Τα ελληνικά ΜΜΕ αγαπούν να ασχολούνται με τα Ελληνοτουρκικά. Αν, δε, υπάρχει και η ανάλογη επικαιρότητα, δημόσιες συζητήσεις περί «λύσης» ή «μειοδοσίας», ή ακόμα περισσότερο για «ιστορικές ευκαιρίες» συμφωνίας (σε τι από όλα άραγε), τότε τα πράγματα αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη δυναμική. Στο επίπεδο της δημοσιότητας.
Στο πεδίο της πραγματικότητας, όμως, μετά και την επίσκεψη του έλληνα υπουργού Εξωτερικών στην Αγκυρα, φαίνεται ότι παρά τις εκατέρωθεν καλές προθέσεις και το θετικό κλίμα που επικράτησε, δημοσίως και ιδιωτικώς, ο επερχόμενος διάλογος θα είναι διαφόρων ταχυτήτων, με πολλά σκοτεινά σημεία. Διότι είναι άλλο να αναζητάς συγκλίσεις στην αποκαλούμενη «θετική ατζέντα», δηλαδή στους τομείς της οικονομίας, των υποδομών, του τουρισμού και της κλιματικής κρίσης, κι άλλο να διαπραγματεύεσαι με την Τουρκία για το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Ο Γιώργος Γεραπετρίτης μίλησε ξανά για ιστορική ευκαιρία εγκαθίδρυσης μιας μακράς σχέσης καλής γειτονίας με την Τουρκία, χωρίς βεβαίως να παραλείψει την επισήμανση ότι τα πάθη του παρελθόντος είναι αδύνατο να διαγραφούν εν μια νυκτί. Οσο αλήθεια είναι το τελευταίο, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι η Αγκυρα δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τις πάγιες θέσεις της που τέμνουν διαχρονικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ούτε φαίνεται διατεθειμένη να αποσύρει από το τραπέζι την πολυπλόκαμη αναθεωρητική ατζέντα της και να συζητήσει για τη μία και μόνο διαφορά που αναγνωρίζει η Αθήνα, δηλαδή την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Αυτά ήρθαν επισήμως στην επιφάνεια δια των δημοσίων δηλώσεων του τούρκου υπουργού Εξωτερικών. Hταν η πρώτη φορά που ο Χακάν Φιντάν αναφέρθηκε στις διμερείς διαφορές Ελλάδας – Τουρκίας. Ηταν, όμως, σαν να ακούει κανείς κάποιον από τους προηγούμενους επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας.
Επιδιώκοντας, εμφανώς, να παραμείνει εντός της ατμόσφαιρας που επικρατεί τους τελευταίους μήνες και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, εξαιτίας κυρίως των νέων συνθηκών που δημιουργήθηκαν αφενός μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αφετέρου κατόπιν των φονικών σεισμών που χτύπησαν την Τουρκία, ο Φιντάν ακολούθησε ηπιότερες διατυπώσεις σε σχέση με αυτές του παρελθόντος. Αλλά η ουσία παραμένει ίδια. Πρώτα από όλα, ο πρώην επικεφαλής της ΜΙΤ και μυστικοσύμβουλος του Ταγίπ Ερντογάν, αναφέρθηκε σε «διαφορές των δύο πλευρών στο Αιγαίο».
