Τα κυνικά κύματα καταφθάνουν και όλοι αναμένουμε να ηχήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες της παρά θίν’ αλός ξενοιασιάς. Οι οποίες πόσες είναι, αλήθεια; Οι μέρες της παρά θίν’ αλός ξενοιασιάς, εννοώ. Πέντε, δέκα, δεκαπέντε; Ενας μήνας, αν είσαι από τους κραυγαλέα τυχερούς αυτού του πλανήτη; Τι γίνεται με τις υπόλοιπες 87, 82, 77; Ή τους υπόλοιπους δύο μήνες (αν είσαι από τους τυχερούς αυτού του πλανήτη); Αλήθεια, πόσο καλοκαίρι αντέχει κανείς;
Το φετινό θέρος, ουδείς (πάνω από 30 ετών) μιλάει με κάποια χαλαρότητα για τις διακοπές. Προσωπικώς, στα αυτιά μου φθάνουν ως επί το πλείστον κάτι αγχωτικά «δεν έχω ιδέα πού θα πάμε, περιμένω τελευταία στιγμή να κλείσω, μάλλον δεν θα βρω τίποτα». Και βέβαια, πλείστες φρικώδεις ιστορίες από όσους ήδη πρόλαβαν να πάνε και απηύδησαν από τη συσκευασία του νέου VIP ελληνικού θέρους («Πηγαίνω στην Πάρο από παιδί και το μεσημέρι έπρεπε να έχω κλείσει τραπέζι για να μπορέσω να φάω… Λυπάμαι, αλλά δεν θα ξαναπάω στο νησί»). Οι τελευταίες, συνοδευόμενες φυσικά από τη γενικότερη αποδοχή ότι το «παλιό» καλοκαίρι, έτσι όπως το γνωρίζαμε, είναι πλέον για τους πολύ λίγους.
Για τους περισσότερους είναι αυτή η παρατεταμένη δαντική κόλαση. Φέτος, δε, διανθισμένη με κάμποσες έξτρα γαρνιτούρες. Με δύο εκλογικές αναμετρήσεις (εντάξει, η μία ήταν τον Μάιο) και τους απέχοντες του β’ γύρου (το πρωί να σε χλευάζουν στο feed σου ποζάροντας λάγνα με μαγιό) και το ίδιο βράδυ να οιμώζουν στα σόσιαλ μαζί σου για την επέλαση της Ακροδεξιάς.
Με το συνεχές, παντός καιρού doomscrolling (το πλατσούρισμα στις κακές ειδήσεις). Πραγματικά, δεν ξέρεις τι και από πού θα «σκάσει». Πηγαίνεις ένα Σαββατοκύριακο να χαλαρώσεις στο ερκοντίσιον του σαλονιού σου και «εφορμά» ο Πριγκόζιν και τα τεθωρακισμένα που «αυτή τη στιγμή απέχουν μόλις 350 χιλιόμετρα από τη Μόσχα». Πετάγεσαι απέναντι να πάρεις ένα παγωτό και όταν επιστρέφεις έχει κατακαεί το Παρίσι. Βγαίνεις χαλαρωμένος από την «Αθηναία», έχοντας καταναλώσει μια παγωμένη Diet Coke στη βραδινή προβολή του «Asteroid City» του Γουές Αντερσον και μαθαίνεις ότι η ασπαρτάμη είναι πιθανώς, σύμφωνα με τον ΠΟΥ, καρκινογόνος.
Ο δε καιρός αφόρητος, με μια κολλώδη ζέστη, αγκαζέ συχνά με βροχή («Ιουνιάριος» έγραφε προ ημερών ένας φίλος στο Facebook), ένα καλοκαίρι «πιο λονδρέζικο, πεθαίνεις» (σημειωτέον ότι στο ίδιο το Λονδίνο φέτος το θέρος είναι μεσογειακό). «Πήγα χθες το βράδυ για φαγητό στη Βουλιαγμένη και κρύωνα» ακούω δυο 20χρονες πίσω μου στο αχνιστό πεζοδρόμιο του καταμεσήμερου.
Το χειρότερο είναι ότι το άστατο του καιρού δεν συνεπάγεται απλώς μια αμφιθυμία στο dress code (πέδιλο με καπαρντίνα για τη βάφτιση στην Πεντέλη) ή στην κυριακάτικη εκδρομή, αλλά απηχεί –το γνωρίζεις πια καλά, δεν χρειάζεται καν να δεις τη β’ σεζόν του «Planet Earth» με τον Ατένμπορο στο Netflix– κάτι καλπάζον και παγκόσμιο. Μεγάλο μέρος του βόρειου ημισφαιρίου (που τώρα μαθαίνει τι εστί καύσωνας) κατακλύζεται ήδη από ρεπορτάζ για το πώς να προετοιμάζεσαι για τις υψηλές θερμοκρασίες αλλά και για τα απανωτά «climate traumas» («τραύματα του κλίματος»), νεοαφιχθείς όρος που καλά θα κάνουμε εφεξής να εμπεδώσουμε.
