Χμ! Ηρεμα κι ωραία, γιατί έχουμε θέματα σήμερα. Κάθε μέρα έχουμε, θα πείτε. Ναι, όντως. Επιπλέον, όμως, για να είμαι και μέσα στην επικαιρότητα, που λέμε, έχω μια ασυγκράτητη επιθυμία να πω ότι σε αυτή τη χώρα, με το υπάρχον πολιτικό σκηνικό, θα πρόσθετα ακόμα και το δημοσιογραφικό, δεν θεωρώ ότι πρέπει, ούτε και μπορούμε να κάνουμε ένα κανονικό ντιμπέιτ. Μπλέκονται πολλά κοκόρια στην εξίσωση. Και ξέρετε πολύ καλά τι αργεί να συμβεί όταν γίνεται αυτό!
Αν, αν λέω, βρεθεί κάποιος να τους ρωτήσει «τι γίνεται, ρε παιδιά, με το Κτηματολόγιο;», ή «εκείνα τα αυθαίρετα που λέγατε ότι θα κατεδαφίσετε, έχετε κάποια μη fake φωτογραφία να μου δείξετε;». Ξέρω την… απάντηση: θα με πείτε λαϊκιστή. Χμ…
Στη Βρετανία, που σε θέματα κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και δημοσιογραφικής δεοντολογίας είναι αιώνες πιο μπροστά από εμάς, τηλεοπτικά ντιμπέιτ μεταξύ αρχηγών κομμάτων έγιναν στις βουλευτικές εκλογές του 2010, 2015, 2017 και 2019.
Στις τελευταίες είχαμε για πρώτη φορά πρόσωπο-με-πρόσωπο ντιμπέιτ μεταξύ του τότε πρωθυπουργού (και ηγέτη του Συντηρητικού Κόμματος) Μπόρις Τζόνσον και του Τζέρεμι Κόρμπιν, αρχηγού του Εργατικού Κόμματος, της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, κανένα από αυτά δεν είχε καμία απολύτως απήχηση. Θα μπορούσαμε να ζήσουμε και χωρίς αυτά, λέγαμε όσοι τα παρακολουθήσαμε. We could have done without.
Δεν υπάρχει τίποτα στον αγγλικό νόμο που να καθιστά υποχρεωτικά τα ντιμπέιτ. Είναι θέμα μόνο των τηλεοπτικών σταθμών και των πολιτικών κομμάτων. Το 2015, για παράδειγμα, ζήτησαν να συμμετάσχουν και τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα. Τα τελευταία συμφώνησαν με τους τηλεοπτικούς σταθμούς (κανέναν άλλον) και πράγματι έγινε ντιμπέιτ μεταξύ του τότε πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον και των αρχηγών των κομμάτων. Και πάλι, η τηλεμαχία δεν άφησε τίποτα άξιο λόγου στο κοινό που την παρακολούθησε και το οποίο ήταν μικρής εμβέλειας κι αυτό. Τηλεθέαση χαμηλή, και στις εφημερίδες λίγος χώρος.
Η εξήγηση είναι απλή. Τόσο στο κοινοβούλιο όσο και στα μέσα ενημέρωσης, ολόχρονα, ο δημόσιος πολιτικός διάλογος, ακόμα και στην πιο οξυμένη εκδοχή του, βγάζει ειδήσεις και βοηθά τον κόσμο να σχηματίσει εικόνα και άποψη.
Κατά τη δική της πρωθυπουργία, η Μάργκαρετ Θάτσερ απέρριπτε κατηγορηματικά κάθε πρόταση να θεσμοθετηθεί και να συμμετάσχει η ίδια σε τηλεοπτικό ντιμπέιτ. Οταν της έθεσαν δε το επιτυχημένο, κατά πολλούς, αλλά σίγουρα θεσμοθετημένο πια αμερικανικό μοντέλο, η απάντησή της ήταν κοφτή: «Εμείς δεν εκλέγουμε πρόεδρο. Κυβέρνηση εκλέγουμε».
