σε ηλικία μόλις 27 ετών. Οι εκλογές, που αρχικά ήταν προγραμματισμένες να γίνουν στις 25 Οκτωβρίου, πήραν μία εβδομάδα παράταση εξαιτίας του θανάτου του νεαρού βασιλιά και διεξήχθησαν τελικά την 1η Νοεμβρίου.
Με τον θάνατο του βασιλιά Αλέξανδρου στις 12 Οκτωβρίου 1920 ο θρόνος έμεινε κενός, με τους Αντιβενιζελικούς να δράττονται της «χρυσής» ευκαιρίας να εντάξουν στην προεκλογική τους ρητορική το ζήτημα της επιστροφής του Κωνσταντίνου Α’ στον θρόνο, ο οποίος έτσι κι αλλιώς ήταν ο νόμιμος βασιλιάς. Η πολιτική πόλωση που ήδη υπήρχε εντάθηκε ακόμα περισσότερο, με τις εκλογές να καταλήξουν να γίνουν – και – ένα άτυπο δημοψήφισμα ανάμεσα στους δύο μεγάλους αντιπάλους του Εθνικού Διχασμού: τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον βασιλέα Κωνσταντίνο Α’.
Το Κόμμα Φιλελευθέρων ηττήθηκε, η Ηνωμένη Αντιπολίτευση κέρδισε τις εκλογές και ορκίστηκε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Δημήτριο Ράλλη. Ο Βενιζέλος έφυγε από την Αθήνα στις 3 του μήνα και δύο μέρες αργότερα διοργανώθηκε συλλαλητήριο υπέρ της επιστροφής του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Στις 11 Νοεμβρίου 1920, δέκα μέρες ακριβώς μετά τις εκλογές, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η εξής προκήρυξη:
«Διά των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου ε.ε. ο Ελληνικός Λαός εξεδήλωσεν ήδη σαφή και κατηγορηματικήν την ακράδαντον αυτού θέλησιν περί του Δυναστικού ζητήματος, όπερ ατόπως έθεσαν οι αποδοκιμασθέντες δια της ψήφου αυτού. Απεμάκρυνε της Κυβερνήσεως της Χώρας τους αμφισβητούντας τα επί του Θρόνου δικαιώματα του κατά το Σύνταγμα Βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου.
Αι περιστάσεις, υφ’ ας ο βασιλεύς κατέλιπε την Χώραν, και τα επακολουθήσαντα γεγονότα επιβάλλουσιν, όπως η Λαϊκή θέλησις περί τη επανόδου Του εκδηλωθή και δια δημοψηφίσματος, ίνα καταδειχθή ότι παραμένει πάντοτε έμβλημα του Θρόνου «ισχύς μου η αγάπη του Λαού. Την 22 ισταμένου μηνός Νοεμβρίου, ημέραν Κυριακήν, καλείται ο Ελληνικός Λαός να προσέλθη εις τα εκλογικά τμήματα και διά μυστικής δια ψηφοδελτίων ψηφοφορίας χορηγήση εις την Κυβέρνησιν την ειδικήν εξουσιοδότησιν, όπως υποβάλη τω Βασιλεί την παράκλησιν να επανέλθη εις την Πατρίδα και αναλάβη την άσκησιν των Υψηλών Αυτού καθηκόντων».
Η νέα κυβέρνηση, λοιπόν, προκήρυξε δημοψήφισμα για την επιστροφή του Κωνσταντίνου στον θρόνο. Θα μου πείτε, τι το ήθελαν το δημοψήφισμα; Ο Κωνσταντίνος ήταν ούτως ή άλλως ο νόμιμος βασιλιάς. Μάλιστα, ο ίδιος ο Δημήτριος Γούναρης σε προεκλογική του ομιλία είχε δηλώσει ξεκάθαρα :
- «Πράγματι ζήτημα θρόνου δεν υπάρχει. Ο θρόνος έχει τον νόμιμο κάτοχό του. Βασιλεύς των Ελλήνων είναι ο Κωνσταντίνος. Κλήθηκε στη διαδοχή του αειμνήστου βασιλέως Γεωργίου ως πρωτότοκος γιος του ο Κωνσταντίνος και ουδέποτε παραιτήθηκε από τον θρόνο. Αυτός είναι ο συνταγματικός βασιλεύς των Ελλήνων».