FoMΟ και καυτή άμμος
Η εποχή της καταναγκαστικής ξενοιασιάς έχει μέσα της και μπόλικη δόση FoMO (Fear of Missing Out), λες και όποια παράσταση ή συναυλία δεν είχες δει τρία χρόνια τώρα, «οφείλεις» να την αναπληρώσεις μέσα σε ένα δεκαήμερο. Ισως, βέβαια, αυτό να είναι και το τέλειο αντίδοτο στο προαναφερθέν doomscrolling. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την επόμενη μέρα από τους 700 της Πύλου, έναν παλιό γνωστό που συνάντησα τυχαία να μου μιλά εμμονικά, σχεδόν για ολόκληρο δεκάλεπτο, για τη συναυλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο Καλλιμάρμαρο.
Οσο για τους έχοντες παιδιά, κουβαλούν και φέτος τον δικό τους θερινό «σταυρό». Κοινό, βέβαια, χαρακτηριστικό των περισσοτέρων –που δεν έχουν να στείλουν το παιδί «τρεις μήνες στη γιαγιά στο χωριό» ή σε παιδικό πάρτι στο Νammos– η ενοχή που το παιδί «καίγεται», με τη δική τους ανοχή πλέον, στο κινητό.
Εξυπακούεται ότι όσοι συμβιώνουν με μαθητές που προετοιμάζονται για τη Β’ ή τη Γ’ Λυκείου αναπολούν με δάκρυα στα μάτια τα ξενύχτια με το «γατίσιο» κλάμα του νεογέννητου. Μεταξύ άλλων, καλούνται να αποκρούσουν τις συχνά αφελείς (ή και προκλητικές) ερωτήσεις «άγαμων και άτεκνων» (που θα έλεγε και ο Θάνος Τζήμερος) φίλων και γνωστών: «Μα, δεν θα πάτε πουθενά;». ‘Η το ακόμα καλύτερο «Μα καλά, μόνο εκεί θα πάτε;».
Οχι, ασφαλώς, ότι δεν ισχύει και το ακριβώς αντίθετο. Ο γονεϊκός κομπασμός για τα επιτεύγματα των τέκνων φτάνει νομοτελειακά στο απώγειό του το καλοκαίρι, ειδικά μετά και τα άρτι αφιχθέντα αποτελέσματα των Πανελλαδικών (κανείς βέβαια δεν ρωτάει αυτούς τους δύστυχους 18χρονους που όντως μεγαλούργησαν στις εξετάσεις αν θέλουν τη φωτογραφία τους στο Facebook με το ευγονικό παραλήρημα της μαμάς και του μπαμπά ακριβώς από κάτω).
Για όσους με θεωρούν σε μεγάλο βαθμό «κριντζ» που συνεχίζω να μετρώ (και να ξύνω) καλοκαιρινές πληγές, να θυμίσω ακόμα την επιβάρυνση της ψυχικής υγείας από τις υψηλές θερμοκρασίες (σύμφωνα με τους ειδικούς, στα ύψη τέτοια εποχή οι αυτοκτονίες, τα εγκλήματα κ.τ.λ.) Την υποβολή της φορολογικής δήλωσης. Toν υπερτουρισμό (ο άλλος σκάλιζε με κλειδί το Κολοσσαίο!). Και φυσικά, το θερινό αμπαλάζ των χειμερινών δεινών (π.χ. η ίδια αϋπνία που σε έκανε τον Φεβρουάριο να παίζεις Wordle στο κινητό στις 3 το πρωί, αυτή τη φορά συντροφιά με ένα κουνούπι-τίγρη).
Να ομολογήσω, κλείνοντας, ότι προσδοκώ και εγώ εκείνες τις λίγες μέρες της αληθινής, όχι καταναγκαστικής, ξενοιασιάς. Οταν οι προαναφερθείσες έγνοιες δεν θα έχουν, βεβαίως βεβαίως, ουδόλως εξανεμιστεί. Θα μπορέσουν όμως να γλιστρήσουν έστω για λίγο από τη χούφτα μου παρέα, ιδανικά με μερικούς κόκκους άμμου.