Βρήκε αρκετούς πολιτικούς αλλά και ακαδημαϊκούς να συμφωνήσουν μαζί της. Υπάρχει, είπαν, και εξακολουθούν να λένε, σαφής διαφορά μεταξύ κοινοβουλευτικής και προεδρικής δημοκρατίας. Στη δεύτερη πρωταγωνιστεί και έχει τη μεγαλύτερη μερίδα δύναμης το πρόσωπο. Στην πρώτη, τα κόμματα και η πολιτική τους.
«Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι τα ντιμπέιτ έχουν περιορισμένη επίδραση στους περισσότερους ψηφοφόρους. Υπάρχουν όμως κάποιες ενδείξεις ότι επηρεάζουν αναποφάσιστους ψηφοφόρους. Πιο ισχυρές αποδείξεις όμως εντοπίζονται ως προς άλλα οφέλη των ντιμπέιτ, όπως είναι για παράδειγμα η κατανόηση του ψηφοφόρου ως πρόσωπο, αλλά και πώς διαμορφώνεται η λεγόμενη πολιτική ατζέντα».
(Μια διαπίστωση από έρευνα με τίτλο «A different beast? Televised election debates in parliamentary democracies», δηλαδή «Ενα διαφορετικό θηρίο: Τηλεοπτικά ντιμπέιτ σε κοινοβουλευτικές δημοκρατίες», που εκπονήθηκε από την ομάδα του Νικ Ανστεντ, βοηθού καθηγητή στο Τμήμα ΜΜΕ και Επικοινωνίας του London School of Economics. Η έρευνα επικεντρώθηκε στην ιστορία των εκλογικών τηλεμαχιών στην Αυστραλία, στον Καναδά, στη Γερμανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ολες αυτές οι χώρες είναι καθιερωμένες φιλελεύθερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, με μακρά παράδοση εκλογικών αναμετρήσεων και με αναπτυγμένες οικονομίες).
Η έρευνα διαπιστώνει ότι οι προεκλογικές εκστρατείες στις περισσότερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες σε όλον τον κόσμο υπόκεινται πλέον, άλλες πιο πολύ, άλλες λιγότερο, σε αυτό που οι συγγραφείς ονομάζουν «αμερικανοποίηση», καθώς υποψήφιοι, κόμματα και νέα μίντια αντιγράφουν σε όλα τα επίπεδα το αμερικανικό μοντέλο διακυβέρνησης και επικοινωνίας.
Ας αφήσουμε όμως τα επιστημονικά και ας προσγειωθούμε στη δική μας πραγματικότητα. Κάθε συζήτηση γύρω από το ντιμπέιτ είναι άνευ σημασίας και προσβλητική για κάποιον που θέλει άλλα πειστήρια για να καταλάβει τι συμβαίνει, τι θα συμβεί, πού στέκεται ο τόπος και πού θα πάει από εδώ και πέρα. Αυτό δεν θα το μάθει από μια μονομαχία. Που, μεταξύ μας, τη βλέπουμε σχεδόν κάθε φορά που παρακολουθούμε συζήτηση στη Βουλή και «απολαμβάνουμε» ένα ντιμπέιτ άγριο, με τα όλα του.
Οι τηλεοπτικές συνεντεύξεις των υποψηφίων ξεχωριστά με έναν ή μία δημοσιογράφο, στο κανάλι τους, έχουν ροή, δίνουν εικόνα, μπορεί να βγάζουν και ειδήσεις, προκύπτουν ενδιαφέρουσες σημειολογικές παρατηρήσεις. Φτάνουν αυτές. Δεν χρειαζόμαστε χολιγουντιανή παραγωγή, και μάλιστα με ελληνικό τουίστ. Ούτε βλέπεται ούτε και ακούγεται.
Οι περισσότεροι από μας θα δούμε Netflix ή Ertflix!..