Ο Ελληνας βλέπει την ανθρωπιστική τραγωδία των γειτονικών μας χωρών με φρίκη. Λογική, ανθρώπινη αντίδραση. Κι αν η Κίνα απ’ όπου ξεκίνησε όλο αυτό ήταν κάπως μακριά, η Πιάτσα ντι Σπάνια, ο Πύργος του Αϊφελ ή η Πλάθα Μαγιόρ είναι δυο στενά παρακάτω απ’ το σπίτι μας. Πολλούς απ’ αυτούς που σήμερα πεθαίνουν σωρηδόν, πέρυσι ή πρόπερσι κάποιο γκαρσόνι μας τους είχε σερβίρει τζατζίκι και χωριάτικη στην Σκιάθο, στον Αγιο Νικόλαο ή στην Κέρκυρα. Κρίμα να τους βλέπουμε τώρα σε γραμμές από φέρετρα.
Δίπλα στην φρίκη του όμως ο Ελληνας βλέπει την κατάντια των Συστημάτων Υγείας της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Βρετανίας ή των ΗΠΑ, με ένα αίσθημα έως και κρυφής περηφάνιας. Εμείς οι φτωχοποιημένοι της οικονομικής κρίσης, οι τεμπέληδες, οι ανοργάνωτοι, οι χαβαλέδες, οι παρτάκηδες, τα πάμε τελικά πολύ καλύτερα από τους πλούσιους, τους σταθερούς, τους οργανωμένους, τους πειθαρχημένους και τους δήθεν υπεύθυνους. Ας τα βλέπουν τώρα, που τόσα μας είχαν σούρει την περασμένη δεκαετία.
Τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς τους λυπούμαστε με το ζόρι. Είναι αυτές οι ξανθιές μαλλούρες του Τραμπ και του Μπόρις, που μας κάθονται στον λαιμό. «Ηθελες τα κι έπαθες τα» λέμε σιωπηρά στην αμερικανίδα νοσοκόμα που κλαίει στην τηλεόραση μιλώντας για την «κόλαση των νοσοκομείων της Νέας Υόρκης», αλλά που όταν την ρωτούν για τον Τραμπ επιμένει να τον ονομάζει με σεβασμό «ο πρόεδρος μας» αντί να λέει «ο ηλίθιος που έχουμε αρχηγό». Οσο για τον Μπόρις, μόνο που δεν πανηγυρίσαμε ακούγοντας ότι είναι θετικός στον ιό. «Φάε μακάκα την ανοσία της αγέλης σου τώρα», φωνάξαμε χαιρέκακα. Ήταν ο πρώτος (και ο μόνος) άρρωστος του ιού που μουντζώσαμε.
Για τον Τούρκο έχουμε δισυπόστατα συναισθήματα. Ψιλολυπούμαστε αν σκεφτούμε άρρωστο και αβοήθητο τον χαμογελαστό μαγαζάτορα του Καπαλού-Τσαρσί που μας κερνούσε τσάι για να μας πασάρει το μαϊμού δερμάτινο. Αλλά θέλουμε να δαγκώσουμε στο λαρύγγι τον στρατοκράτη που μας κάνει τον καμπόσο στο Αιγαίο και στον Έβρο. Τελικώς αυτό το αμφίσημο συναίσθημα καταλήγει σε μια πανελλήνια επικαιροποιημένη κατάρα: «Δεν χτυπά ο κορονοϊός τον σουλτάνο να ξεμπλέξουμε, λέω γω;» Μάταιες εθνικές ελπίδες.