Ανάμεσα στις γραμμές των λεγομένων του προβάλλουν οι «γκρίζες ζώνες», τα χωρικά ύδατα, η διαφορά των 6-10 μιλίων στον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο. Μίλησε, όμως, και για «δίκαιο διαμοιρασμό» στην Ανατολική Μεσόγειο. Μόνο που ο α λα τούρκα «δίκαιος διαμοιρασμός» περιλαμβάνει διευθετήσεις στη βάση του θεωρήματος της Γαλάζιας Πατρίδας, με πυξίδα το τουρκολιβυκό μνημόνιο, άρα υπό την πλήρη αγνόηση των αρχών του Δικαίου της Θάλασσας. Για την Άγκυρα δεν αλλάζει η θέση ότι τα ελληνικά νησιά δεν διαθέτουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
Αυτά ακριβώς είναι τα ζητήματα που θα τεθούν στον πλέον κομβικό τομέα του επερχόμενου διαλόγου Ελλάδας- Τουρκίας, δηλαδή στις πολιτικές διαβουλεύσεις υπό την υφυπουργό, πολύπειρη και καταρτισμένη πρέσβη Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Μπορεί πράγματι να μιλάμε για μια σαφέστατη αναβάθμιση των γνωστών διερευνητικών επαφών, υπό την εποπτεία πλέον των υπουργών Εξωτερικών, οι οποίοι θα δύνανται μάλιστα να παρεμβαίνουν από τα πάνω ώστε να αποφευχθούν διαφωνίες και αδιέξοδα, αλλά στη σκηνή των πολιτικών διαβουλεύσεων θα ξεδιπλωθεί επί της ουσίας ξανά η ευρύτερη στρατηγική της τουρκικής διπλωματίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Η Τουρκία θα εμφανιστεί ως κράτος ηγεμονικό. Ως χώρα που δεν ακολουθεί, αλλά δημιουργεί τις περιφερειακές εξελίξεις. Ως δύναμη που λειτουργεί συντεταγμένα με στόχο τη διεύρυνση των ερεισμάτων της. Είτε αυτά έχουν να κάνουν με γεωπολιτικούς, ενεργειακούς ή απλώς πολιτικούς και ιδεολογικούς σκοπούς. Η Τουρκία δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το επεκτατικό δόγμα της προς δυσμάς και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να το ξεχνούμε στην Αθήνα.
Είναι ευκταίο και εξαιρετικά θετικό να συνεδριάσει το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας τον Δεκέμβριο στη Θεσσαλονίκη και οι συμμετέχοντες υπουργοί, Έλληνες και Τούρκοι, να καταλήξουν σε απτές συμφωνίες συνεργασίας στα θέματα της ήπιας διπλωματίας. Περισσότερο σημαντική, η αποκατάσταση των διαύλων επικοινωνίας, στο ανώτατο μάλιστα επίπεδο, καθώς ο Γιώργος Γεραπετρίτης πιστεύει ότι ακόμα και νέες κρίσεις να ενσκήψουν, αυτές μπορούν να αποκλιμακώνονται τάχιστα, μόνο με ένα τηλεφώνημα.
Εξίσου απαραίτητο να ανοίξει ένα πλατύ χρονοδιάγραμμα διαλόγου, προκειμένου και οι δύο κυβερνήσεις να κερδίσουν χρόνο ώστε να μπορέσουν να υλοποιήσουν την εσωτερική ατζέντα τους. Οσο δε για την Ελλάδα γίνεται πια απολύτως κατανοητό ότι δεν θα είναι για πολύ καιρό σε θέση να δαπανά κάθε χρόνο πολλά δισεκατομμύρια ευρώ σε επιπλέον εξοπλισμούς. Μετά τα Ραφάλ, τις Μπελαρά, ενδεχομένως τα F-35, αλλά και την άκρως απαραίτητη αναβάθμιση του στόλου του Πολεμικού Ναυτικού, είναι σαφές ότι θα υπάρξει μια διαφορετική διαχείριση στον εν λόγω τομέα. Οι προμήθειες πρέπει να γίνονται, αλλά όχι υπό την πίεση που επέβαλαν οι συγκρουσιακές συνθήκες της τριετίας 2019- 2022.
Και όμως, αυτά δεν είναι τα μείζονα. Το μείζον, όπως το διατύπωσε προσφάτως και ο Πρωθυπουργός, είναι να λυθεί δια παντός το θέμα των θαλασσίων ζωνών, ώστε οι επόμενες γενιές να απολαύσουν μια μακρά περίοδο ειρήνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Δεν υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο.
Όπως συνηθίζουν να λένε οι τούρκοι αξιωματούχοι, «εμείς θέλουμε να συνεχίσουμε τον διάλογο με την Ελλάδα, αλλά χωρίς προϋποθέσεις». Εννοούν ότι είτε θα πάνε σε μια διαπραγμάτευση όπως τη σκέφτονται εκείνοι, δηλαδή εφ’ όλης της ύλης, είτε θα διεκδικήσουν με άλλους τρόπους τα συμφέροντά τους. Όρους πάντως από την πλευρά της Ελλάδας δεν πρόκειται να δεχθούν. Αυτό προκύπτει, άλλωστε, και από τα όσα είπε την Τρίτη ο Χακάν Φιντάν περπατώντας στο δρόμο των προκατόχων του.