Γιατί έκαναν το δημοψήφισμα, λοιπόν; Διότι Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία, λίγες μέρες μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου εξέδωσαν κοινή διακοίνωση όπου ανέφεραν ότι θα θεωρούσαν την επιστροφή του Κωνσταντίνου στον θρόνο ως μια ενέργεια μη φιλική προς εκείνες, που θα τους έδινε το δικαίωμα να επανεξετάσουν ολόκληρη την πολιτική τους στο θέμα της Εγγύς Ανατολής, χωρίς καμία δέσμευση. Η Ελλάδα θα έπαυε να θεωρείται σύμμαχος της Αντάντ στη Μικρά Ασία και θα διέκοπταν κάθε διπλωματική και οικονομική υποστήριξη.
Βρετανοί και Γάλλοι δεν ξεχνούσαν ότι κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Κωνσταντίνος είχε υποστηρίξει τους Γερμανούς, στρεφόμενος ευθέως εναντίον τους με την πολιτική που ακολουθούσε. Η επιστροφή του στον θρόνο, λοιπόν, μεταφραζόταν ως επιβράβευση από την Ελλάδα των πράξεων του Κωνσταντίνου.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να μετακυλίσει την ευθύνη απευθείας στον λαό, μέσω του δημοψηφίσματος. Δόθηκε έτσι απλόχερα στους Συμμάχους η αφορμή που έψαχναν για να απαλλαγούν από τις συμμαχικές τους υποχρεώσεις απέναντι στην Ελλάδα – σε μια χώρα που «μαύρισε» τον άνθρωπο που στάθηκε στο πλευρό τους στον Πόλεμο και επανέφερε στην εξουσία εκείνους που τους πολέμησαν λυσσαλέα.
Και ναι, έψαχναν αφορμή για να απαλλαγούν από τις συμμαχικές τους υποχρεώσεις απέναντί μας (ειδικά οι Γάλλοι και οι Ιταλοί). Και ναι, πιθανότατα θα έβρισκαν άλλο τρόπο ή αφορμή για να απαλλαγούν από αυτές μετά τη νίκη των Αντιβενιζελικών, ακόμη και αν δεν είχε επιστρέψει ο Κωνσταντίνος. Δεν είναι αυτό το ζήτημα, όμως. Το ζήτημα είναι ότι, γνωρίζοντας τις προθέσεις των Συμμάχων, η κυβέρνηση, αντί να επιλέξει μια συνεννόηση μαζί τους ώστε να διασφαλιστούν τα συμφέροντα της χώρας, επέλεξε να επαναφέρει τον Κωνσταντίνο με δημοψήφισμα, ώστε να μπορούν να επικαλεστούν τη βούληση του λαού.
Εν τω μεταξύ, χρειαζόταν να νοθευτεί το αποτέλεσμα, και μάλιστα εξόφθαλμα. Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου είχαν ψηφίσει περίπου 748.000 ψηφοφόροι. Ακριβώς τρεις εβδομάδες αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου εμφανίστηκε ότι περισσότεροι από 902.000 πολίτες ψήφισαν υπέρ της επιστροφής του Κωνσταντίνου σε ποσοστό 99%. Αν συνυπολογίσουμε ότι η γραμμή του Κόμματος Φιλελευθέρων ήταν η αποχή από το δημοψήφισμα, τότε σύμφωνα με τα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν θα έπρεπε να συμβαίνει ένα από τα δύο: είτε οι Αντιβενιζελικοί να διπλασιάστηκαν μέσα σε τρεις εβδομάδες, είτε όχι μόνο να ψήφισαν και όλοι οι Βενιζελικοί υπέρ της επιστροφής του Κωνσταντίνου, αλλά να «προέκυψαν» επιπλέον καμιά εκατονπενηνταριά χιλιάδες ψηφοφόροι, που τρεις βδομάδες νωρίτερα δεν είχαν πάει να ψηφίσουν στις εκλογές αλλά πήγαν να ψηφίσουν στο δημοψήφισμα.
Ο βασιλέας Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Ελλάδα και στον θρόνο του στις 6 Δεκεμβρίου και έγινε δεκτός από τεράστιο πλήθος κόσμου, εν μέσω ξέφρενων πανηγυρισμών, ενδεικτικών της αγάπης προς το πρόσωπό του, που ήταν αδιαμφισβήτητη. Εξ ου και η διεξαγωγή (και ακόμα χειρότερα η νοθεία) του δημοψηφίσματος της 22ας Νοεμβρίου 1920, δεν ήταν μόνο αχρείαστη, αλλά εν τέλει και ενδεικτική του πολιτικού αναστήματος εκείνων που το αποφάσισαν.