Ο Ελληνας κάθε μέρα (διότι όλη μέρα βλέπει τηλεόραση η οποία παίζει μόνο κορονοϊό) δεν κρίνει μόνο λαούς, Συστήματα Υγείας και ανθρωπιστικές καταρρεύσεις χωρών, κρίνει και πολιτικές ηγεσίες. Δράμα οι Κεντροαριστεροί και οι Πεντάστεροι της Ιταλίας, χάλια και οι Σοσιαλιστές με τους Ποδέμος της Ισπανίας. Εξοντώνονται οι πολίτες τους σαν τα κουνούπια. Ψιλοανίκανος και ο Μακρόν, δεν τα κατάφερε, του έφυγε και κείνου ο ιός. Καλά, για τον Μπόρις Τζόνσον δεν συζητάμε, αυτός αντί να καταπολεμήσει την αρρώστια έφτιαξε συμμαχία μαζί της για να την βάλει επίτηδες στην χώρα του. Ο Τραμπ επιβεβαίωσε την άποψη που ήδη είχαμε. Είναι για σφαλιάρες, καραγκιόζης κανονικός. Μόνο η Μέρκελ αντέχει, αλλά οι Γερμανοί έχουν τόση κακία μέσα τους που ούτε κορονοϊός δεν τους πιάνει.
Οπότε αναγκαστικά, κάτι πρέπει να σκεφτεί ο Ελληνας για τη δική του πολιτική ηγεσία. Καθότι ανεξαρτήτως του τι ψηφίζει, έχει μάθει να θεωρεί το εγχώριο πολιτικό προσωπικό κατώτερο του πολιτικού υλικού του εξωτερικού. Κυρίως πιστεύει ότι οι πολιτικοί του άνδρες (και γυναίκες) αποδεικνύονται παγίως κατώτεροι των περιστάσεων και τρέμει όταν σκάσει καμιά στραβή. Αυτό το στερεότυπο όμως, δεν ταιριάζει τούτη την φορά στα γεγονότα. Οπότε, εμβρόντητος ο Ελληνας ψάχνει να βρει πού οφείλεται αυτή η αντιστροφή της εικόνας. Στον ίδιο τον Κυριάκο ως πρόσωπο; Στην ομάδα του; Στον Τσιόδρα; Στη σοβαρότητα που επισώρευσε η προηγούμενη οικονομική κρίση σε πολιτική ηγεσία και λαό; Ελα ντε! Οποια απάντηση κι αν δοθεί πάντως, είναι ωραία ερώτηση σε σύγκριση με τις ερωτήσεις που κάναμε εμείς οι Ελληνες στους εαυτούς μας έως πρόσφατα.
Και κλείνω με μια ανεπαίσθητη σταγονίτσα φαρμάκι που βγαίνει από μέσα μας, όταν ακούμε ότι χιλιάδες συμπατριώτες μας ψάχνουν εναγωνίως τρόπο να επαναπατριστούν. Χίλιες καλές κουβέντες έχουμε –δίχως αμφιβολία– γι’ αυτούς, δικά μας παιδιά είναι που δικαιούνται να επιστρέψουν στην χώρα τους και στο σπίτι τους, ειδικά αν προέρχονται από τόπους όπου η αρρώστια θερίζει. Αλλά μέσα στο μέλι που στάζουμε γι’ αυτούς (τόσα χρόνια την επιστροφή τους ευχόμασταν και παλεύαμε), δεν αντέχουμε να μην αμολήσουμε και μια τόση δα τζουρίτσα βιτριόλι:
«Α, τώρα έρχεστε; Από τις Αλάσκες κι από τις Αργεντινές κι από τα Χονγκ Κονγκ; Μα καλά, εσείς δεν λέγατε πως, όπου και να πάτε, θα ‘ναι καλύτερα από την Ελλάδα που σας διώχνει; Τι έγινε ξαφνικά και γεμίσατε τα αεροδρόμια; Τώρα δηλαδή σας κάνει η αγκαλιά της φτωχής μαμάς-Ελλάδας; Εσείς οι κοσμοπολίτες, οι τολμηροί και προσοντούχοι, ξανάρχεστε πίσω σε μας τους επαρχιώτες, τους γαντζωμένους στην ελληνική μιζέρια, στους άτολμους ν’ ανοίξουν τα φτερά τους στον έξω κόσμο; Άντε ορέ, καλώς ορίσατε πίσω, το λοιπόν… Και παρακαλώ, δεκατέσσερις μέρες καραντίνα, γιατί ποιος ξέρει τι κουβαλήσατε από τους παραδείσους που εγκαταλείψατε άρον-άρον».